Ο κεντρικός τραπεζίτης ανέφερε πως το χρέος ιδιωτών και επιχειρήσεων παραμένει, δεν εξαφανίζεται μέσω της μεταφοράς τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών στις Εταιρείες Διαχείρισης. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να μπορέσουν οι Εταιρείες Διαχείρισης να διαχειριστούν όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται το απόθεμα των ΜΕΔ που έχουν αναλάβει. Αυτό προϋποθέτει πλήρη αξιοποίηση του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών και των λοιπών διατάξεων του πρόσφατου νόμου περί Ρύθμισης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας, την λειτουργία του φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης του νόμου 4738/2020, αλλά και προσπάθεια επιτάχυνσης τη απονομής δικαιοσύνης όπου εκκρεμούν σχετικές διαδικασίες ή αποφάσεις.
Είναι σημαντικό, υπογράμμισε ο επικεφαλής της ΤτΕ, οι Εταιρείες Διαχείρισης να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις ρύθμισης σε πιστούχους, ή σε πιο αποτελεσματική διαχείριση του ενεχύρου -όπου αυτό είναι απαραίτητο- ώστε να διευκολυνθούν οι πιστούχοι αυτοί να επανέλθουν στην παραγωγική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε, έως τώρα, καμία από τις εταιρίες διαχείρισης δεν έχει κάνει αίτημα για λήψης άδειας –κατά τα προβλεπόμενα στο Ν. 4354/2015- που θα επιτρέπει την αναχρηματοδότηση επιχειρήσεων.
Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, σε αρκετές περιπτώσεις βιώσιμων επιχειρήσεων, η παροχή ρευστότητας στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης οφειλών είναι απαραίτητη.
«Μας προβληματίζει επίσης το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό καταγγελιών από ιδιώτες και επιχειρήσεις αναφορικά με τις πρακτικές που εφαρμόζουν οι Εταιρείες Διαχείρισης. Τα θέματα διαφάνειας των διαδικασιών και των όρων των συναλλαγών (conduct of business) είναι μία περιοχή την οποία λαμβάνουμε σοβαρά και αξιολογούμε στο πλαίσιο των εποπτικών μας δραστηριοτήτων. Η ουσιαστική τήρηση του πρόσφατα αναθεωρημένου Κώδικα Δεοντολογίας που έχει θεσμοθετήσει η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί υποχρεωτικό θεσμικό πλαίσιο τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τους servicers. Η διαχείριση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων πρέπει να γίνεται με πλήρη σεβασμό προς το δανειολήπτη και με βάση τις βέλτιστες πρακτικές όπως προβλέπονται στο Κώδικα Δεοντολογίας», υπογράμμισε.
Η ελληνική οικονομία
Αναφερόμενος στην πορεία της οικονομίας, τόνισε ότι τα μέτρα στήριξης που έλαβαν τόσο οι δημοσιονομικές όσο και οι νομισματικές αρχές άμβλυναν σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις στην οικονομία από την πανδημία, προστατεύοντας στο μέτρο του δυνατού τα εισοδήματα και τις θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία.
Το 2021 η ελληνική οικονομία ανακάμπτει πολύ ταχύτερα από ότι αναμενόταν χάρη στην επέκταση του εμβολιαστικού προγράμματος και την σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19.
Σχολιάζοντας τον πληθωρισμό, σημείωσε ότι η σημαντική αύξηση του ρυθμού του πληθωρισμού εκτιμάται ότι είναι εν πολλοίς παροδική, με τη μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή να προβλέπεται να παραμείνει σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα για το σύνολο του τρέχοντος έτους στην Ελλάδα. Συνεπώς, τουλάχιστον σε βραχυχρόνιο διάστημα, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται πως θα παραμείνει σημαντικά χαμηλότερος του στόχου του ευρωσυστήματος, δηλαδή του 2%.
Για το 2021 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί πάνω από 7%, αρκετά υψηλότερα δηλαδή σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Σε αυτό συνηγορούν το βελτιωμένο οικονομικό κλίμα, η αποδέσμευση της μη ικανοποιηθείσας ζήτησης, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αλλά και η ιδιαίτερα ενθαρρυντική πορεία των επενδύσεων και των εξαγωγών. Χαρακτηριστικά, οι εισπράξεις από τον τουρισμό φαίνεται φέτος να ξεπερνούν σημαντικά τις προσδοκίες ενώ και οι εξαγωγές αγαθών (όπως είδη διατροφής, προϊόντα διυλιστηρίου και φάρμακα) φάνηκαν ιδιαίτερα ανθεκτικές καθ΄ όλη τη διάρκεια της πανδημίας έως και σήμερα. Βέβαια, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα που σχετίζεται με την εξέλιξη της πανδημίας και την απροθυμία εμβολιασμού μερίδας πολιτών ενώ υπάρχουν πληθωριστικές πιέσεις στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και στην ενέργεια.
Οπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, τα επόμενα έτη αναμένονται ρυθμοί μεγαλύτεροι από το δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης δεδομένου του μεγάλου παραγωγικού κενού που χαρακτηρίζει σήμερα την οικονομία καθώς και λόγω του γεγονότος πως η ελληνική οικονομία ανακάμπτει από μια δεκαετία που σημειώθηκε σημαντική απώλεια στο επίπεδο του ΑΕΠ.
Οι παράγοντες που δικαιολογούν τέτοιες προσδοκίες είναι οι εξής:
Πρώτον, ο ρυθμός αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα τα τελευταία τρίμηνα είναι ασυνήθιστα υψηλός (περίπου 16% του ΑΕΠ από περίπου 6% του ΑΕΠ το 2029), σε μεγάλο βαθμό λόγω των μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων λόγω πανδημίας. Οι υψηλές αποταμιεύσεις αντανακλώνται στην αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατά 29,6 δισεκ. ευρώ - δηλαδή 18% του ΑΕΠ- από τον Μάρτιο του 2020. Η σταδιακή αποκλιμάκωση του υψηλού ρυθμού αποταμίευσης θα ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση και ιδιαίτερα την ιδιωτική κατανάλωση.
Δεύτερον, η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 30,5 δισεκ. ευρώ για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε τομείς όπως η πράσινη οικονομία και ο ψηφιακός μετασχηματισμός.
Τρίτον, η αυξημένη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να συμβάλει στη χρηματοδότηση αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται επίσης ότι, μεσοπρόθεσμα, η προοπτική υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης αποδίδεται όχι μόνο στις αναμενόμενες επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά, ακόμα περισσότερο, στην αύξηση της παραγωγικότητας που θα προκληθεί από τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0».
Μεσοπρόθεσμα, με την έξοδο από την πανδημία, θα αποκατασταθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και θα επιστρέψει ο προϋπολογισμός σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό, μαζί με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα διασφαλίσει τη σταδιακή αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, που αυξήθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα των μέτρων στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υπογράμμισε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr