Σταθερό σε «θετικό» παραμένει και το outlook.
Η κίνηση ήταν αναμενόμενη, με τόσο τη Société Générale όσο και τη Citigroup να έχουν εκτιμήσει ότι η Fitch δεν θα ακολουθούσε τη γραμμή των S&P και DBRS, οι οποίες έφεραν την Ελλάδα ένα μόλις σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα.
Η Ελλάδα έχει θέσει ως στόχο την επίτευξη της επενδυτική βαθμίδας μέσα στο 2023.
Και οι δύο τράπεζες έβλεπαν ως «αγκάθια» στο να κάνει ο οίκος αξιολόγησης ένα πιο... τολμηρό βήμα τον καλπάζοντα πληθωρισμό, καθώς και την αύξηση του κόστους δανεισμού της χώρας.
Τα θετικά και τα «αγκάθια»
Στην έκθεση σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι η Ελλάδα έχει υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα που ξεπερνά κατά πολύ τη διάμεση τιμή «BB» και «BBB». Οι βαθμολογίες διακυβέρνησης και οι δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης είναι από τους υψηλότερους, αλλά την ίδια ώρα είναι πολύ υψηλά ακόμη τα επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL), καθώς και πολύ μεγάλα τα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους.
Οι Θετικές Προοπτικές αντικατοπτρίζουν τη συνεχιζόμενη αναμενόμενη μείωση του χρέους του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο του χαμηλού ακόμη μέσου κόστους δανεισμού, παρά την απότομη άνοδο των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων φέτος. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού, μειώνοντας απότομα το επίπεδο των ΜΕΔ στον τραπεζικό τομέα.
Υψηλό Δημόσιο Χρέος: Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε στο 193,3% έως το τέλος του 2021 και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στο 171,6% έως το 2024, λόγω της βελτίωσης των πρωτογενών ισοζυγίων και της ευνοϊκής δυναμικής του κόστους ανάπτυξης-τόκου. Παρά τη μείωση αυτή, ο δείκτης χρέους το 2024 εξακολουθεί να προβλέπεται να είναι μεταξύ των υψηλότερων κρατικών ομολόγων με αξιολόγηση Fitch και πάνω από 3 φορές τον διάμεσο «BB».
Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Το απόθεμα ρευστότητας της Ελλάδας είναι σημαντικό (προβλέπεται ότι θα είναι 14,5% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους). Ο ευνοϊκός χαρακτήρας της πλειοψηφίας του ελληνικού κρατικού χρέους σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό και τα χρονοδιαγράμματα απόσβεσης είναι διαχειρίσιμα.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν απότομα φέτος, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να αυξάνεται από περίπου 1,3% στο τέλος του 2021 σε μέσο όρο περίπου 4,0% τον Ιούνιο του 2022.
Ωστόσο, ο λόγος τόκων προς έσοδα αναμένεται να αυξηθεί μόνο μέτρια (σε 6 % το 2024) και παραμένει πολύ κάτω από τη διάμεση τιμή «ΒΒ» (πρόβλεψη 10% το 2024). Η μέση ληκτότητα του ελληνικού χρέους είναι από τις μεγαλύτερες από κάθε κράτος, περίπου 20 χρόνια. Επιπλέον, το χρέος είναι ως επί το πλείστον σταθερό επιτόκιο, περιορίζοντας τον αντίκτυπο των αυξήσεων των επιτοκίων της αγοράς.
Μείωση ελλείμματος, κρατική στήριξη: Το δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε στο 7,4% του ΑΕΠ το 2021 από 10,2% το 2020, μια μείωση πιο γρήγορη από ό,τι περίμενε η Fitch κατά την τελευταία αναθεώρηση (όταν περίμενε έλλειμμα 9,7%). Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι το έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω φέτος, στο 4,5% του ΑΕΠ, αλλά με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι προβλεπόταν προηγουμένως. Η μείωση του ελλείμματος θα επιβραδυνθεί από την επιδείνωση των μακροοικονομικών προοπτικών και την κρατική στήριξη για τον μετριασμό των επιπτώσεων της αύξησης των τιμών της ενέργειας, η οποία η κυβέρνηση υποθέτει ότι θα προσθέσει περίπου το 1,4% του προβλεπόμενου ΑΕΠ στο έλλειμμα το 2022 (περίπου τα δύο τρίτα του η στήριξη σε ακαθάριστους όρους θα ανακτηθεί από το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών και έναν απροσδόκητο φόρο στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας). Το έλλειμμα θα μειωθεί με εντονότερους ρυθμούς τα επόμενα δύο χρόνια, με την παραδοχή ότι η κρατική στήριξη που σχετίζεται με τις τιμές της ενέργειας θα ξεδιπλωθεί στο 1,8% του ΑΕΠ έως το 2024 (διάμεση πρόβλεψη «BB»: 3,0%).
Ο πόλεμος επιδεινώνει τις μακροοικονομικές προοπτικές: Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8,3% σε πραγματικούς όρους το 2021. Ωστόσο, οι μακροοικονομικές προοπτικές επιδεινώθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να επιδεινώνει την άνοδο των τιμών της ενέργειας και να επηρεάζει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Ο υψηλός πληθωρισμός επηρεάζει τα πραγματικά εισοδήματα και τη δυναμική της κατανάλωσης. Οι άμεσοι εμπορικοί δεσμοί (συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού) μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας και Ουκρανίας είναι μικροί. Ωστόσο, η Ελλάδα βασίζεται στη Ρωσία για περίπου το 40% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου και είναι ευάλωτη σε περαιτέρω αυξήσεις τιμών και πιθανές διακοπές του ενεργειακού εφοδιασμού.
Άλλοι παράγοντες θα στηρίξουν τις οικονομικές προοπτικές: Η διάθεση κεφαλαίων που σχετίζονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας θα επιταχυνθεί φέτος, ενισχύοντας τις κρατικές επενδύσεις και τη συνολική ζήτηση, και οι τουριστικοί δείκτες δείχνουν περαιτέρω ανάκαμψη στον κλάδο. Αναθεωρήσαμε προς τα κάτω την πρόβλεψή μας για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για φέτος σε 3,5%, από 4,1% στην ανασκόπηση του Ιανουαρίου και την πρόβλεψή μας για το 2023 (3,2% έναντι 4,0% προηγουμένως). Για το 2024, αναμένουμε περαιτέρω, μέτρια επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στο 2,8%.
Αυξήσεις πληθωρισμού, κατώτατος μισθός: Ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί απότομα από τον Αύγουστο του 2021, κυρίως λόγω των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας. Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, έτσι ώστε να είναι κατά μέσο όρο 7,3% για ολόκληρη τη χρονιά, επισημαίνει ο οίκος. Στη συνέχεια περιμένει ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί σημαντικά, κατά μέσο όρο, στο 1,8% το 2023 και στο 1% το 2024. Ως απάντηση στις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, η ελληνική κυβέρνηση εισήγαγε δύο αυξήσεις στον κατώτατο μισθό φέτος. Η συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού είναι 7,5% σε σύγκριση με το επίπεδό του στο τέλος του 2021. Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα στηρίξουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, αν και με τον κίνδυνο δυσμενών επιπτώσεων στη ζήτηση εργασίας και της μετακύλισης στις τιμές.
Μείωση NPEs- Δείκτες κεφαλαίου: Το συνολικό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPE) μειώθηκε απότομα κατά τη διάρκεια του έτους στο α' τρίμηνο του 22ου έτους, σε 17,7 δισ. ευρώ από 47,3 δισεκ. ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα. Ο δείκτης NPEs μειώθηκε στο 12,1% από 30,3% την ίδια περίοδο, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από το δεύτερο τρίμηνο του 2010. Η πτώση οφείλεται στις τιτλοποιήσεις των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών με όπλο τον Ηρακλή. Αυτός ήταν ο βασικός μοχλός των θετικών ενεργειών αξιολόγησης της Fitch στις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Ωστόσο, η πρόοδος στη μείωση των NPEs επηρέασε αρνητικά την κερδοφορία και την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2021 μέσω μεγαλύτερων προβλέψεων για ζημίες δανείων. Τα επίπεδα κεφαλαιοποίησης των τραπεζών παραμένουν χαμηλά σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ. Ο δείκτης κεφαλαίων (Tier 1) για το ελληνικό τραπεζικό τομέα το 1ο τρίμηνο του 22 (εκτιμήσεις της EBA) ήταν 12,4% (α' τρίμηνο 2021: 13,8%).
Πλέον, αναμένονται οι αξιολογήσεις των Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου, η τρίτη αξιολόγηση της Fitch στις 7 Οκτωβρίου και η δεύτερη αξιολόγηση της S&P στις 21 Οκτωβρίου.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr