Ήδη, έχει προαναγγελθεί η πρωτοβουλία αυτή από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη, που σε συνεργασία με τον αναπληρωτή υπουργό Ανάπτυξης Νίκο Παπαθανάση θα επιχειρήσει να καταδείξει πώς μπορεί να γίνεται παράλληλη χρήση των κινήτρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του Αναπτυξιακού, αλλά και τι είναι βέλτιστο για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Επίσης προετοιμάζονται οι επόμενες δράσεις επιδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς επίκειται και η σχετική αναθεώρηση του ελληνικού Σχεδίου, αν και βέβαια τα περιθώρια είναι στενά λόγω και των εντάξεων πόρων στις δράσεις για μεγάλα έργα του REPowerEU.
Οι “φουρτούνες”
Πάντως η στήριξη των ΜμΕ φαντάζει μονόδρομος καθώς οι επιχειρήσεις αυτές είναι μπροστά σε νέες φουρτούνες. Έτσι στην ενεργειακή “λαίλαπα” που έχει εκτοξεύσει τα κόστη λειτουργίας και παραγωγής έρχεται να προστεθεί και η άνοδος του κόστους χρήματος, μετά και τις αποφάσεις της ΕΚΤ. Αυτό μάλιστα έρχεται την ώρα μάλιστα που πολλές από αυτές πόνταραν στις χρηματοροές από τις τράπεζες για μια δυναμική επανάκαμψη μετά την πανδημία. Έτσι ήδη όσες ΜμΕ έχουν δάνεια σε κυμαινόμενα επιτόκια βλέπουν να ανεβαίνει το κόστος εξυπηρέτησής τους, καθώς το euribor 3μήνου, που αποτελεί τη βάση για την τιμολόγηση όλων των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, θα οδηγηθεί στο 1,15% έως τα τέλη Δεκεμβρίου από -0,3% σήμερα και στο 2% σε ένα χρόνο από σήμερα.
Η ενέργεια
Δηλαδή προδιαγράφεται μια ιδιαίτερα δυσοίωνη κατάσταση για έναν πολύ μεγάλο αριθμό κυρίως πολύ μικρών επιχειρήσεων,που, όπως τονίζεται, απαιτεί σοβαρή βελτίωση ή ακόμα και διεύρυνση των εργαλείων και των μέτρων διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, αποτελεσματικές παρεμβάσεις για τη συγκράτηση των τιμών, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με το κόστος ενέργειας.
Η πρώτη επίπτωση ήταν η σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας τους. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας αυξήθηκαν μεσοσταθμικά το κόστος ενέργειας κατά 89,8%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 48,2%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 70,3% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 35%.
Η δεύτερη επίπτωση, που είναι απόρροια της πρώτης, ήταν ο ιστορικά υψηλός αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών. Το δεύτερο εξάμηνο του 2021, 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (34,8) αύξησε τις τιμές τους. Μεσοσταθμικά, οι τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 4,9%, γεγονός που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του αυξημένου κόστους λειτουργίας τους το απορρόφησαν. Ωστόσο, για το πρώτο εξάμηνο του 2022, τα ευρήματα της έρευνας κατέδειξαν πως 1 στις 2 επιχειρήσεις (48,9%) θα προχωρούσαν σε αύξηση των τιμών πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών τους.
Η τρίτη επίπτωση, που σχετίζεται τόσο με την αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, τη μείωση της ζήτησης λόγω των ανατιμήσεων, την επιβράδυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που κινδυνεύει να εισέλθει σε μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού και των υποχρεώσεων που συσσώρευσαν οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, σχετίζεται με τη σοβαρή αύξηση των υπερχρεωμένων μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις είχαν τουλάχιστον μια ληξιπρόθεσμη οφειλή προς το Δημόσιο ή τους ιδιώτες, ενώ 1 στις 3 επιχειρήσεις είχε πολλαπλές ληξιπρόθεσμες οφειλές. Επιπλέον, 1 στις 5 επιχειρήσεις είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές, τόσο προς την εφορία όσο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr