Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας «μετά από μια μακρά περίοδο πολύ χαμηλού πληθωρισμού, η άνοδός του εμφανίστηκε απροσδόκητα και κλιμακώθηκε απότομα, ως αποτέλεσμα δύο βασικών διαταραχών κυρίως από την πλευρά της προσφοράς που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και οι οποίες έπληξαν την οικονομία σε διαδοχικά κύματα: της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, με συνέπεια την άνοδο των τιμών των καυσίμων και των βασικών εμπορευμάτων.
Αυτές οι δύο διαταραχές ανήκουν στην κατηγορία των «αγνώστων αγνώστων», δεν μπορούν δηλαδή να ενσωματωθούν σε υποδείγματα με πιθανοθεωρητικές κατανομές, και συνεπώς, δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από τις κεντρικές τράπεζες, τους οικονομικούς οργανισμούς, τους ακαδημαϊκούς και τις κυβερνήσεις. Όσο μάλιστα συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο πλανήτης σείεται από αυτήν αλλά και άλλες γεωπολιτικές εντάσεις, η αβεβαιότητα για τις οικονομικές εξελίξεις παραμένει ισχυρή».
«Ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει όλους τους πολίτες, συνέχισε, «ιδιαίτερα όμως τους πιο ευάλωτους και μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο αυξήσεων των τιμών. Ως αποτέλεσμα, ο προγραμματισμός κατανάλωσης και επενδύσεων, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, δυσχεραίνεται. Κλονίζεται επίσης η εμπιστοσύνη τους στο νόμισμα, καθώς αυτό χάνει σταδιακά την αξία του.
Όπως συνέβη σε παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν, οι πολίτες στρέφουν τότε το βλέμμα τους προς τις κεντρικές τράπεζες, από τις οποίες αναμένουν αποτελεσματικές πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση της σταθερότητας της αγοραστικής αξίας του νομίσματος.
Στη ζώνη του ευρώ, οι επιχειρήσεις, οι επενδυτές, οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές θα πρέπει να αισθάνονται βέβαιοι, ότι, όχι μόνο το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αλλά και όλοι όσοι εργάζονται στο Ευρωσύστημα, θα κάνουμε οτιδήποτε είναι απαραίτητο, στο πλαίσιο των καθηκόντων που μας έχουν ανατεθεί, για να διασφαλίσουμε την έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Τα βασικότερα μέσα νομισματικής πολιτικής παραμένουν τα επιτόκια παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, έως ότου, οι πρόσφατες θετικές ενδείξεις αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων μετατραπούν σε βεβαιότητα προσέγγισης του στόχου του 2% μεσοπρόθεσμα.
Είναι σημαντικό, όμως, να γνωρίζουμε ότι μια κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να ελέγξει αρκετούς παράγοντες που επηρεάζουν τον πληθωρισμό, όπως συνέβη πρόσφατα. Δεν μπορεί να διορθώσει τις δυσχέρειες στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της πανδημίας ή να μετριάσει τις υψηλές τιμές της ενέργειας και το υψηλό κόστος των τροφίμων, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία».
«Σημαντικό μερίδιο συμμετοχής στη μάχη κατά του πληθωρισμού, όπως συμπλήρωσε, «έχει επίσης η ορθή δημοσιονομική και ενεργειακή πολιτική που ασκείται από τις κυβερνήσεις, όπως επίσης και η υπεύθυνη διαπραγματευτική συμπεριφορά των κοινωνικών εταίρων, η οποία δεν πρέπει να μετατρέψει έναν εξωγενή ενεργειακό κλυδωνισμό που έχει χειροτερεύσει τους όρους εμπορίου ενός μεγάλου καθαρού εισαγωγέα ενέργειας, όπως είναι η Ευρώπη, σε ένα ανοδικό σπιράλ τιμών-μισθών που θα μας γυρίσει στον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του ’70 και των αρχών της δεκαετίας του ’80.
Είναι ενθαρρυντικό και ελπιδοφόρο ότι, προς το παρόν, δεν παρατηρείται σπιράλ τιμών-μισθών που απομακρύνει τον στόχο του 2%, ούτε απαγκίστρωση των μεσο-μακροπρόθεσμων πληθωριστικών προσδοκιών από τον στόχο αυτό. Αυτό μας δίνει ελπίδα και κουράγιο να συνεχίσουμε την αντιπληθωριστική πολιτική χωρίς αυξήσεις επιτοκίων τέτοιες που θα προκαλούσαν βαθιά ύφεση. Και δεν σταματάμε βεβαίως να ελπίζουμε και να επιζητούμε την οριστική παύση αυτής της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας με το πιο αποτελεσματικό μέσο που υπάρχει: Τον τερματισμό αυτού του αιματηρού πολέμου.
Οι κεντρικές τράπεζες αναγνωρίζουν φυσικά ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να αναλάβει ένα κόστος στήριξης των ευάλωτων πολιτών, με μέτρα τα οποία θα είναι στοχευμένα σε αυτούς, θα έχουν παροδικό και όχι μόνιμο χαρακτήρα και θα δίνουν κίνητρα για ενεργειακή εξοικονόμηση.
Στο πλαίσιο αυτό, υπό τις παρούσες προεκλογικές συνθήκες, η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία Έκθεση Νομισματικής πολιτικής, διατύπωσε την παραίνεση για σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής, κυρίως σε ότι αφορά την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα τέτοια που να εξασφαλίζουν την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, και να διαφυλαχθούν όσα σημαντικά έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία με βασικό στόχο, εθνικό θα τον χαρακτήριζα, την αναβάθμιση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα κατά το τρέχον έτος», υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr