Μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου, υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στη δεκαετία, άνω του 3% κατά μέσο όρο, μπορούν να επιτευχθούν μόνο με αύξηση της παραγωγικότητας και περαιτέρω προσέλκυση παραγωγικών συντελεστών, εξέλιξη που προϋποθέτει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές και το δημόσιο τομέα.
Παράλληλα, όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ, η έντονη άνοδος του εγχώριου προϊόντος στο τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου προήλθε κυρίως από τη διεύρυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+13,2%). Έπονται σε συμβολή οι περισσότερες εξαγωγές (+22,6%), τόσο σε αγαθά (+17,1%), όσο και σε υπηρεσίες (+28,8%). Ωστόσο το εξωτερικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε, καθώς οι εισαγωγές διευρύνθηκαν περισσότερο (+22,5%), πρωτίστως σε αγαθά (+19,7%). Η έντονη άνοδος των επενδύσεων (+37,1%) ήταν μικρότερη σε απόλυτους όρους αυτών στην κατανάλωση των νοικοκυριών και στις εξαγωγές, ενώ προήλθε κατά το 70% από διεύρυνση αποθεμάτων. Η νέα επέκταση της δημόσιας κατανάλωσης (+6,1%) είχε τη μικρότερη συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ.
Οι εξελίξεις σχετικά με την πανδημία, ο βαθμός και η ποιότητα αξιοποίησης της αυξημένης ρευστότητας (Ταμείο Ανάκαμψης-τραπεζικές χορηγήσεις), η έκταση των παρεμβάσεων πολιτικής για την ανάσχεση των επιπτώσεων της πανδημίας, η δυναμική του τουρισμού και η τάση στις τιμές της ενέργειας θα είναι οι πλέον καθοριστικοί παράγοντες του ΑΕΠ φέτος και το 2022.
Στο σενάριο μακροοικονομικών εξελίξεων για το 2021, στο οποίο δεν θα σημειωθεί νέα έξαρση της πανδημίας εντός του έτους, η ενίσχυση του τουρισμού είναι ισχυρότερη της αρχικά αναμενόμενης, όπως και η ανάκαμψη της Ευρωζώνης, αλλά και οι πληθωριστικές πιέσεις αυξημένες, η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί αρκετά ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν νωρίτερα φέτος, με ρυθμό 8,0-8,5%.
Στο βασικό σενάριο για το 2022, στο οποίο επίσης δεν αναμένεται νέα έξαρση της πανδημίας, οι πόροι Ταμείου Ανάκαμψης θα αξιοποιηθούν πλήρως και αποτελεσματικά, ο διεθνής τουρισμός θα ενισχυθεί σημαντικά και ο πληθωρισμός θα εξασθενήσει σταδιακά, προβλέπεται η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με ρυθμό στην περιοχή του 4,0%.
Στο εναλλακτικό σενάριο για το 2022, στο οποίο αναμένεται νέα έξαρση της πανδημίας, που θα επενεργήσει ανασχετικά στον τουρισμό, αλλά θα κάμψει και τις αυξήσεις στην ενέργεια, ενώ η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι μη έγκαιρη και αποτελεσματική, η ανάπτυξη θα συγκρατηθεί στην περιοχή του 2,0-2,5%.
Κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, ανέφερε τα ακόλουθα:
• H πανδημία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Οι ανθρώπινες απώλειες καθημερινά είναι υπερβολικά υψηλές για να αγνοηθούν και νέες εξάρσεις του προβλήματος δεν μπορούν να αποκλειστούν.
• Δεύτερον, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το τρέχον έτος είναι ισχυρή με μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ που μπορεί να αναμένεται στην περιοχή 8-8,5%, και σε συνέχεια συρρίκνωσής του κατά 9% το προηγούμενο έτος. Τόσο η φετινή ανάκαμψη όσο και η περυσινή ύφεση είναι από τις ισχυρότερες στην Ευρωζώνη.
• Κατά το επόμενο έτος υπάρχει προοπτική μεγέθυνσης του ΑΕΠ, με ρυθμό που υπολογίζεται στην περιοχή του 4%. Σε περίπτωση όμως που υπάρξει νέα έξαρση του υγειονομικού προβλήματος, που θα επιβραδύνει και την οικονομική ανάκαμψη στο διεθνές περιβάλλον, ή καθυστέρηση και εμπόδια στην ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, η προοπτική μεγέθυνσης θα περιοριστεί προς το 2,5%.
• Σε κάθε περίπτωση, καθώς η αρχική δυναμική της εξόδου από την πανδημία θα γίνεται ασθενέστερη, η προσοχή πρέπει να στρέφεται στις περισσότερο μεσοπρόθεσμες τάσεις της οικονομίας.
• Υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στη δεκαετία, άνω του 3% κατά μέσο όρο, θα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με αύξηση της παραγωγικότητας και περαιτέρω προσέλκυση παραγωγικών συντελεστών, εξέλιξη που θα προϋποθέτει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές και τον δημόσιο τομέα.
• Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι αναγκαία για τη σύγκλιση της οικονομίας μας με τον μέσο όρο της ευρωζώνης και για την τοποθέτησή της σε θετική τροχιά που δεν θα επιτρέπει κρίσεις χρηματοδότησης στο ορατό μέλλον.
• Κρίσιμος ο ρόλος της δημοσιονομικής εξισορρόπησης. Οι πολιτικές στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων ήταν κεντρικός παράγοντας για την άμβλυνση της ύφεσης πέρυσι και ενίσχυσαν την ανάκαμψη φέτος. Θα πρέπει όμως, αναγκαστικά, να αντιστραφούν προς μηδενικό έλλειμμα φέτος και με λελογισμένα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1% στη συνέχεια.
• Η δημοσιονομική εξισορρόπηση είναι σύμφυτη με τη συστηματική ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία και πρέπει να επιτευχθεί με κατάλληλο μείγμα πολιτικών εσόδων και δαπανών, πρωτίστως για το συμφέρον της χώρας και δευτερευόντως λόγω των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων που τελικά θα διαμορφωθούν.
• Η αντιστροφή του αντιπληθωρισμού προς συστηματικά επίπεδα πληθωρισμού στην Ευρώπη το επόμενο διάστημα δεν θα αποτελεί έκπληξη και όσο αυτά παραμένουν χαμηλά, μπορεί να είναι ευνοϊκή συνθήκη για την ευκολότερη διαχείριση συσσωρευμένων δημόσιων και ιδιωτικών χρεών.
• Τόσο όμως οι πιέσεις λόγω υστέρησης της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση και της βλάβης σε παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού όσο και αυτές στις αγορές ενέργειας δημιουργούν προβλήματα με αύξηση του κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
• Σχετικά, μέτρα ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης με αύξηση επενδύσεων και νέου παραγωγικού δυναμικού, όπως και έντασης του ανταγωνισμού στις αγορές, μπορούν και πρέπει να παίξουν κρίσιμο ρόλο όσον αφορά τη διαμόρφωση τιμών εγχωρίως.
• Η μεγέθυνση θα μετριάζεται από την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου, καθότι το έλλειμα ανταγωνιστικότητας παραμένει.
• Με την πανδημία, η οικονομία μας ήταν από αυτές που είχαν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, κυρίως λόγω της κατάρρευσης του εισερχόμενου τουρισμού. Η μείωση των εισαγωγών και η αύξηση των εξαγωγών αγαθών άμβλυναν, μόνο σε έναν βαθμό, το πλήγμα. Πλέον, η ισχυρή άνοδος της κατανάλωσης που συνοδεύει την ανάκαμψη προκαλεί άνοδο των εισαγωγών.
• Συνολικά, κεντρικό σημείο προσοχής δεν μπορεί να είναι άλλο από την πορεία των δίδυμων ελλειμμάτων. Το δημοσιονομικό και το εμπορικό έλλειμα, εξέφρασαν τη βαθιά δεκαετή κρίση και διορθώθηκαν μέσα από μια επώδυνη οικονομική, πολιτική, και κοινωνική διαδικασία, με μείωση εισοδημάτων και ευημερίας. Η διόρθωση τους το συντομότερο, αυτή τη φορά σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης και όχι ύφεσης, είναι αναγκαία.
• Τη θετική πορεία της οικονομίας μπορούν να επηρεάσουν σειρά από σημαντικούς εξωγενείς κινδύνους. Μια παράταση της πανδημίας, με τρόπους που μπορεί να μην αναμένονται. Επιταχυνόμενες αυξήσεις στις τιμές ενέργειας και εισαγόμενων πρώτων υλών. Διαταραχές στις αγορές που θα αυξήσουν το κόστος χρηματοδότησης των σχετικά περισσότερο ευάλωτων οικονομιών, όπως η δική μας.
• Μαζί με τους παραπάνω, που είναι κυρίως εξωγενείς, ένας ακόμη κεντρικός κίνδυνος για την αμέσως επόμενη περίοδο θα είναι αν το ισχυρό τρέχον κύμα ανάκαμψης και ρευστότητας δεν οδηγήσει στη δημιουργία ισχυρών θεμελίων για μεσοπρόθεσμη ισχυρή ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο, δεν θα είχε μόνο μεσοπρόθεσμη αλλά και άμεση επίπτωση μέσω αντιστροφής των θετικών προσδοκιών.
• Για τη σταδιακή αλλά αναγκαία αλλαγή των κινήτρων στην ελληνική οικονομία, είναι λοιπόν κρίσιμη η διαχρονική συνέχεια των νέων μέτρων πολιτικής και η μεταξύ τους συνέπεια. Αν στην πράξη, η νέα ευρωπαϊκή και άλλη χρηματοδότηση απλώς ενδυναμώσει την προηγούμενη δομή, και δεν έρθει σε ρήξη με το σύστημα που συναποτελούν κλειστές αγορές και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας η μεγέθυνση θα είναι πρόσκαιρη.
• Αισιοδοξία για την οικονομία πρέπει να υπάρχει, αλλά ευθέως ανάλογη με τη διάθεση και τη δυνατότητα υποστήριξης δομικών αλλαγών.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr