Οι προσπάθειες δημιουργίας αποθεμάτων παρεμποδίστηκαν από τους βραδύτερους χρόνους παράδοσης προμηθειών και την εκτόξευση των τιμών εισροών στα ύψη. Παρότι οι εταιρείες έκαναν προσπάθειες να μετακυλίσουν την υψηλότερη επιβάρυνση κόστους στους πελάτες, ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων εξακολούθησε να είναι πολύ χαμηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό των τιμών εισροών. Ωστόσο, μέσα στο 2021, οι τιμές καταναλωτή αναμένεται ότι θα αυξηθούν κατά μέσο όρο μόνο 0,3% σε σύγκριση με εκείνες που παρατηρήσαμε το 2020, καθώς οι εταιρείες προσπαθούν να αυξήσουν τις πωλήσεις τους παρά τις σημαντικές αυξήσεις των τιμών από την πλευρά των προμηθευτών.»
Ο κύριος δείκτης υποστηρίχθηκε από την εντονότερη αύξηση της παραγωγής, των νέων παραγγελιών και της απασχόλησης. Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη αυξήθηκε επίσης, λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης από την πλευρά των πελατών και λόγω της άρσης πολλών μέτρων περιορισμού.
Εν τω μεταξύ, οι σημαντικές καθυστερήσεις από την πλευρά των προμηθευτών και οι ελλείψεις πρώτων υλών οδήγησαν στην ταχύτερη αύξηση των τιμών εισροών που έχει παρατηρηθεί στην ιστορία της έρευνας. Οι εταιρείες έκαναν προσπάθειες να μετακυλίσουν υψηλότερο κόστος εισροών στους πελάτες τους, καθώς οι τιμές χρέωσης αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από την έναρξη συλλογής των συγκεκριμένων στοιχείων τον Νοέμβριο του 2002.
Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index – PMI) είναι ένας σύνθετος δείκτης της απόδοσης της μεταποιητικής οικονομίας. Προκύπτει από δείκτες σχετικά με τις νέες παραγγελίες, την παραγωγή, την απασχόληση, τον χρόνο παράδοσης προμηθειών και τα αποθέματα προμηθειών. Οποιαδήποτε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων υποδεικνύει συνολική βελτίωση των συνθηκών του τομέα.
Ο κύριος δείκτης PMI έκλεισε στις 58 μονάδες τον Μάιο, τιμή υψηλότερη από τις 54.4 μονάδες του Απριλίου, υποδεικνύοντας τη μεγαλύτερη αύξηση των λειτουργικών συνθηκών που έχει καταγραφεί στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα από τον Απρίλιο του 2000.
Η τελευταία άνοδος ήταν η τρίτη σε ισάριθμους μήνες και σε γενικές γραμμές έντονη. Τα στοιχεία του Μαΐου υπέδειξαν απότομη άνοδο της παραγωγής, καθώς οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν την ταχύτερη αύξηση σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο των δύο ετών. Ανεπιβεβαίωτα στοιχεία υπέδειξαν ότι η αύξηση της παραγωγής συνδέθηκε με τη μεγαλύτερη εισροή νέων παραγγελιών, ενώ ορισμένοι ανέφεραν ότι η επανεκκίνηση των κλάδων τουρισμού και φιλοξενίας ενίσχυσε τις πωλήσεις. Ταυτόχρονα, η εισροή νέων παραγγελιών αυξήθηκε για δεύτερο συνεχή μήνα και με αισθητά ταχύτερο ρυθμό.
Η έντονη αύξηση ήταν η ταχύτερη που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2018, καθώς η ζήτηση από την πλευρά των πελατών ενισχύθηκε και οι εταιρείες απέκτησαν νέους πελάτες. Οι κατασκευαστές κατέγραψαν επίσης εκ νέου αύξηση των νέων παραγγελιών εξαγωγών, δίνοντας τέλος σε μια περίοδο 14 μηνών συνεχούς μείωσης. Οι παραγωγοί αγαθών εξακολούθησαν να καταγράφουν σημαντική επιδείνωση της απόδοσης των προμηθευτών.
Σύμφωνα με αναφορές, οι ελλείψεις πρώτων υλών και εξαρτημάτων, παράλληλα με τις καθυστερήσεις στις μεταφορές λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας COVID-19, οδήγησαν σε εκτεταμένες καθυστερήσεις. Ως εκ τούτου, η επιβάρυνση κόστους εκτοξεύθηκε και πάλι στα ύψη τον Μάιο. Οι ελλείψεις πρώτων υλών, και ιδιαίτερα ορισμένων υλικών όπως μέταλλα και υλικά συσκευασίας, συνδέθηκαν ευρέως με την αύξηση των τιμών εισροών. Ο ρυθμός αύξησης του κόστους ήταν ο δριμύτερος που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας, καθώς οι εταιρείες προσπάθησαν γενικότερα να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος των τιμών εισροών στους πελάτες τους. Κατά συνέπεια, οι τιμές χρέωσης αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από το τέλος του 2002, όταν ξεκίνησε η συλλογή των συγκεκριμένων στοιχείων. Κατ’ αναλογία με τις αναταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού, οι εταιρείες αύξησαν τις αγορές εισροών με δριμύ ρυθμό τον Μάιο.
Ωστόσο, τα αποθέματα προμηθειών εξακολούθησαν να μειώνονται, καθώς τα υφιστάμενα αποθέματα χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη της παραγωγής. Οι κατασκευαστές ανέφεραν επίσης μείωση των αποθεμάτων ετοίμων προϊόντων, λόγω της εντονότερης αύξησης των νέων παραγγελιών.
Παρά την ταχύτερη αύξηση των επιπέδων απασχόλησης που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2020, οι εταιρείες κατέγραψαν την πρώτη συσσώρευση αδιεκπεραίωτων εργασιών που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2019. Σύμφωνα με αναφορές, η πίεση στο εργατικό δυναμικό οφειλόταν στις ελλείψεις εξαρτημάτων και στη σφοδρή αύξηση των νέων παραγγελιών. Τέλος, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε στον μέγιστο βαθμό που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2020, λόγω της ενισχυμένης ζήτησης από την πλευρά των πελατών.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, είπε:
«Τα στοιχεία της έρευνας PMI για τον Μάιο υπέδειξαν περαιτέρω αύξηση της δυναμικής του ελληνικού μεταποιητικού τομέα. Η επανεκκίνηση βασικών κλάδων της οικονομίας, παράλληλα με την αυξημένη εμπιστοσύνη από την πλευρά των πελατών ενίσχυσε τις νέες πωλήσεις, ενώ επίσης καταγράφηκε εκ νέου άνοδος της ζήτησης από το εξωτερικό. Ενθαρρυντικό ήταν το γεγονός ότι η επιχειρηματική εμπιστοσύνη και ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας αυξήθηκαν σε τόσο υψηλό βαθμό που αντίστοιχος έχει να παρατηρηθεί από τον περασμένο Φεβρουάριο. Παρόλ’ αυτά, οι πληθωριστικές πιέσεις και οι αναταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού παρέμειναν βασικοί παράγοντες διαμόρφωσης των υποκείμενων δεδομένων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr