Αναλυτικότερα, το report που βάζει στο «κάδρο» την Ελλάδα μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία, ως αντιπροσωπευτικά παραδείγματα του ευρωπαϊκού νότου, έχει ως εξής:
Η Νότια Ευρώπη «χτυπήθηκε» σκληρά από την Covid-19 μετά την άφιξή της στις αρχές του 2020. Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά μέσο όρο 9,8% το 2020 στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, με μία μικρή μόνο διακύμανση. Μερικές ανακάμψεις σημειώθηκαν το 2021 και το 2022, με το ΑΕΠ να αυξάνεται το 2021 κατά 5,9%, 3,7% και 5,5% στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, αντίστοιχα, και το 2022 κατά 8,4%, 7% και 5,5%. Το 2022 το ΑΕΠ είχε ανακτήσει περισσότερο από το επίπεδο του 2019 στην Ελλάδα και την Ιταλία, αλλά ήταν 1,3% κάτω από το επίπεδο του 2019 στην Ισπανία. Το ΔΝΤ προβλέπει μέση αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 1,6% σε αυτές τις χώρες το 2023. Παρόλο που η ανεργία είναι σχετικά υψηλή στη Νότια Ευρώπη, άλλαξε ελάχιστα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με το μέσο ποσοστό ανεργίας να είναι 13,8% τόσο το 2019 όσο και το 2020 σε Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία. Το 2022 σημείωσε πτώση από 13,1% το 2021 σε 11,3%.
Η πανδημία είχε αρχικά θετική επίδραση στην αποταμίευση των νοικοκυριών σε αυτές τις χώρες, αντανακλώντας τις τάσεις στη Βόρεια Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Στην Ιταλία, οι ακαθάριστες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών «εκτινάχθηκαν» στο 17,4% του ΑΕΠ το 2020 από 10% το 2019. Στην Ισπανία, η αύξηση ήταν από 8,3% σε 15%. Η Ελλάδα πέρασε από το -3,8% στη θετική αποταμίευση του 2,8%. Το 2021, σημειώθηκε μια μικρή πτώση στα ποσοστά αποταμίευσης 11,7% κατά μέσο όρο το 2020 σε 10,2%. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα πλήρη στοιχεία για την Ελλάδα το 2022, αλλά η Ιταλία και η Ισπανία σημείωσαν απότομη πτώση από ένα μέσο ποσοστό αποταμίευσης της τάξης του 14,4% το 2021 σε 8,6%. Αυτή η μείωση συνέβαλε ήπια στην πτώση της αύξησης του πλούτου των νοικοκυριών το 2022 από μέσο ποσοστό 4,9% το 2020 σε 2,4% το 2022 σε όρους ευρώ.
Η αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας αντικατοπτρίστηκε από την αύξηση του δημόσιου χρέους, όπως και σε πολλές άλλες χώρες. Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκε στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία με παρόμοιες αναλογίες από 129,3% κατά μέσο όρο το 2019 σε 162,6% το 2020, πριν μειωθεί στο 156,3% το 2021 και στο 144,9% το 2022. Αν και η αναλογική άνοδος και πτώση ήταν παρόμοια στις τρεις χώρες, το επίπεδο του δημόσιου χρέους ποικίλλει, π.χ. το 2022 από 112,6% του ΑΕΠ στην Ισπανία, σε 144,7% στην Ιταλία και 177,4% στην Ελλάδα.
Το 2021, οι τιμές των μετοχών στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 13,8%. Το 2022 μειώθηκαν κατά 4,9% κατά μέσο όρο. Οι εμπειρίες ανά χώρα διέφεραν σημαντικά. Η Ελλάδα τα πήγε καλύτερα, με τις τιμές των μετοχών να αυξάνονται και τα δύο έτη κατά 16,7% συνολικά, ενώ η Ιταλία και η Ισπανία είχαν πολύ μικρότερες αυξήσεις σε βάθος διετίας κατά 5,2% και 1,8%, αντίστοιχα. Όπως και αλλού, το 2022 έφερε ισχυρότερες επιδόσεις, με τους κύριους χρηματιστηριακούς δείκτες στην Ιταλία και την Ισπανία να σημειώνουν άνοδο 14,3% και 12,9%, αντίστοιχα, το πρώτο τετράμηνο του έτους.
Στο τέλος του 2022, ο πλούτος ανά ενήλικα διαμορφώθηκε σε 105.724 δολάρια στην Ελλάδα, 221.370 δολάρια στην Ιταλία και 224.209 δολάρια στην Ισπανία. Μεταξύ 2000 και 2022, ο πλούτος ανά ενήλικα αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,8% στην Ελλάδα, 2,8% στην Ιταλία και 5% στην Ισπανία, αυξάνοντας το χάσμα πλούτου μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων δύο χωρών. Σε όρους δολαρίου, ο πλούτος ανά ενήλικα μειώθηκε κατά 2,3% στην Ελλάδα το 2022, 6,1% στην Ιταλία και 2,4% στην Ισπανία. Ωστόσο, σε όρους ευρώ, ο πλούτος ανά ενήλικα αυξήθηκε κατά 3,7% τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία και μειώθηκε ελαφρά στην Ιταλία κατά 0,3%.
Το μερίδιο των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων στον ακαθάριστο πλούτο μειώθηκε σταδιακά από το 2000 έως την περίοδο 2008–2010 σε αυτές τις χώρες. Ωστόσο, μέχρι το 2022, η συνολική σύνθεση του πλούτου είχε επιστρέψει από σημαντικές απόψεις στο πρότυπο του έτους 2000. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ανήλθαν κατά μέσο όρο σε 37,6% του ακαθάριστου ενεργητικού το 2000 και σε 36,3% το 2021, αν και σημειώθηκε πτώση το 2022 σε 35,3% λόγω των κακών χρηματιστηριακών επιδόσεων. Ο λόγος του χρέους προς το ακαθάριστο ενεργητικό αυξήθηκε στην Ελλάδα και την Ιταλία από 5,4% κατά μέσο όρο το 2000 σε 10% το 2022, αλλά μειώθηκε στην Ισπανία από 11,3% σε 8,7%.
Η ανισότητα πλούτου είναι κάπως χαμηλότερη σε αυτές τις τρεις χώρες από ό,τι στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες στο βορρά. Ο μέσος συντελεστής Gini της περιουσίας τους το 2022 ήταν 68,1 και το μερίδιο του top 1% ήταν 23,5%. Οι αντίστοιχοι μέσοι όροι για τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 73,2 και 25%. Η συνολική ανισότητα πλούτου, όπως αντικατοπτρίζεται στον συντελεστή Gini, αυξήθηκε στην Ιταλία και την Ισπανία από μέσο όρο 63 το 2000 σε 68,1 το 2022. Αντίθετα, το Gini υποχώρησε στην Ελλάδα από το 69,2 στο 68,1 στο ίδιο διάστημα. Ωστόσο, μια κοινή διαδρομή σε σχήμα U τόσο για τον συντελεστή Gini όσο και για το μερίδιο του top 1% μπορεί να παρατηρηθεί και στις τρεις χώρες κατά την περίοδο από το 2000 έως το 2022. Η ανισότητα μειώθηκε από το 2000 έως την περίοδο 2008-2010 και στη συνέχεια αυξήθηκε έως το 2021. Αυτό το μοτίβο ταιριάζει και σε μεγάλο βαθμό εξηγείται από τη χρονική διαδρομή σε σχήμα U των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ως ποσοστό του ακαθάριστου πλούτου.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr