Παράλληλα, σημείωσε ότι για το 2024, προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 3%, ενώ τόνισε επίσης ότι γενικός πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 3,8% για το 2024 (έναντι 4,3% το 2023 και 9,3% το 2022), προσθέτοντας ότι οι «θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία μαρτυρούν και οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου».
Σε σχετική ερώτηση για το τι πρέπει να αλλάξει στην ελληνική οικονομία, ο Γιάννης Στουρνάρας σημείωσε ότι «θα ήθελα να ήταν δυνατόν να αλλάξουμε το δημόσιο τομέα ώστε να ανταποκρίνεται στα υψηλότερα δυνατά διεθνή πρότυπα. Αυτό προϋποθέτει την αντιμετώπιση χρόνιων εγγενών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης (π.χ. μεταβιβάσεις ακινήτων, χωροταξικός σχεδιασμός, ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, ψηφιακός μετασχηματισμός των δημόσιων υπηρεσιών)».
«Επίσης άλλα προβλήματα προς επίλυση είναι η υστέρηση σε βασικές υποδομές, η ανεπαρκής καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, οι ελλείψεις στο λεγόμενο "τρίγωνο της γνώσης" (παιδεία ‒ έρευνα ‒ καινοτομία) και η ανεπαρκής σύνδεση των πανεπιστημιακών σπουδών με τις δεξιότητες που χρειάζεται η πραγματική οικονομία. Αυτές οι αδυναμίες βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα και δημιουργούν αντικίνητρα για επενδύσεις».
Για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα
«Τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια», υπογράμμισε σε άλλο μέρος της συνέντευξης ο κ. Στουρνάρας.
«Οι τράπεζες κατόρθωσαν να μειώσουν το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) τους κατά περίπου 90% και σήμερα ο δείκτης ΜΕΔ τους βρίσκεται πιο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ. Η βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, σε συνδυασμό με την άνοδο των επιτοκίων και τη συγκράτηση του κόστους των τραπεζών, επηρέασε θετικά την κερδοφορία τους, με το δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (RoE) τους να διαμορφώνεται σε διψήφια επίπεδα το 2023. Η υψηλότερη κερδοφορία και οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι τράπεζες για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση έχουν αυξήσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν άφθονη ρευστότητα, χάρη στην ισχυρή καταθετική τους βάση και την πρόσβασή τους στις αγορές κεφαλαίων. Έχοντας εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους, οι ελληνικές τράπεζες μπόρεσαν να επιτελέσουν εκ νέου το διαμεσολαβητικό τους ρόλο στην οικονομία», συμπλήρωσε.
Για την οικονομία της ευρωζώνης
«Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην ευρωζώνη εφέτος και το επόμενο έτος αναμένεται να είναι συγκρατημένος», τόνισε στη συνέχεια ο κ. Στουρνάρας. «Η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, η εξασθένηση των προβλημάτων στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και η ανθεκτική αγορά εργασίας θα στηρίξουν την ανάπτυξη. Ωστόσο, η συσταλτική μεταβολή της νομισματικής πολιτικής κατά τους τελευταίους 21 μήνες θα εξακολουθήσει να μεταδίδεται ‒ με χρονική υστέρηση ‒ στην πραγματική οικονομία».
«Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με τη σταδιακή απόσυρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης, θα επηρεάσουν αρνητικά το ρυθμό ανάπτυξης και θα τον διατηρήσουν σε μέτρια επίπεδα», υποστήριξε και συνέχισε: «Όσον αφορά στον πληθωρισμό, ο γενικός δείκτης παρουσίασε σημαντική μείωση κατά τη διάρκεια του 2023, κυρίως λόγω της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής. Πρόκειται για θετική εξέλιξη, καθώς φαίνεται ότι εξαλείφονται οι επιπτώσεις των διαταραχών που υπήρξαν η αιτία της απότομης ανόδου του πληθωρισμού. Ο γενικός πληθωρισμός θα συνεχίσει να μειώνεται περαιτέρω το 2025, προσεγγίζοντας τον αντίστοιχο στόχο».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr