Σύμφωνα με πληροφορίες , μετά και τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ την περασμένη Τρίτη για ανάπτυξη 16,2% στο δεύτερο τρίμηνο του 2021. οι εκτιμήσεις οργανισμών αλλά και του οικονομικού επιτελείου παραπέμπουν σε αναθεώρηση κατά μια μονάδα προς τα πάνω του ΑΕΠ, που δίνει «χώρο» 1 δισεκ για τη δημοσιονομική κάλυψη των παροχών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος του Σεπτέμβρη το υπουργείο Οικονομικών θα αναθεωρήσει τις πάντα συγκρατημένες του προβλέψεις. Έτσι, η αρχική πρόβλεψη από 3,6% αναμένεται να αλλάξει σε περίπου 4,8%.
Μάλιστα η κίνηση του τουρισμού όπως καταγράφεται από τις αφίξεις και το Σεπτεμβρίου, αλλά κυρίως τις ηλεκτρονικές πληρωμές (που καταγράφουν αυξημένες δαπάνες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο), φέρνει χαμόγελα αισιοδοξίας ότι ο στόχος για 9 δισεκ τουριστικά έσοδα πιθανόν να ξεπεραστεί σπρώχνοντας παράλληλα το ΑΕΠ αλλά και τις προβλέψεις για το ΑΕΠ του 2021 και δίνοντας ώθηση στον υπό κατάρτιση νέο προϋπολογισμό, του 2022.
Στο φόντο αυτό το υπουργείο Οικονομικών κοστολόγησε και εισηγήθηκε δρασεις στήριξης της οικονομίας και ο Πρωθυπουργός θα επιλέξει τι θα ανακοινώσει από την ΔΕΘ για το νέο πακέτο ελαφρύνσεων και παροχών.
Πάντως το καμπανάκι της αγοράς ηχεί δυναμικά.
Με βάση την τελευταία εξαμηνιαία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ βραχυπρόθεσμα οι επιχειρήσεις που έχουν πληγεί δυσανάλογα από τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης (επιχειρήσεις που το προηγούμενο διάστημα είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους με κρατική εντολή) φαίνεται ότι θα χρειαστούν επιπρόσθετη στήριξη για την ενίσχυση της ρευστότητας τους, αλλά και για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων τους, ιδιαίτερα εάν υπό το βάρος των επιδημιολογικών δεδομένων οδηγηθούμε σε περιορισμούς στη δραστηριότητα τους.
Επιπλέον, η αύξηση των τιμών είναι μια πρόδρομη ένδειξη των πληθωριστικών πιέσεων που θα δεχθούν όλες οι οικονομίες. Αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις σε συνδυασμό με τις υφεσιακές τάσεις που μπορεί να προκληθούν από τη συνέχιση της πανδημίας εγκυμονούντον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, φαινόμενο που εκδηλώθηκε από το 1973 και ταλάνισε όλες τις οικονομίες για μία δεκαετία.Επομένως κρίσιμος θα είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των ανατιμήσεων.
Μεσοπρόθεσμα, μεγάλο μέρος μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια ισχυρή τριπλή πρόκληση στη «μετά Covid-19 εποχή» που περιλαμβάνει: i) την ανάγκη προσαρμογής στις υφιστάμενες ψηφιακές προκλήσεις που προκύπτουν από την κλιμάκωση του νέου τεχνολογικού κύματος και την έλευση της λεγόμενης «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης», ii) την αντιμετώπιση ενός διαρκώς επιταχυνόμενου ψηφιοποιούμενου οικονομικού περιβάλλοντος, ως συνέπεια και των επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19, που θα οξύνει το ψηφιακό χάσμα μεταξύ ψηφιακά προηγμένων και λιγότερο ψηφιακά ανεπτυγμένων επιχειρήσεων και iii) την επιβίωση, λειτουργία και ανάπτυξη των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Με βάση αυτά, οι σχετικές ψηφιακές πολιτικές οφείλουν να εμπεριέχουν στοιχεία άμεσης παρέμβασης αλλά και μακροπρόθεσμης προοπτικής ως προς τις αναγκαίες πολιτικές ψηφιακής ανάπτυξης, μετασχηματισμού και οικονομικής επιβίωσης των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην μετά Covid-19 ψηφιακή εποχή.
Κατ’ αντιστοιχία, σημαντική πρόκληση για τις μικρές επιχειρήσεις αποτελεί και η «πράσινη μετάβαση». Η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, πράσινων τεχνολογιών και αειφορικών επιχειρηματικών μοντέλων συνιστά σήμερα κρίσιμη προϋπόθεση για τη ανάπτυξη των επιχειρήσεων καθώς συνδέεται με την ποιότητα των προϊόντων και τον βιώσιμο χαρακτήρα των επιχειρησιακών διαδικασιών που ακολουθούνται. Ωστόσο, η μετάβαση σε πράσινες πρακτικές προϋποθέτει νέες επενδύσεις ως προς την υιοθέτηση νέου εξοπλισμού και συστημάτων, και συνεπώς, κατάλληλες και προσβάσιμες πηγές χρηματοδότησης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι νέες προδιαγραφές που αναδύονται για το πέρασμα σε μια αειφόρο οικονομία προϋποθέτουν στοχευμένα και προσαρμοσμένα εργαλεία χρηματοδότησης και καθοδήγησης για την υποστήριξη των μικρών επιχειρήσεων τονίζει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ..
Γιώργος ΑλεξακηςΔείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr