Πιο αναλυτικά, η έκθεση του ESM αναφέρει για την Ελλάδα:
Η απασχόληση, ο τουρισμός και τα δημοσιονομικά έσοδα κατέγραψαν ισχυρή ανάπτυξη. Αυτό δημιούργησε χώρο για ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα δημοσιονομικής στήριξης μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις προκειμένου να τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν τις υψηλές τιμές της ενέργειας. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε κατακόρυφα και η Ελλάδα βγήκε από την ενισχυμένη εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Αύγουστο, γεγονός που αποτελεί μαρτυρία της ουσιαστικής οικονομικής προόδου της χώρας τα τελευταία χρόνια.
Η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 5,9% το 2022, επαναφέροντας την Ελλάδα στην οικονομική τροχιά της πριν από την πανδημία. Η ελληνική οικονομία επωφελήθηκε από μια ισχυρή αγορά εργασίας, την επιστροφή της τουριστικής δραστηριότητας στα προ πανδημίας επίπεδα και την ώθηση που δημιουργήθηκε από το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας – το οποίο επωφελήθηκε με σημαντική οικονομική στήριξη από το πακέτο Next Generation EU.
Το πρωτογενές ισοζύγιο «εκτινάχθηκε» στο 0,1% του ΑΕΠ, καταγράφοντας σημαντική βελτίωση από το -4,7% του ΑΕΠ του 2021. Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν με ρυθμό ρεκόρ, δίνοντας περιθώριο στην κυβέρνηση να παρέχει εκτεταμένη οικονομική στήριξη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Αυτή η δημοσιονομική ελάφρυνση βοήθησε να θωρακιστεί η οικονομία από τις επιπτώσεις του υψηλού πληθωρισμού. Η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός προκάλεσαν πτώση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες στο 171% του ΑΕΠ, τη δεύτερη μεγαλύτερη μονοετή μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία της ευρωζώνης. Ωστόσο, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε περαιτέρω από ένα ήδη αδύναμο σημείο εκκίνησης.
Οι όροι χρηματοδότησης έγιναν αυστηρότεροι κατά τη διάρκεια του έτους, εν μέσω των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα τα ελληνικά spreads να «σκαρφαλώνουν» στις 230 μονάδες βάσης, υπερδιπλάσια από τον μέσο όρο του 2021. Ωστόσο, οι επενδυτές δεν έδειξαν να ανησυχούν εξαιτίας της δέσμευσης της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει την αδικαιολόγητη και άτακτη δυναμική της αγοράς που αποτελεί σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη την ευρωζώνη, μέσω της εισαγωγής του Transmission Protection Instrument. Τα επιτόκια για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν είναι πολύ ευαίσθητα στις εξελίξεις της αγοράς, αντανακλώντας τις μακρόπνοες διάρκειες και τα χαμηλά σταθερά επιτόκια. Τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα.
Οι δείκτες φερεγγυότητας των τραπεζών παρέμειναν επαρκείς. Με τη βοήθεια του συστήματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων, που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση, και της ισχυρής ζήτησης των επενδυτών, οι τράπεζες μείωσαν τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στο 8,7%. Ωστόσο, ο δείκτης ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών παραμένει σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και τα περισσότερα από τα κληροδοτημένα ΜΕΔ που βρίσκονται πλέον εκτός των ισολογισμών των τραπεζών παραμένουν μη αναδιαρθρωμένα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του δείκτη αφερεγγυότητας. Η τραπεζική δανειοδοτική δραστηριότητα παρέμεινε επιφυλακτική, με τις πιστώσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξάνονται κατά 5%, λόγω των δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Η Ελλάδα βγήκε από την ενισχυμένη επιτήρηση τον Αύγουστο του 2022 μετά από σημαντική πρόοδο στην εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεων σε ένα ευρύ φάσμα τομέων. Στα αξιοσημείωτα επιτεύγματα περιλαμβάνονται η λειτουργικότητα του νέου πλαισίου αφερεγγυότητας, η ανάπτυξη στρατηγικής εκποίησης για το ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο εκσυγχρονισμός της εργατικής νομοθεσίας και η εισαγωγή νέου νομοθετικού πλαισίου για τις κρατικές επιχειρήσεις.
Ενόψει των αποτελεσμάτων του 2022, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης συμφώνησαν στην εκταμίευση των δύο τελευταίων δόσεων των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που υπόκεινται σε πολιτική και στη μείωση στο μηδέν του περιθωρίου ενίσχυσης σε ορισμένα δάνεια του EFSF από το 2023 και μετά. Η συνολική μη προεξοφλημένη αξία όλων των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους από το 2018 ανέρχεται σε 11,5 δισ. ευρώ.
Οι μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας για το 2023 βασίζονται σε μια αναμενόμενη επιβράδυνση. Η ανάπτυξη προβλέπεται ότι θα φτάσει στο 1,2% το 2023 και ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 4,5%. Η Ελλάδα διατηρεί την ικανότητα να αποπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που οφείλονται στον ESM/EFSF τους επόμενους 12 μήνες. Τα ταμειακά διαθέσιμα προβλέπεται να παραμείνουν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Οι κρατικές αξιολογήσεις της Ελλάδας βελτιώθηκαν καθώς οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης έφεραν τη χώρα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα. Η ανάλυση του ESM για τη δυσφορία της αγοράς υποδεικνύει χαμηλούς κινδύνους άγχους στην αγορά βραχυπρόθεσμα.
Ωστόσο, σε μεγαλύτερο ορίζοντα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ικανότητα αποπληρωμής του, που πηγάζουν από το υψηλό ακόμη επίπεδο δημόσιου και εξωτερικού χρέους, τα μεγάλα και διευρυνόμενα εξωτερικά ελλείμματα, την αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας και τις ευπάθειες του τραπεζικού τομέα. Για να μετριάσει αυτές τις προκλήσεις, η Ελλάδα είναι σταθερά προσηλωμένη στη δημοσιονομική σύνεση και την αυστηρή εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr