Πρώτος στόχος, βέβαια, που κρίνει και την ΕΚΕ δυτική βαθμίδα είναι το «δημοσιονομικό μάζεμα» που ξεκινά φέτος και μέχρι το 2026 φτάνει τα 6 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα, χωρίς ακόμη να έχει ξεκαθαρίσει το πλαίσιο των κανόνων του νέου Συμφώνου Σταθερότητας που θα εφαρμοστεί από το 2024, όπου η νέα κυβέρνηση στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης καλείται να καταθέσει προτάσεις και στόχους, ήδη έχει δοθεί «σήμα» από την Κομισιόν με την τοποθέτηση του πήχη στο 2,3% του ΑΕΠ.
Μένει, βέβαια, να αποφασιστεί οριστικά το νέο τοπίο με τα πλεονάσματα και τις «οροφές» στις πρωτογενείς δαπάνες, το φθινόπωρο όταν θα εξειδικευτούν οι στόχοι και το χρονοδιάγραμμα.
Παράλληλα, θα υπάρξουν δεσμεύσεις και στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων που θα υλοποιηθούν την επόμενη τετραετία και συνδέονται ευθέως με το Ταμείο Ανάκαμψης.
Πάντως με βάση το Πρόγραμμα Σταθερότητας η Αθήνα βαδίζει με μια «ρότα» της προσαρμογής με τον πήχη για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,1% του ΑΕΠ το 2023, ανεβάζοντάς τον ακόμα υψηλότερα στο 2,1% του ΑΕΠ το 2024, στο 2,3% του ΑΕΠ το 2025 και στο 2,5% του ΑΕΠ το 2026, κάτι που σημαίνει «μάζεμα» στο τελευταίο έτος πάνω από τα 6 δισ. ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μηνύματα για μεταρρυθμίσεις αλλά και προτάσεις καταθέτει ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Μεταρρυθμίσεις
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, «παρά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, τόσο σε όρους σχετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας όσο και σχετικών τελικών τιμών, και παρά την άνοδο στην κλίμακα της κατάταξης διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται ακόμη σχετικά χαμηλά στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Παραδείγματα τέτοιων εγγενών αδυναμιών αποτελούν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου (καταστάσεις, δηλαδή, που μεταξύ άλλων δημιουργούν αντικίνητρα στην πραγματοποίηση επενδύσεων, ιδιαίτερα από το εξωτερικό), η υστέρηση σε ορισμένες βασικές υποδομές, η μικρή συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με τη δυσμενή εξέλιξη του δημογραφικού, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ελλείψεις στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία–έρευνα‒καινοτομία), οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών, και οι στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας.
Το ΑΕΠ της χώρας (και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ) εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά των επιπέδων του 2008, το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το δεύτερο υψηλότερο διεθνώς, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται σήμερα (πρόβλεψη για το 2023) στο 7% του ΑΕΠ».
Μάλιστα ο Διοικητής της ΤτΕ, αναφέρει ότι, «το πολύ υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να προβληματίσει. Ουδείς αγνοεί ότι το 2022 το υψηλό έλλειμμα που σημειώθηκε (9,7% του ΑΕΠ) οφείλεται περίπου κατά 40% στις αυξημένες τιμές καυσίμων.
Επίσης, δεν απαιτείται μηδενικό έλλειμμα ή, ακόμη περισσότερο, πλεόνασμα, σε μια οικονομία που φιλοδοξεί να συγκλίνει ξανά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της με αυτό των εταίρων της και, ιδιαίτερα, που θέλει να αυξήσει το ποσοστό των εθνικών επενδύσεών της (σήμερα 14% του ΑΕΠ) στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (22% του ΑΕΠ).
Και η οποία, παρεμπιπτόντως, δαπανά για την εθνική της άμυνα - για εξοπλισμούς - ποσοστό του ΑΕΠ πολύ υψηλότερο (υπερδιπλάσιο) από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως, ένα έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πάνω από 4% του ΑΕΠ που διατηρείται μεσοπρόθεσμα έρχεται σε σύγκρουση με τον έλεγχο των μακροοικονομικών ανισορροπιών (macroeconomic imbalances procedure) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως, όμως, υποδηλώνει ότι η εθνική δαπάνη είναι σημαντικά και διαχρονικά μεγαλύτερη από την εγχώρια παραγωγή ή, ταυτόσημα, ότι οι επενδύσεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι σημαντικά υψηλότερες από τις αντίστοιχες αποταμιεύσεις».
Εισοδήματα και αγοραστική δύναμη
Άλλο ένα πλήγμα που πρέπει να επουλωθεί με δράσεις ουσίας είναι αυτό της υποβάθμισης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών από το κύμα των ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
Έτσι, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να διαχειριστεί άμεσα το πρόβλημα της ακρίβειας και να βρει λύσεις με παράλληλο στόχο και την ενίσχυση της κατανάλωσης που αποτελεί βασικό πυλώνα της ανάπτυξης.
Επίσης καυτό ζήτημα είναι και η απειλή νέων κόκκινων δανείων από τις συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων. Μόνο σχέδιο στήριξης των 30.000 ευάλωτων δανειοληπτών δε φτάνει καθώς θεωρείται ότι έχει μικρή περίμετρο, αφήνοντας εκτός χιλιάδες νοικοκυριά που έχουν αλλάξει συνήθειες καθώς δυσκολεύονται από το υψηλό κόστος του χρήματος.
Βέβαια προβληματίζει η «καχεξία» των θεσμών για μέτρα οριζόντιου χαρακτήρα από το κράτος.
Φορολογική δικαιοσύνη
Συνδεόμενο θέμα με τα δημοσιονομικά και βέβαια την ενίσχυση της αγοραστικής αναδιανομής είναι και αυτό της ισοκατανομής του φορολογικού βάρους με καλύτερη αναλογικότητα έμμεσων - άμεσων φόρων, όπως αναφέρει και ο Ο.Ο.Σ.Α, οι μειώσεις συντελεστών φορο- εισφορών στην κλίμακα για μισθωτούς και συνολικά η ελάφρυνση των μεσαίων εισοδημάτων (16.000 έως 50.000 ευρώ ετησίως), που αντιστοιχούν μόλις στο 15% του συνολικού αριθμού των φορολογουμένων και πληρώνουν το 53% του συνολικού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Βασικό θέμα είναι και η επανεξέταση του φορολογικού πλαισίου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας καθώς ο αριθμός τους ξεπερνά το 1 εκατ., η αναμόρφωση των συντελεστών στον ΦΠΑ ή άλλων ειδικών φόρων.
Γιώργος Αλεξακης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr