Ουσιαστικά οι καταστροφές, όσο κι αν η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε δράσεις επικαιροποίησης του πλαισίου αποζημιώσεων και στήριξης των πληγέντων, οδηγούν σε νέες «αναγνώσεις» σε σχέση με την ανθεκτικότητα της οικονομίας, τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και τη διασφάλιση της ανάπτυξης σε «κομβικούς» τομείς της οικονομίας.
Τα ζητήματα, άλλωστε, έχουν τεθεί, εδώ και καιρό, συχνά με προφητικό τρόπο, από επίσημους φορείς, όπως η Ακαδημία Αθηνών, η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και ερευνητικά ιδρύματα ή διεθνείς οίκους, όπως η Moodys.
Συγκεκριμένα, για τις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στο αξιόχρεο των χωρών του ευρωπαϊκου Νότου, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας, εξαιτίας των ακραίων κλιματικών φαινομένων, έχει προειδοποιήσει και η Moody’s.
Όπως, πριν μερικές εβδομάδες επισήμανε σε έκθεσή της, παρόλο που το οικονομικό και δημοσιονομικό κόστος από τους καύσωνες και τις φωτιές που πλήττουν τις χώρες αυτές μπορεί να είναι προς ώρας διαχειρίσιμο, όμως τα ακραία κλιματικά φαινόμενα θα αυξηθούν σε συχνότητα, ένταση και διάρκεια τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να έχουν μακροπρόθεσμες, αρνητικές επιπτώσεις στο αξιόχρεό τους.
Δεδομένες θεωρούνται επίσης οι επιπτώσεις στις τιμές των τροφίμων και στον τουρισμό από τον καύσωνα που πλήττει τώρα την Νότια Ευρώπη, έστω και σε μικρή κλίμακα στις χώρες στις οποίες ο αγροτικός τομέας είναι μικρό κομμάτι των οικονομιών τους.
Η Ελλάδα, όμως, έχει τον μεγαλύτερο αγροτικό τομέα σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, καθώς ισοδυναμεί στο 4,5% του ΑΕΠ και στο 10,9% της απασχόλησης.
Ακόμη, συνολικά οι χώρες αυτές είναι σημαντικοί προμηθευτές ελιών, σταφυλιών, σιτηρών και φρούτων, επομένως η μείωση της παραγωγής αναμένεται να επηρεάσει τις τιμές των τροφίμων.
Επιπλέον, όπως αναφέρεται, οι καύσωνες ενδεχομένως να μειώσουν την ελκυστικότητα της Νότιας Ευρώπης ως τουριστικού προορισμού μακροπρόθεσμα ή να μειώσουν τη ζήτηση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, εκτιμά η Moody’s, κάτι που αναμένεται να έχει αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, με δεδομένη τη σημασία του κλάδου.
Από τη σκοπιά των δημοσιονομικών, οι κυβερνήσεις θα χρειαστεί να ανακοινώσουν μέτρα στήριξης για τις περιοχές που πλήττονται, ενώ τονίζεται και η ανάγκη χρηματοδότησης έργων και δράσεων για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας.
Επίσης, οι αναλυτές του του οίκου Scope Ratings ο Keith Mullin, senior writer της Scope και ο Dennis Shen, επικεφαλής αναλυτής του οίκου για την Ελλάδα, σε μια επεξηγηματική αναφορά τους πριν λίγες μέρες σχετικά με το θεσμικό περιβάλλον, τις μεταρρυθμίσεις και τις προκλήσεις γύρω από την αξιολόγηση ΒΒΒ- που δίνει πλέον ο οίκος στην Ελλάδα αναφέρουν ότι:
«Μια άλλη πρόκληση είναι η μέτρια μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της τάξης του 1%. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές σε αυτό το μέτωπο, καθώς ο κλιματικός κίνδυνος περιορίζει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές βλάψουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας της Ελλάδας».
Παράλληλα οι αναλυτές παραπέμπουν, σε μια έκθεση από την Τράπεζα της Ελλάδος, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να κοστίσει στην ελληνική οικονομία από 577 δισ. έως 701 δισ. ευρώ έως το 2100.
«Αυτό είναι τριπλάσιο από το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας σήμερα! Ο κλιματικός κίνδυνος αντιπροσωπεύει μια ουσιαστική μακροπρόθεσμη κρίση και είναι σημαντικός για την αξιολόγηση της Ελλάδας ως της πιο εκτεθειμένης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αναφέρουν τα δύο στελέχη.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα, με την επικαιροποιημένη έρευνα της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) για την Τράπεζα της Ελλάδος, το ετήσιο κόστος από την κλιματική αλλαγή μπορεί να φτάσει τα περίπου 8,5 δισ. ευρώ το ετος.
Η αποκαλυπτική αυτή μελέτη δείχνει ότι το συνολικό κόστος είναι δυνατόν να φτάσει τα 701 δισ. ευρώ έως το 2100. Δηλαδή, το ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να μειώνεται κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100.
Η Ακαδημία Αθηνών
Μεγάλες απειλές αντιμετωπίζει το δασικό οικοσύστημα της χώρας με βάση όσα, επίσης, αναφέρθηκαν σε Εκδήλωση για την παρουσίαση της Έκθεσης «Η Ανθεκτικότητα των Ελληνικών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Κλιματική Αλλαγή» της Επιτροπής για την Ανθεκτικότητα των Ελληνικών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Κλιματική Αλλαγή-ΕΑΔΟ
Να σημειωθεί ότι η Ακαδημία Αθηνών, σε συνεργασία με το Μαριολοπούλειο-Καναγκίνειο Ίδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος, διοργάνωσε εκδήλωση για την παρουσίαση της Έκθεσης «Η Ανθεκτικότητα των Ελληνικών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Κλιματική Αλλαγή», η οποία εκπονήθηκε από την Επιτροπή για την Ανθεκτικότητα των Ελληνικών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΑΔΟ).
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 2 Μαΐου 2023 και ώρα 10.00 στο Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών (Πανεπιστημίου 28, Αθήνα) με τον χαιρετισμό του τότε Υπουργού Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας κ. Χρήστου Στυλιανίδη και την εισαγωγή του Γενικού Γραμματέα της Ακαδημίας Αθηνών και Εθνικού Εκπροσώπου για την Κλιματική Αλλαγή κ. Χρήστου Ζερεφού.
Όπως αναφέρθηκε, τα παραγωγικά ελληνικά δάση, τα οποία καλύπτουν συνολική έκταση 39 εκατ. στρεμμάτων δημιουργούν σε ετήσια βάση οικοσυστημικές υπηρεσίες των οποίων η συνολική αξία ξεπερνά τα 2,83 δις. €/έτος με βαθμό βεβαιότητας 90%.
Για μία εικόνα της συνολικής αξίας των Ελληνικών παραγωγικών δασών, αξίζει να σημειωθεί ότι η κεφαλαιοποιημένη αξία διατήρησης των δασών για τα επόμενα 100 χρόνια, με τον ίδιο βαθμό βεβαιότητας και με κοινωνικό επιτόκιο προεξόφλησης 1% είναι πάνω από 176 δις. €., ενώ ή αειφορική αξία διατήρησης των δασών για ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα ξεπερνά από 283 δις. €.
Μάλιστα, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, οι εκτιμήσεις της ετήσιας αξίας των οικοσυστημικών υπηρεσιών των δασών κυμαίνονται από περίπου 30 € ανά στρέμμα έως 126.2 € ανά στρέμμα ανάλογα με την εκτίμηση.
Επομένως, μία πυρκαγιά, η οποία θα κάψει 1.000 στρέμματα δασικής έκτασης θα δημιουργήσει ετήσιες ζημίες που ανάλογα με την προσέγγιση θα κυμαίνονται μεταξύ 30.000€ και 126.200€.
Οι ζημίες αυτές αναφέρονται μόνο σε απώλειες οικοσυστημικών υπηρεσιών και δεν περιλαμβάνουν κόστη, τα οποία σχετίζονται με καταστροφές σε υποδομές ή ακίνητη περιουσία, καθώς και σε τραυματισμούς ή απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.
Συνεπώς, τα έργα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, τα οποία θα μειώσουν τον αριθμό των αναμενόμενων πυρκαγιών, θα οδηγήσουν σε σημαντικά οφέλη στις οικοσυστημικές υπηρεσίες.
Ταμείο Ανάκαμψης
Στο φόντο αυτό, όπως επισημαίνουν και όλοι οι αρμόδιοι παρατηρητές απαραίτητη είναι η μια νέα στρατηγική όπου θέση «κλειδί» έχει η απορροφητικότητα των κοινοτικών κονδυλίων, με αποτελεσματικό τρόπο ώστε να «θωρακιστεί» η οικονομία από τις περιβαλλοντικές προκλήσεις.
Κάτι βέβαια για το οποίο υπάρχει κριτική ότι δεν γίνεται, καθώς πολλά έργα περιβαλλοντικής μηχανικής δεν έχουν ενταχθεί στον όλο σχεδιασμό.