Επιπλέον, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε, μεταξύ άλλων:
Η τεχνογνωσία που έχουν αποκτήσει οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε συνδυασμό με την αποτελεσματική εποπτεία εντός του πλαισίου “Φερεγγυότητα ΙΙ” τους δίνουν τη δυνατότητα να αναλάβουν ουσιαστικό αναπτυξιακό ρόλο. Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, έναντι συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων 1,9 δισ. ευρώ που προβλέπεται με βάση το θεσμικό πλαίσιο Solvency II (Φερεγγυότητα ΙΙ), διαθέτουν συνολικά εποπτικά ίδια κεφάλαια 3,6 δισ. ευρώ. Δηλαδή, διαθέτουν συνολικά 1,7 δισ. ευρώ, ήτοι 85%, περισσότερα κεφάλαια από τα αναγκαία για να θεωρούνται φερέγγυες, ενώ επίσης όλες οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις καλύπτουν με επάρκεια την προβλεπόμενη στο θεσμικό πλαίσιο ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση (MCR) και κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας (SCR).
Ο εγχώριος ασφαλιστικός κλάδος φαίνεται να έχει ανταπεξέλθει ικανοποιητικά στις επιπτώσεις της πανδημίας. Η διατήρηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, ο επαναπροσδιορισμός των ασφαλιστικών προϊόντων, η αναζήτηση εναλλακτικών δικτύων διανομής και η τεχνολογική αναβάθμιση της λειτουργίας του βοήθησαν τον κλάδο να διατηρήσει τη χρηματοοικονομική του κατάσταση σε ικανοποιητικό επίπεδο. Οι ασφαλιστικές εταιρίες ήδη προ της πανδημίας είχαν αρχίσει να ενσωματώνουν την καινοτομία ως στρατηγική ανάπτυξης. Η πανδημία όμως, ανέδειξε το ρόλο της ψηφιακής τεχνολογίας ως εργαλείο επιχειρησιακής συνέχειας. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να επενδύουν στην ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητά τους και να αναπτύξουν ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης κινδύνων που σχετίζονται με την ασφάλεια των συστημάτων και των προσωπικών δεδομένων.
Συνθήκες αβεβαιότητας
Η ανάγκη κάλυψης έναντι διαφορετικών κινδύνων, όπως κινδύνων στον κυβερνοχώρο και αυτών που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, αλλά και έναντι των επιπτώσεων της πανδημίας, αυξάνει τη ζήτηση νέων ασφαλιστικών προϊόντων. Ωστόσο, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φαίνεται ότι μετριάζει τις ανοδικές προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί για τη φετινή χρονιά. Είναι σαφές ότι υπό το πρίσμα των διαρκώς μεταβαλλόμενων δεδομένων στην εγχώρια και τη διεθνή οικονομία, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις καλούνται να παρακολουθούν και να αξιολογούν τη φερεγγυότητά τους σε συνεχή και προοπτική βάση.
Ταυτόχρονα, η εκτίναξη της οικονομικής αβεβαιότητας καθιστά αβέβαιες τις εκτιμήσεις για την κερδοφορία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τις αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων τους. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις εκτίθενται σε κινδύνους μακροπρόθεσμα τόσο μέσω της ανάληψης ασφαλιστικών κινδύνων όσο και μέσω των επενδύσεών τους. Είναι επομένως αδήριτη ανάγκη όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να επανεξετάσουν τα επιχειρηματικά μοντέλα τους λαμβάνοντας υπόψη τις όποιες επιπτώσεις προκύψουν από τη γεωπολιτική κρίση, τις επιδράσεις μιας μεταβολής των χρηματοπιστωτικών παραμέτρων στην κερδοφορία τους, καθώς και τις προκλήσεις που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή.
Προοπτικές και προκλήσεις
Η υποχώρηση του ΑΕΠ κατά το α’ τρίμηνο του 2021 ήταν μεγαλύτερη του μέσου όρου που παρατηρήθηκε στην ευρωζώνη. Όμως, με τη σταδιακή άρση των μέτρων περιορισμού και την επέκταση του εμβολιαστικού προγράμματος, η οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε ταχύτατα, με αποτέλεσμα κατά τα επόμενα τρίμηνα η ελληνική οικονομία να συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων της ζώνης του ευρώ με την ταχύτερη ανάκαμψη. Η αύξηση του ΑΕΠ ήταν τελικά 8,3% το 2021, εξέλιξη που στηρίχτηκε στη ζήτηση που έχει συσσωρευθεί λόγω της αναβολής δαπανών κατά την πανδημία, στις επενδύσεις, στην έναρξη υλοποίησης των έργων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, και στη δυναμική ανάκαμψη των τουριστικών εσόδων και των εξαγωγών αγαθών.
Λίγο πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης προβλεπόταν για το 2022 στο 5%. Οι παράγοντες που δικαιολογούν τέτοιες προσδοκίες είναι οι εξής:
Πρώτον, η καταναλωτική δαπάνη αναμένεται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται τα δύο επόμενα έτη, με ηπιότερους όμως ρυθμούς, παράλληλα με την αύξηση της απασχόλησης.
Δεύτερον, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς τα δύο επόμενα έτη. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι έως το 2029 η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 32 δισεκ. ευρώ από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU, ενώ παράλληλα αναμένεται και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Μέχρι το 2026, το αναπτυξιακό αποτύπωμα του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ, σύμφωνα με τα υποδείγματα της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι περίπου 7% σε όρους συνολικής αύξησης του επιπέδου του πραγματικού ΑΕΠ ενώ ενισχύει τις επενδύσεις πάνω από 22% καθώς και την απασχόληση δημιουργώντας γύρω στις 200.000 θέσεις εργασίας. Και τα φορολογικά έσοδα επίσης θα αυξηθούν γύρω στις 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Σημειώνεται επίσης ότι, μεσοπρόθεσμα, η προοπτική υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης αποδίδεται όχι μόνο στις αναμενόμενες επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά, ακόμα περισσότερο, στην αύξηση της παραγωγικότητας που θα προκληθεί από τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0».
Τρίτον, η αυξημένη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να συμβάλει στη χρηματοδότηση αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.
Η πρόβλεψη για την πορεία της οικονομίας υπόκειται όμως σε σημαντικές αβεβαιότητες και κινδύνους που σχετίζονται με την εξέλιξη της ουκρανικής κρίσης και τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία και στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, την επιτάχυνση του πληθωρισμού και την αντίδραση της οικονομικής πολιτικής σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας για την πορεία της οικονομίας. Όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, οι προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι σημαντικές, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η πλήρης επίπτωση της πανδημίας στα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών εκτιμάται ότι θα εκδηλωθεί με κάποια υστέρηση, δηλαδή μετά την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας και ελάφρυνσης των δανειοληπτών. Απαιτείται λοιπόν συνεχής επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση εκ μέρους των τραπεζών, με στόχο την περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ, την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, κατεύθυνση στην οποία ήδη έχουν αρχίσει να κινούνται οι τράπεζες, και την αξιοποίηση της αυξημένης ρευστότητας που διαθέτουν για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί μία σοβαρή διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς, η οποία επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή και αυξάνει ιδιαίτερα τις τιμές της ενέργειας οι οποίες είναι πιθανόν να αυξηθούν ακόμη περισσότερο στο μέλλον. Η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές εισαγομένων θα μπορούσε να περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη δυναμική της ανάπτυξης. Για τα νοικοκυριά, ο πληθωρισμός είναι διπλά αρνητικός, διότι μειώνει το πραγματικό τους εισόδημα αλλά και τις πραγματικές αποδόσεις των καταθέσεών τους. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αλλά και στη ζώνη του ευρώ συνολικά ενισχύθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα κυρίως της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας. Η ουκρανική κρίση και η επίλυσή της είναι πιθανόν να καθυστερήσουν την υποχώρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα συμβατά με το στόχο της σταθερότητας των τιμών. Βραχυπρόθεσμα, οι επιπτώσεις της κρίσης αυτής λειτουργούν προς την κατεύθυνση του στασιμοπληθωρισμού, αλλά μεσοπρόθεσμα οδηγούν σε αποπληθωρισμό, σε συνάρτηση βεβαίως με την αποκλιμάκωση της αβεβαιότητας. Επί του παρόντος, δεν γνωρίζουμε πότε και πώς θα επιλυθεί η ουκρανική κρίση, επομένως πρέπει να τηρήσουμε μια προσεκτική στάση καθώς είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπός της. Η ένταση της νέας σοβαρής διαταραχής θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την απάντηση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία δεν έχει ακόμη καθοριστεί.
Ως μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, δεν μπορώ να πω περισσότερα για τη νομισματική πολιτική σήμερα, διότι έχουμε συνάντηση τις επόμενες δύο μέρες στην Φρανκφούρτη και ισχύει ο κανονισμός της λεγόμενης ‘περιόδου σιωπής’ (‘quiet period’) για τα μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ.
Βιωσιμότητα
Μεσοπρόθεσμα, για να μπορέσει η οικονομία να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις και να επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, εν μέρει ως κληρονομιά της κρίσης χρέους, ώστε να επιτευχθεί η μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο εξωστρεφούς οικονομικής δραστηριότητας, με την επίτευξη υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών για την επόμενη δεκαετία, απαιτείται αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, αλλά και ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Για την αντιμετώπιση της πανδημίας τα τελευταία δυο χρόνια χρειάστηκε ένα μεγάλο δημοσιονομικό πακέτο στήριξης της οικονομίας με αποτέλεσμα την δημιουργία υψηλών πρωτογενών ελλειμμάτων. H διόγκωση του χρέους λόγω της πανδημίας και ο επιπλέον δανεισμός για τη χρηματοδότηση των υψηλών ελλειμμάτων περιορίζουν σημαντικά τα περιθώρια για δημοσιονομική χαλάρωση την επόμενη περίοδο.
Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, μέσω της χάραξης αξιόπιστης μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Για να επιτευχθεί όμως αυτό χρειάζεται διαφύλαξη της αξιοπιστίας της μεταρρυθμιστής προσπάθειας καθώς και ταχύτερη του αναμενόμενου εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών.
Μελλοντικά οι οικονομίες προβλέπεται να αντιμετωπίσουν περισσότερες κρίσεις απ’ ό,τι στο παρελθόν (π.χ. κλιματική κρίση, μεταναστευτικές ροές, υγειονομικές κρίσεις, γήρανση του πληθυσμού, ενεργειακή μετάβαση, γεωπολιτικές εντάσεις). Ως εκ τούτου, οι οικονομίες πρέπει να γίνουν πιο ανθεκτικές σε αρνητικές διαταραχές, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις χρέους και περαιτέρω επιβάρυνση των επόμενων γενεών. Γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει οι κρατικοί προϋπολογισμοί να ισοσκελίζονται διαχρονικά, μέσω όμως μιας δημοσιονομικής προσαρμογής περισσότερο αντικυκλικής απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, ακόμη και μετά το τέλος της περιόδου αυξημένης εποπτείας από τους πιστωτές. Οι επενδύσεις και η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης αποτελούν καταλυτικό παράγοντα καθώς έχει αποδειχθεί ότι είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ενίσχυσης της βιωσιμότητας του χρέους.
Ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης
Η ιδιωτική ασφάλιση παγκοσμίως διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό ρόλο. Μέσω των διαθέσιμων ασφαλιστικών προϊόντων, οι ασφαλισμένοι έχουν τη δυνατότητα να απορροφούν, σε σημαντικό βαθμό, τις επιπτώσεις από τυχόν δυσμενή γεγονότα.
Θεωρώ ότι σήμερα και υπό τα υφιστάμενα δεδομένα με τις κατάλληλες ενέργειες μπορεί να καταστεί πιο ουσιαστικός ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης εντός του ευρύτερου κοινωνικού συστήματος προστασίας των πολιτών. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ήδη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο μέσω των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων που διαθέτουν. Ο ρόλος αυτός αναμένεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο με την εισαγωγή του θεσμού των Παν-Ευρωπαϊκών Προσωπικών Συνταξιοδοτικών Προϊόντων.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο η Πολιτεία να αναγνωρίσει ότι ο ιδιωτικοοικονομικός χαρακτήρας του ασφαλιστικού κλάδου όχι μόνο δεν αντίκειται στο κοινωνικό όφελος, αλλά και μπορεί να έχει σημαντική συμβολή στη δημιουργία πλούτου για την οικονομία. Και αυτό, μέσω της μείωσης των κινδύνων για τους ασφαλισμένους, αλλά και μέσω της αξιοποίησης κεφαλαίων για την πραγματοποίηση μακροχρόνιων παραγωγικών επενδύσεων. Για τους λόγους αυτούς είναι ευπρόσδεκτη η θέσπιση κινήτρων που θα διευκόλυναν την αύξηση του μέχρι σήμερα χαμηλού ποσοστού ασφαλιστικής διείσδυσης που χαρακτηρίζει την Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Μία τέτοια εξέλιξη θα ελάφρυνε το κόστος των ζημιών, ιδίως σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, τόσο για τους πληγέντες ασφαλισμένους όσο και για τον κρατικό προϋπολογισμό, και θα ελευθέρωνε πόρους που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων. Είναι προφανές λοιπόν ότι υπάρχει σημαντικό πεδίο συνεργασίας μεταξύ του κράτους και του τομέα ιδιωτικής ασφάλισης μέσω για παράδειγμα συμπράξεων τύπου ΣΔΙΤ. Εξυπακούεται, ωστόσο, ότι η σύμπραξη αυτή και τα όποια απαραίτητα κίνητρα θεσπιστούν θα πρέπει να ενταχθούν σε ένα μακρόπνοο πλαίσιο πολιτικής. Επίσης, είναι απαραίτητο οι όροι αυτής της συνεργασίας να είναι σαφείς σε όλους τους συμμετέχοντες και διαφανείς για τα μέλη και τους δικαιούχους, και του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Κανένα περιθώριο εφησυχασμού
Τέλος, αναδεικνύεται ιδιαιτέρως κρίσιμη η συνδρομή του τομέα ιδιωτικής ασφάλισης στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, λειτουργώντας είτε ως μηχανισμός προσαρμογής, μέσω της απορρόφησης ζημιών από τη διάθεση κατάλληλων ασφαλιστικών προγραμμάτων, είτε ως μηχανισμός μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, μέσω της κατάλληλης επιλογής των επενδύσεων προς δραστηριότητες που στηρίζουν τους κλιματικούς στόχους. Σε ένα σύστημα σύμφωνο με τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, η αναδοχή ασφαλιστικών κινδύνων (underwriting) και οι επενδυτικές πρακτικές των επιχειρήσεων θα μειώσουν την έκθεση στον κλιματικό κίνδυνο, αυξάνοντας παράλληλα την ανθεκτικότητα.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι η εισβολή στην Ουκρανία πέρα από την παγκόσμια ανησυχία για την τεράστια ανθρωπιστική κρίση, προκαλεί υψηλή αβεβαιότητα για το μέλλον αναφορικά με τις οικονομικές επιπτώσεις που συνεπάγεται. Καθώς όμως τα γεγονότα εξακολουθούν να εξελίσσονται, η όποια εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων περιβάλλεται από σημαντική αβεβαιότητα. Η οικονομική δραστηριότητα ενδέχεται να εξασθενήσει και ο πληθωρισμός να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο διάστημα με αντίκτυπό που αδιαμφισβήτητα θα επηρεάσει την ασφαλιστική αγορά. Η αυξημένη αβεβαιότητα των επενδυτών για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, του πληθωρισμού και των επιτοκίων, και καθώς οι αποτιμήσεις προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα, ενισχύει τον κίνδυνο διαταραχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να ευχηθώ όσο το δυνατόν ταχύτερη επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία, με τρόπο που σέβεται το Διεθνές Δίκαιο, τις αρχές και τις αξίες της Δημοκρατίας, και ιδιαίτερα την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως εποπτική αρχή του τομέα ιδιωτικής ασφάλισης, αξιολογεί συνεχώς τις επιπτώσεις όχι μόνο των υφιστάμενων, αλλά και των ενδεχόμενων κινδύνων στο ενεργητικό και στο παθητικό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και την ανταπόκριση των ασφαλιστικών τους προϊόντων στις ανάγκες των καταναλωτών και τον τρόπο διάθεσης των προϊόντων αυτών. Θα ήθελα επίσης να τονίσω ότι καθώς δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι έτοιμη να συνδράμει την Πολιτεία όποτε κληθεί, είτε σε επίπεδο συμβουλευτικής είτε στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr