Ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως είναι υψίστης σημασίας να δούμε ουσιαστική πρόοδο όσον αφορά την επίλυση του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα. «Σήμερα, το ύψος του ιδιωτικού χρέους που διαχειρίζονται οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων είναι άνω των 120 δισ. ευρώ», σημείωσε.
Κάνοντας μία αναφορά στο μέλλον, ο διοικητής της ΤτΕ πρόσθεσε πως οι τρεις κύριοι μοχλοί της ανάκαμψης αναμένεται να είναι η χρηματοδότηση μέσω του NGEU (σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ), η αυξανόμενη ζήτηση και η ανάκαμψη στον τουρισμό.
Αναλυτικότερα, η ομιλία του κ. Στουρνάρα έχει ως εξής:
Ζούμε σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο και διασυνδεδεμένο οικονομικό περιβάλλον, όπου η πραγματοποίηση ακραίων κινδύνων που έχουν χαμηλή πιθανότητα εμφάνισης (tail risks) έχουν αυξηθεί σημαντικά. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πριν από λίγες εβδομάδες, ήταν το δεύτερο τέτοιο γεγονός τα τελευταία δύο χρόνια, με το πρώτο να είναι η πανδημία. Αυτή η «τέλεια καταιγίδα» ήρθε σε μια περίοδο όπου οι προκλήσεις εξακολουθούν να είναι σημαντικές και τόσο η ελληνική όσο και η ευρωπαϊκή οικονομία καθώς και ο χρηματοπιστωτικός τους τομέας ανακάμπτουν από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Δημιουργεί στασιμοπληθωριστικές τάσεις και διλήμματα νομισματικής πολιτικής για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και δημοσιονομικά, ενεργειακά και αμυντικά διλήμματα για την ευρωζώνη και τις εθνικές κυβερνήσεις. Δεν θα αναφερθώ στα ζητήματα αυτά στην ομιλία μου καθώς μπορούμε να αναλύσουμε ορισμένα από αυτά κατά τη διάρκεια της συζήτησης που θα ακολουθήσει. Θα επικεντρωθώ στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Πιο συγκεκριμένα:
Ξεκινώντας με τον αντίκτυπο της πανδημίας στους δείκτες ποιότητας του ενεργητικού· Μέχρι στιγμής, η ροή των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) έχει περιοριστεί, καθώς τα μέτρα στήριξης που έλαβαν οι δημοσιονομικές, νομισματικές και εποπτικές αρχές απέτρεψαν τις αθετήσεις πληρωμών από επιχειρήσεις και νοικοκυριά και στήριξαν τον ισολογισμό και την κερδοφορία του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, η συμπεριφορά των οφειλετών μετά την πλήρη κατάργηση των μέτρων κρατικής στήριξης, θα είναι κρίσιμη για την ποιότητα του ενεργητικού των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού -και ιδιαίτερα των τιμών της ενέργειας-, η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος και τα ακόμη αδύναμα εταιρικά χρηματοοικονομικά μεγέθη, θα ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στους ευάλωτους οφειλέτες και κατά συνέπεια στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Οι ακόμη πολύ αβέβαιες συνέπειες για τον τραπεζικό τομέα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, την αύξηση του κόστους ενέργειας και την αναταραχή σε διάφορες αλυσίδες εφοδιασμού, δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί.
Επιτρέψτε μου να κάνω μερικές επιπλέον παρατηρήσεις σχετικά με την εγχώρια αγορά. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, έχει σημειωθεί πολύ σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση των ΜΕΔ. Με τα στοιχεία του τέλους Δεκεμβρίου 2021, ο δείκτης ΜΕΔ έχει πέσει στο 13%, το χαμηλότερο ποσοστό που έχει παρατηρηθεί εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Υπενθυμίζουμε ότι στην κορύφωση της κρίσης, ο δείκτης ΜΕΔ έφτασε το 45% και έκτοτε η μείωση του αποθέματος των προβληματικών δανείων ήταν πάνω από 80%. Φυσικά, απαιτείται περαιτέρω προσπάθεια προκειμένου οι ελληνικές τράπεζες να φτάσουν τον μέσο όρο της ΕΕ. (2,1%) εν μέσω του προαναφερθέντος δύσκολου οικονομικού περιβάλλοντος
Ταυτόχρονα, είναι υψίστης σημασίας να δούμε ουσιαστική πρόοδο όσον αφορά την επίλυση του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα. Τα ΜΕΔ έχουν μεταφερθεί εκτός του ισολογισμού των τραπεζών, αλλά η δανειακή υποχρέωση εξακολουθεί να υπάρχει. Σήμερα, το ύψος του ιδιωτικού χρέους που διαχειρίζονται οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων είναι άνω των 120 δισ. ευρώ. Στόχος τους θα πρέπει να είναι:
α) Για τους «μη βιώσιμους πελάτες», να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά το αδρανές ενέχυρο, το οποίο θα πρέπει να επανέλθει στην οικονομία και να γίνει ξανά παραγωγικό, και
β) Για τους «βιώσιμους πελάτες», να προσφέρουν μια αποτελεσματική λύση αναδιάρθρωσης που θα διασφαλίζει υγιή χρηματοοικονομικά μεγέθη και θα διευκολύνει την επανένταξή τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι συνθήκες που επικρατούν μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία είναι μια άλλη πρόκληση, που θα μπορούσε μεταξύ άλλων να εκθέσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε κινδύνους αγοράς. Εάν αυτές οι συνθήκες επιμείνουν, θα μπορούσαν επίσης να εμποδίσουν τις ενέργειες που σχεδιάζουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την περαιτέρω ενίσχυση των κεφαλαιακών τους δεικτών και την επίτευξη των στόχων τους για το MREL (Ελάχιστες Απαιτούμενες Επιλέξιμες Υποχρεώσεις). Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, καθώς κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τις ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές τα τελευταία χρόνια και να εκδώσουν κοινές μετοχές και άλλα κεφαλαιακά μέσα. Ως εκδότες μη επενδυτικής βαθμίδας, έχουν λάβει και λαμβάνουν μια σειρά από μέτρα αύξησης κεφαλαίου που τους επέτρεψαν να εφαρμόσουν τις έως σήμερα στρατηγικές μείωσης των ΜΕΔ καθώς και να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές προκλήσεις, όπως ο αντίκτυπος από την πλήρη επίπτωση από την υιοθέτηση του Διεθνούς Προτύπου Χρημ/κης Πληροφόρησης 9. Οι προγραμματισμένες κεφαλαιακές δράσεις θα βελτιώσουν επίσης τη δομή του κεφαλαίου των τραπεζών και θα μειώσουν το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET 1).
Ένας άλλος τομέας ανησυχίας είναι η βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου πολλών ευρωπαϊκών τραπεζών, εν μέσω του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων. Παρατηρήσαμε ότι υπήρξε ανάκαμψη στην κερδοφορία των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ, αλλά ένα μέρος της οφείλεται στη διευκολυντική νομισματική πολιτική, στην επιδότηση στα έσοδα από τα TLTROs και σε έκτακτα, αλλά μη μόνιμα, κέρδη. Ταυτόχρονα, οι ανελαστικές δομές κόστους, η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, η ικανότητα ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών και της καινοτομίας, η περιορισμένη ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων και ο ανταγωνισμός εκτός του τραπεζικού συστήματος, αποτελούν μακροχρόνιες διαρθρωτικές ευπάθειες και προκλήσεις αναφορικά με τη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών.
Τέλος, πρόσφατα εμφανίστηκαν νέοι κίνδυνοι και προκλήσεις οι οποίες απέκτησαν αυξανόμενη σημασία, όπως ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής, οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και οι αυξημένοι κίνδυνοι που προέρχονται από το μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ενισχύσει όλα αυτά τα διαφαινόμενα τρωτά σημεία και έχει περιπλέξει την κατάσταση. Αναπόφευκτα, οι προοπτικές για την οικονομία και τον χρηματοπιστωτικό τομέα επηρεάζονται από αβεβαιότητες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι παράγοντες της αγοράς μπορεί να χρειαστεί να περιηγηθούν σε θυελλώδη και αχαρτογράφητα ύδατα τους επόμενους μήνες.
Ωστόσο, και όντας αισιόδοξος χαρακτήρας εκ φύσεως, θα ήθελα να σας δώσω έναν πιο θετικό τόνο για τη «Μεγάλη Εικόνα» για τον Χρηματοοικονομικό Τομέα στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Πρώτα και κύρια, πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα βγει πιο δυνατή από την πρόσφατη γεωπολιτική κρίση. Το επίπεδο συντονισμού που επιτεύχθηκε στη δημόσια υγεία και τη δημοσιονομική πολιτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και η συμπληρωματικότητα μεταξύ δημοσιονομικής, νομισματικής και εποπτικής πολιτικής, ήταν άνευ προηγουμένου. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί σχετικά με την κοινή στάση που επιτεύχθηκε σχετικά με την Ουκρανία. Φαίνεται ότι τα επόμενα χρόνια είναι πιο πιθανό να δούμε σημαντικά βήματα προς την περαιτέρω ολοκλήρωση σε κρίσιμους τομείς, όπως η άμυνα, η ενέργεια και η δημοσιονομική πολιτική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα ξοδεύει για την υπεράσπιση των συνόρων της, που είναι και ευρωπαϊκά σύνορα, πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αναμένω επίσης περαιτέρω πρόοδο στην ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, ιδιαίτερα στο κομμάτι που αφορά στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων. Το τελευταίο θα έχει θετικό αντίκτυπο στο τραπεζικό σύστημα στη ζώνη του ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών τραπεζών. Μεταξύ άλλων, θα διευκολύνει τη διασυνοριακή ενοποίηση των τραπεζών. Επίσης, οι πρωτοβουλίες για την ενοποίηση του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων στη ζώνη του ευρώ και τον περιορισμό του «ring-fencing» αναμένεται να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα και να ενισχύσουν την κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών. Συνήθως, σε τέτοια ζητήματα, παρατηρείται στην ευρωζώνη διαφορά απόψεων μεταξύ του «Βορρά» και του «Νότου»: Ο «Βορράς» θέλει πρώτα να ληφθούν μέτρα μείωσης των κινδύνων πριν από τα μέτρα επιμερισμού των κινδύνων. Ο «Νότος» θέλει το αντίθετο. Γιατί όμως να μην τα επιδιώξουμε ταυτοχρόνως; Γιατί πρέπει να συμπεριφερόμαστε ως εάν να έχουμε να επιλύσουμε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος και όχι ένα συνεργατικό παίγνιο, όπου όλοι μπορούν να βγουν κερδισμένοι; Ας υιοθετήσουμε την εμπειρία που αποκτήσαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε όλα τα ανοιχτά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε στην ευρωζώνη!
Επιπλέον, αφήνοντας κατά μέρος τον αντίκτυπο από την τρέχουσα αναταραχή, υπάρχουν ισχυροί ούριοι άνεμοι για την ελληνική οικονομία. Το 2021, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3%, λόγω των ισχυρών ρυθμών αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου και της ανάκαμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας είναι ευνοϊκές με την αύξηση της απασχόλησης να επιταχύνεται και την ανεργία να μειώνεται.
Προσβλέποντας στο μέλλον, η χρηματοδότηση μέσω του NGEU, η αυξανόμενη ζήτηση και η ανάκαμψη στον τουρισμό αναμένεται να είναι οι τρεις κύριοι μοχλοί της ανάκαμψης. Για το NGEU συγκεκριμένα:
- Η Ελλάδα δικαιούται να λάβει περισσότερα από 70 δισ. ευρώ κοινοτικών κονδυλίων τα επόμενα επτά χρόνια. Περίπου τα μισά από αυτά τα κεφάλαια (30,9 δισ. ευρώ) σχετίζονται με το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ (NGEU). Τα υπόλοιπα είναι διαρθρωτικά κεφάλαια από τον προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027.
- Τα κεφάλαια του NGEU στοχεύουν σε έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας που ενισχύουν την ανάπτυξη στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και των ιδιωτικών επενδύσεων.
- Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΤτΕ, η πλήρης εκτέλεση του Σχεδίου Ανάκαμψης της ΕΕ θα συμβάλει σε σημαντική αύξηση κατά 7% του πραγματικού ΑΕΠ έως το 2026, κυρίως λόγω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Παράλληλα, θα συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης, των ιδιωτικών επενδύσεων, των εξαγωγών και των φορολογικών εσόδων.
- Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το NGEU θα επιφέρει μόνιμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και της παραγωγικότητας (σε διάστημα δέκα ετών).
- Θα δημιουργήσει επίσης σημαντικές ευκαιρίες για την πιστωτική επέκταση των ελληνικών τραπεζών.
Τέλος, εάν οι προσπάθειες για την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου αποδειχθούν επιτυχείς μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες, αυτό θα είναι εξαιρετικά επωφελές και για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα.
Συμπερασματικά, ο δρόμος μπροστά δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα καθώς τα σημάδια από την πανδημία είναι ακόμα ορατά, ενώ νέες και απρόβλεπτες προκλήσεις είναι κάτι παραπάνω από διαφαινόμενες. Οι συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία αποτελούν ένα σημαντικό αρνητικό σοκ από την πλευρά της προσφοράς, το οποίο αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή και να αυξήσει περαιτέρω τις τιμές της ενέργειας. Επιπλέον, μια πιθανή περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης εγκυμονεί σημαντικούς δυσμενείς κινδύνους για τις προοπτικές της οικονομίας.
Τα επόμενα χρόνια, ο τραπεζικός τομέας μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην επιδίωξη της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και της μετάβασης προς μια πράσινη οικονομία, δημιουργώντας αξία για το περιβάλλον και την κοινωνία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr