Αναλυτικά η ομιλία του:
«Οι δραστηριότητες αρχίζουν σταδιακά να ανοίγουν, παγκόσμια και στη χώρα μας. Και τώρα το μεγάλο στοίχημα για την επιστροφή στην κανονικότητα είναι διπλό: αφενός να συνεχιστούν με ταχύτητα οι εμβολιασμοί. Και αφετέρου, να λειτουργήσουμε όλοι συντεταγμένα. Να τηρήσουμε τους κανόνες, να δείξουμε προσοχή, πειθαρχία και συνεργασία, ώστε η αγορά να παραμείνει ανοιχτή χωρίς προβλήματα.
Εάν επιδεινωθεί η επιδημιολογική κατάσταση της χώρας, υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε και τη φετινή τουριστική σεζόν. Και η επίπτωση θα είναι αισθητή σε όλους. Ας μη ρισκάρουμε, λοιπόν, ό,τι πετύχαμε ως τώρα με κόπο και θυσίες.
Όσον αφορά, τώρα την οικονομία: Οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, οι ΗΠΑ, η Κίνα – αλλά στην συνέχεια και η Ευρωπαϊκή Ένωση – έλαβαν πρωτοφανή δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα και κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά τις επιπτώσεις της ύφεσης.
Η ελληνική οικονομία επηρεάστηκε και αυτή από τις επιπτώσεις της πανδημίας, ωστόσο σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι αρχικά είχε προβλεφθεί.
Σε αυτό συνέβαλαν ουσιαστικά τα μέτρα που έλαβε η Πολιτεία για τη στήριξη της οικονομίας, αξιοποιώντας ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια.
Εμείς, ως εκπρόσωποι της αγοράς, βρεθήκαμε από την αρχή στην πρώτη γραμμή. Καταγράφοντας τα προβλήματα και τις ανάγκες των μελών μας. Μεταφέροντας με ουσιαστικό και τεκμηριωμένο τρόπο τα αιτήματά τους. Διεκδικώντας και προτείνοντας κατάλληλες παρεμβάσεις.
Πρέπει, μάλιστα, να αναγνωρίσω ότι η ανταπόκριση στα περισσότερα από αυτά τα αιτήματα ήταν θετική. Στις περισσότερες από τις προτάσεις μας, βρήκαμε «ανοιχτά αυτιά» και διάθεση για λύσεις. Και – στο πλαίσιο πάντα των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας – καταφέραμε να προωθήσουμε αρκετές ευνοϊκές ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα των πληττόμενων κλάδων.
Βεβαίως, οι παρεμβάσεις αυτές πρόσθεσαν ένα επιπλέον βάρος στο δημόσιο χρέος. Κι αυτό ήταν αναμενόμενο, όσο και αναπόφευκτο. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις μια κρίση πρωτόγνωρη, όπως αυτή που βιώσαμε και βιώνουμε, χωρίς επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Δεν μπορείς να αφήσεις χωρίς οξυγόνο την αγορά, τα νοικοκυριά, την οικονομία.
Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν, είναι ότι πολλά από τα μέτρα που ελήφθησαν έχουν προσωρινές δημοσιονομικές επιπτώσεις. Άρα και η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας θα είναι ευκολότερη.
Το ίδιο φαίνεται να εκτιμούν και οι αγορές, όπως δείχνει η μέχρι τώρα πορεία των ελληνικών ομολόγων. Η εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας, αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας, λειτουργεί ιδιαίτερα θετικά. Δίνει θα έλεγα «αέρα στα πανιά» της προσπάθειας για επανεκκίνηση.
Φυσικά η πορεία αυτή δεν είναι διασφαλισμένη. Υπόκειται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Πολλά θα εξαρτηθούν κατ’ αρχήν από το αν θα συνεχίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επαναγοράζει τα ομόλογά μας μετά το Μάρτιο του 2022. Όταν, δηλαδή, θα λήξει το έκτακτο πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου η Ελλάδα μπορεί σήμερα να δανείζεται φθηνά.
Ένα δεύτερο θέμα, αφορά το πότε θα εγκριθούν οι διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε τα κονδύλια να αρχίσουν να εισρέουν στη χώρα και να δημιουργούν θετικό αντίκτυπο στο ρυθμό ανάπτυξης. Εδώ έχουμε πάλι τις γνωστές καθυστερήσεις και εμπλοκές, κυρίως από την πλευρά της Γερμανίας. Θέλω όμως να ελπίζω ότι σύντομα το πρόγραμμα θα αρχίσει να τρέχει.
Από εκεί και πέρα, βέβαια, είναι στο δικό μας χέρι να αξιοποιήσουμε έξυπνα και αποτελεσματικά τους πόρους αυτούς.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι η ευκαιρία μας να επενδύσουμε πόρους και να συνεχίσουμε τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις, ώστε να αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας μας.
Θα πρέπει να επιδιώξουμε τη μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο, με περισσότερες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι οποίες θα μπορούν να παράγουν και να εξάγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτή είναι η μεγάλη εθνική πρόκληση, για τα επόμενα χρόνια.
Ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε αυτή την προσπάθεια. Αρκεί να διασφαλίσουμε ένα βιώσιμο περιβάλλον, στο οποίο οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα και την εξωστρέφειά τους.
Σε αυτό το επίπεδο, έχουμε αρκετά καλά νέα το τελευταίο διάστημα.
Η μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 22% – που εξήγγειλε πρόσφατα ο πρωθυπουργός – φέρνει την Ελλάδα, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, να κινείται κάτω από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, ο οποίος βρισκόταν στο 23,2% για το φορολογικό έτος 2020.
Πρόκειται βεβαίως για ένα σημαντικό βήμα. Αναμένουμε, όμως, από την κυβέρνηση, όταν οι δημοσιονομικές συνθήκες το επιτρέψουν, την περαιτέρω μείωση του συντελεστή φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων.
Επίσης: η προκαταβολή φόρου, η οποία είχε γονατίσει τις παραγωγικές επιχειρήσεις, μειώνεται από το εξωφρενικό και καταστροφικό 100% στο 80% για τα νομικά πρόσωπα (70% το 2021) και 55% για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μοναδικές χώρες που υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις τους σε ετήσια προκαταβολή φόρου, είναι η Ελλάδα και η Ρουμανία. Στην περίπτωσή μας μάλιστα, χωρίς να δίνεται καν η δυνατότητα εναλλακτικής επιλογής, όπως ισχύει στη Ρουμανία.
Θεωρούμε, λοιπόν, θετικό βήμα τη μείωση. Αναμένουμε, όμως, όταν οι δημοσιονομικές συνθήκες το επιτρέψουν, να καταργηθεί πλήρως η προκαταβολή φόρου.
Πέρα από αυτά τα μόνιμα μέτρα, είχαμε και την εξαγγελία ορισμένων έκτακτων παρεμβάσεων. Μια από αυτές είναι η επέκταση και στο 2022 της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών των επιχειρήσεων, κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
Επίσης, πολύ σωστά επεκτείνεται η αναστολή εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και για το έτος 2022. Η θέση μας είναι ότι θα πρέπει ο απαράδεκτος αυτός φόρος να καταργηθεί οριστικά, όταν το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες.
Βεβαίως, πολλά προβλήματα παραμένουν. Και σε αυτά θα επικεντρώσουμε τις παρεμβάσεις μας στο επόμενο διάστημα.
Το πιο άμεσο, βεβαίως, αφορά τη διαχείριση των επιπτώσεων της πανδημίας και της επακόλουθης ύφεσης. Ακόμη κι αν η αγορά ανοίγει, οι επιχειρήσεις θα χρειαστούν ακόμη αρκετό καιρό, για να μαζέψουν τις ζημιές. Γι’ αυτό και θα διεκδικήσουμε τη συνέχιση των μέτρων στήριξης, μέχρι να βελτιωθεί ουσιαστικά η κατάσταση.
Ένα ακόμη μεγάλο θέμα, αφορά το χρέος που συσσωρεύθηκε στη διάρκεια της πανδημίας. Γνωρίζετε ότι ως Επιμελητηριακή Κοινότητα διεκδικούμε την περικοπή μέρους αυτού του χρέους, ώστε να μην εξελιχθεί σε «βαρίδι» στην προσπάθεια ανάκαμψης. Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα απαιτηθεί σχετική απόφαση σε επίπεδο Ε.Ε. και γι’ αυτό έχουμε απευθυνθεί ήδη, τόσο στα αρμόδια όργανα, όσο και στα Ευρωεπιμελητήρια. Οι κρίσεις αντιμετωπίζονται με γενναία μέτρα. Κι ελπίζουμε ότι και στην Ευρώπη έχουν πλέον αρχίσει να καταλαβαίνουν αυτή την ανάγκη.
Μόνιμο πρόβλημα είναι, επίσης, η συνεχιζόμενη δυσκολία των επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους με φθηνό, έστω ανταγωνιστικό, κόστος. Όπως γνωρίζετε, σήμερα ένα ελάχιστο ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων – της τάξης του 10% και στη συντριπτική τους πλειονότητα μεγάλες επιχειρήσεις – έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Οι υπόλοιπες και κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις παραμένουν εδώ και χρόνια αποκλεισμένες από το σύστημα.
Η απάντηση από την πλευρά των τραπεζών είναι ότι ο όγκος των κόκκινων δανείων είναι υψηλός, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν νέους κινδύνους με την παροχή νέων χορηγήσεων. Επικαλούνται, επίσης, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις της χώρας είναι μικρές και όχι αρκετά αξιόχρεες. Πώς θα μπορέσουν όμως να μεγαλώσουν και να δυναμώσουν οι επιχειρήσεις, χωρίς πρόσβαση σε χρηματοδότηση;
«Αυτός ο φαύλος κύκλος, λοιπόν, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να δανειστούν, για να επενδύσουν και να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάκαμψη. Και οι τράπεζες βεβαίως χαμένες θα βγουν μακροπρόθεσμα. Γιατί χωρίς την κύρια δραστηριότητά τους, που είναι η χρηματοδότηση της ανάπτυξης, δεν μπορούν να έχουν βιώσιμη κερδοφορία. Ας το καταλάβουν, λοιπόν, ότι είμαστε κρίκοι της ίδιας αλυσίδας.
Και βέβαια, πρόβλημα είναι το υψηλό κόστος που δημιουργούν στην επιχειρηματικότητα μια σειρά από θεσμικά εμπόδια, που παραμένουν: γραφειοκρατία, πολυνομία, καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης κ.ά. Όλα αυτά τα θέματα, λύνονται με έναν μόνο τρόπο: με την επιτάχυνση γενναίων μεταρρυθμίσεων.
Και στο θέμα αυτό σκοπεύουμε να επιμείνουμε. Γιατί αν κάνουμε πίσω – και αυτή τη φορά – στο θέμα των μεταρρυθμίσεων, σοβαρές επενδύσεις στη χώρα δεν θα δούμε, όσα κονδύλια και να μας έρθουν.
Ο ιδιωτικός τομέας είναι αλήθεια ότι σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία. Αξίζει, λοιπόν, κάθε στήριξη για να καταφέρει να σταθεί ξανά στα πόδια του και να πρωταγωνιστήσει στην επόμενη μεγάλη προσπάθεια: αυτή για την ταχύρρυθμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη της επόμενης μέρας».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr