Αναλυτικά τα όσα είπε:
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα και που έχω την ευκαιρία να μοιραστώ τις σκέψεις μου για τη βιώσιμη ανάπτυξη, τον κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό.
Η βιωσιμότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για την πορεία μας στο μέλλον. Ο επαναπροσδιορισμός της ανάπτυξης στην τρέχουσα συγκυρία είναι αναπόφευκτος και η έννοια της βιωσιμότητας έρχεται να τονίσει αυτό ακριβώς που λείπει σήμερα, μία ισότιμη και παράλληλη ανάπτυξη των τριών πυλώνων της, του περιβάλλοντος, της οικονομίας και της κοινωνίας.
Καθώς η πανδημία COVID-19 έχει εξελιχθεί σε μια τεράστια υγειονομική, κοινωνική και οικονομική πρόκληση για ολόκληρο τον κόσμο, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να υποβαθμιστεί η προσπάθεια για την αντιμετώπιση της άλλης τεράστιας πρόκλησης για τον πλανήτη, που είναι η κλιματική κρίση. Τα αυστηρά μέτρα περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (lockdown), λόγω της πανδημίας COVID-19, οδήγησαν σε μείωση των παγκόσμιων εκπομπών CO2 για το 2020, ωστόσο, για να επιτύχουμε το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής στο παγκόσμιο στόχο ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5°C, χρειάζεται τουλάχιστον μια αντίστοιχη μείωση κάθε χρόνο, έως το 2030. Τόσο δραστικά είναι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν − και η πανδημία τονίζει τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Αναμφισβήτητα η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και η ενίσχυση των οικονομιών αποτελούν σήμερα κορυφαίες προτεραιότητες. Στην πραγματικότητα όμως, η παρούσα συγκυρία προσφέρει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια πράσινη ανάκαμψη από την πανδημία, με το τριπλό όφελος της ταυτόχρονης αντιμετώπισης της υγειονομικής, της οικονομικής και της κλιματικής κρίσης.
Επιπλέον, όπως έχει επισημανθεί, ο περιορισμός της κλιματικής αλλαγής όχι μόνο θα αποτρέψει οικονομικές ζημίες και καταστροφικά γεγονότα, αλλά θα δημιουργήσει και επιπρόσθετα οφέλη από τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης νέων επιδημιών στο μέλλον καθώς η επιστημονική έρευνα μας δείχνει ότι ο συνδυασμός της καταπάτησης του φυσικού περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης επιδημιών και επιτείνει την ανοσολογική ανεπάρκεια.
Ήδη από τον Ιούνιο του 2020 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αναφερόταν συνδυαστικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας και τόνιζε ότι η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα και η οικονομική ανασυγκρότηση μετά τον COVID-19 πρέπει να οδηγούν σε μια πιο δίκαιη και βιώσιμη Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να μην αποτύχουν. Παράλληλα, η ετήσια έκθεση Lancet Countdown για το 2020 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικές αντιμετώπισης της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής δεν πρέπει να συγκρούονται και ότι μακροπρόθεσμα θα έχουν τη μεγαλύτερη επιτυχία όταν είναι καλά ευθυγραμμισμένες.
Η πανδημία Covid-19 έχει δημιουργήσει πολύ σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, μεγάλη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους και σοβαρά διλήμματα νομισματικής πολιτικής. Έχει όμως και μία θετική πλευρά: έχει δημιουργήσει συνθήκες κοινής οικονομικής και νομισματικής δράσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που, εάν συνεχιστεί, θα αποτελέσει σημαντικό βήμα προόδου για μια πραγματική οικονομική, και όχι μόνο νομισματική, ένωση.
Τα προγράμματα ανάκαμψης προσφέρουν την ευκαιρία να ευθυγραμμιστούν στενότερα οι δημόσιες πολιτικές με τους κλιματικούς στόχους, περιορίζοντας τον κίνδυνο της επένδυσης σε υποδομές υψηλής έντασης άνθρακα ή δημιουργώντας υποδομές ανθεκτικότερες στην κλιματική μεταβολή. Έτσι, οι επενδύσεις μπορούν να προσανατολιστούν σε τομείς και τεχνολογίες που επιταχύνουν την ενεργειακή μετάβαση και βελτιώνουν την ανθεκτικότητα απέναντι σε μελλοντικές διαταραχές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και ―πρo πάντων― δεν υπονομεύουν τις προσπάθειες των κρατών να αντιμετωπίσουν τις πιεστικές περιβαλλοντικές προκλήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό κινείται το μέσο ανάκαμψης Next Generation EU, το οποίο θα χρηματοδοτήσει πρωτοβουλίες για την περίοδο 2021-2026 ύψους 750 δισεκ. ευρώ για δράσεις αναπτυξιακές, με σημαντικότερες αυτές που αφορούν τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, την εξοικονόμηση πόρων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα και της οικονομίας γενικότερα, καθώς και τη θωράκιση του τομέα της υγείας.
Στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη περιλαμβάνονται: η περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η παραγωγικότητα, η δικαιοσύνη και η μακροοικονομική σταθερότητα, ως οι κατευθυντήριες αρχές στις οποίες βασίζονται τα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας των κρατών-μελών, καθώς και οι εθνικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις τους. Έτσι, πάνω από το 1/3 των αντίστοιχων εθνικών προγραμμάτων ανάκαμψης αναμένεται να δαπανηθεί σε πολιτικές που συνδέονται με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και της στρατηγικής της ΕΕ που επιδιώκει να γίνει η Ευρώπη η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050. Αυτό θα συντελέσει επίσης ώστε η ΕΕ να εξασφαλίσει έσοδα για την αποπληρωμή του δανείου των 750 δισεκ. ευρώ του Next Generation EU.
Ήδη, με βάση τις υφιστάμενες πολιτικές και τα σημερινά σχέδια των κρατών-μελών, είναι πιθανή η υπερκάλυψη του μέχρι πρόσφατα στόχου για μείωση, έως το 2030, των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ κατά τουλάχιστον 40% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Ως εκ τούτου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε στο τέλος του 2020 ένα νέο στόχο για μείωση κατά 55% έως το 2030. Για την υλοποίηση του στόχου αυτού προβλέπονται αντίστοιχα αναθεώρηση και επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών στην ΕΕ, προσαρμογή του Κανονισμού για τον επιμερισμό των προσπαθειών (Effort Sharing Regulation) και του πλαισίου για τις εκπομπές από τις χρήσεις γης, ενίσχυση των πολιτικών για την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και ενίσχυση των προτύπων για τις εκπομπές CO2 από τα οδικά οχήματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία είναι πλέον η κλιματική τράπεζα της Ευρώπης, θα στηρίξει τις επενδύσεις που θα χρειαστούν για την επίτευξη των στόχων και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Αντίστοιχα, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα βοηθήσει περιοχές ιδιαίτερα εξαρτημένες από τον άνθρακα να στραφούν σε νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας, καθώς είναι σημαντικό στην πορεία προς μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη έως το 2050 να συμμετέχουν όλες οι περιοχές.
Επομένως, η Ευρώπη, άρα και η Ελλάδα, μπορούν να αναδυθούν ισχυρότερες από την πανδημία μέσα από μία πράσινη ανάκαμψη, επενδύοντας στην κυκλική οικονομία, την εξοικονόμηση ενέργειας, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τις βιώσιμες μεταφορές και την καθαρή τεχνολογία, δημιουργώντας πράσινες θέσεις εργασίας.
Αντίστοιχα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα οφείλει να συνεισφέρει σημαντικά μέσα από την προσαρμογή της επιχειρηματικής στρατηγικής και των μέχρι σήμερα καθιερωμένων πρακτικών. Σε αυτή την κατεύθυνση, ο ΟΗΕ, μέσω του Finance Initiative του Προγράμματος Περιβάλλοντος UNEP FI, προτείνει αρχές αειφορίας για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της σύγχρονης τραπεζικής, ασφαλιστικής και επενδυτικής πρακτικής.
Όσον αφορά ειδικότερα τον τραπεζικό τομέα, πριν από ενάμιση χρόνο υπογράφηκαν οι Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής του UNEP FI, με στόχο να προσδιοριστούν ο ρόλος και οι ευθύνες του τομέα στη διαμόρφωση ενός βιώσιμου μέλλοντος. Σήμερα, πάνω από 200 ιδρύματα διεθνώς έχουν υιοθετήσει τις Αρχές, οι οποίες διευκολύνουν τις τράπεζες να θέσουν στόχους αειφορίας και διαφάνειας, να εντάξουν μετρήσιμους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους στη στρατηγική τους, να ελέγχουν και να υπολογίζουν την επίδραση των χρηματοδοτήσεών τους και να δημοσιοποιούν και να βελτιώνουν τον αντίκτυπό τους, θετικό ή αρνητικό, στην κοινωνία και το περιβάλλον.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η πρώτη κεντρική τράπεζα παγκοσμίως που προσυπέγραψε τις Αρχές αυτές, ενώ συμμετέχει επίσης σε αντίστοιχες πρωτοβουλίες κεντρικών τραπεζών, όπως το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (Network of Central Banks and Supervisors for Greening the Financial System – NGFS). Πρόκειται για ένα δίκτυο που έχει συσταθεί με σκοπό την ενίσχυση της παγκόσμιας προσπάθειας για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων και την ενδυνάμωση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη.
Στην ίδια κατεύθυνση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στηρίζει ενεργά τις πρωτοβουλίες για τη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία. H πρόεδρος Christine Lagarde έχει ήδη δηλώσει ότι η ΕΚΤ “θα διερευνήσει κάθε δυνατή οδό προκειμένου να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή”. Είναι επίσης γνωστό ότι ένα από τα θέματα κατά την τρέχουσα επανεξέταση της στρατηγικής της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική είναι οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από την κλιματική αλλαγή, πώς αυτοί επηρεάζουν την επίτευξη των στόχων της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και οι τρόποι αντιμετώπισής τους.
Σημαντικό, διττό ρόλο σε αυτή τη συνθήκη έχουν και οι αγορές ιδιωτικής ασφάλισης: αφενός να απορροφούν, μέσω των αντίστοιχων ασφαλιστικών προϊόντων, τις ζημίες που προκαλούνται από ακραία κλιματικά φαινόμενα και αφετέρου να συμβάλλουν στην ενίσχυση των κλιματικών πολιτικών μέσω της προσεκτικής επιλογής των επενδύσεών τους, με έμφαση σε δραστηριότητες που υποστηρίζουν το μετριασμό και την προσαρμογή. H αύξηση της έκθεσης στα ακραία καιρικά φαινόμενα, και συνεπώς της τρωτότητας ευάλωτων πληθυσμών παγκοσμίως, θα οδηγήσει σε αυξημένες πιέσεις για μηχανισμούς αποφυγής, μετριασμού και αποκατάστασης των ζημιών και συνεπώς για πολιτικές μετακύλισης και επιμερισμού του κινδύνου. Για το λόγο αυτό, οι πολιτικές της ασφάλισης κλιματικού κινδύνου πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ωστόσο, κατά τη διαδικασία αυτή είναι απαραίτητο να υπάρχει σαφές πλαίσιο και εργαλεία για τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων και τη στήριξη της βιώσιμης χρηματοδότησης. Η διαφάνεια, δηλαδή η δημοσιοποίηση σχετικών με το κλίμα στοιχείων και η υποβολή αναφορών για τους κλιματικούς κινδύνους, θα επιτρέψει στις αγορές να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη μετάβαση και να αξιολογήσουν τις νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο το πανευρωπαϊκό σύστημα ταξινόμησης των πράσινων και βιώσιμων δραστηριοτήτων, το οποίο αποτελεί τη βάση για τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης. Η σωστή εκτίμηση και η εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων, που πηγάζουν από την πράσινη μετάβαση, είναι σημαντικοί παράγοντες για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και τη διαφύλαξη της σωστής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Προς την κατεύθυνση αυτή, ο δυνητικός επανακαθορισμός των κανονιστικών αρμοδιοτήτων, σε ευθυγράμμιση με τη Συμφωνία των Παρισίων και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, θα προσφέρει το πλαίσιο για ένα πράσινο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Χρειαζόμαστε ωστόσο κοινούς ορισμούς και διαφάνεια στη χρήση τους, εργαλεία αξιολόγησης και επιστημονικά τεκμηριωμένη πληροφόρηση σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει οτιδήποτε προβάλλεται ως “πράσινο”, έτσι ώστε να αποφύγουμε την απατηλή χρήση του όρου (“greenwashing”).
Πέρα από την υποβολή αναφορών για τους κλιματικούς κινδύνους, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση και σε περιβαλλοντικούς κινδύνους και κρίσιμα ζητήματα, όπως η απώλεια της βιοποικιλότητας. Το περιβάλλον, τα οικοσυστημικά αγαθά και οι υπηρεσίες αποτελούν τη βάση της παγκόσμιας οικονομίας. Η αναγνώριση της αξίας τους, η εκτίμησή τους και η σύνδεσή τους με οικονομικούς δείκτες προωθούν τη βιώσιμη αξιοποίηση των φυσικών πόρων και της διαχείρισης των φυσικών συστημάτων, μέσα στο πλαίσιο της αειφορίας. Η δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών δεδομένων που θα περιλαμβάνουν και τις επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον, θα υποστηρίξουν τη μετάβαση σε μια οικονομία που δεν θα είναι μόνο ουδέτερη ως προς τον άνθρακα αλλά και περιβαλλοντικά βιώσιμη.
Επιπλέον, κατά το σχεδιασμό των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη πως η μετάβαση στην πράσινη οικονομία οφείλει να είναι δίκαιη. Η κλιματική αλλαγή, καθώς και οι πολιτικές αντιμετώπισής της, έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Το σύνθημα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας “κανείς δεν θα μείνει πίσω” ανταποκρίνεται σ’ αυτήν ακριβώς την ανάγκη για δίκαιη μετάβαση. Για το σκοπό αυτό, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης και το Επενδυτικό Σχέδιο “Βιώσιμη Ευρώπη” επιδιώκουν να στηρίξουν μια πράσινη μετάβαση που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη.
Ιδιαίτερη πρόκληση αποτελούν επίσης και οι εξελίξεις στην τεχνολογία, την καινοτομία και την επιστήμη, που είναι o κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης μέσω της ολικής παραγωγικότητας, καθώς και καταλύτης για ένα βιώσιμο μέλλον. Η πρόοδος και η ψηφιακή εποχή έχουν δημιουργήσει ένα νέο τοπίο, αυτό της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, όπου η ψηφιακή τεχνολογία, μεταξύ άλλων, αυξάνει την παραγωγικότητα, μειώνει το κόστος παραγωγής, αυξάνει την προσβασιμότητα στην πληροφορία. Παρόλο που οι επιπτώσεις από τη σύγχρονη τεχνολογία στην απασχόληση και την ευημερία αναμένεται να είναι συνολικά θετικές,[11] υπάρχουν ζητήματα που θα πρέπει και εκεί να αντιμετωπιστούν, κυρίως στη δομή της εργασίας και σε θέματα κοινωνικής συνοχής. Ο σωστός προσανατολισμός στον κοινωνικό καταμερισμό των ωφελειών της τεχνολογίας θα εγγυηθεί τη μακροπρόθεσμη επίτευξη των στόχων της βιωσιμότητας.
Αυτή τη στιγμή, μεγάλο μέρος της αντίστοιχης παγκόσμιας χρηματοδότησης στοχεύει στο μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Επιτακτικά αναγκαία είναι ωστόσο ―μεταξύ άλλων προκειμένου να αποτραπεί και η ένταση της κοινωνικής ανισότητας― και η χρηματοδότηση της ανθεκτικότητας και των έργων προσαρμογής στις μεταβολές του κλίματος, δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού υποφέρει ήδη από τις συνέπειες των ακραίων καιρικών φαινομένων. Επιπλέον, τα έργα προσαρμογής έχουν σημαντική αξία καθώς σύμφωνα με τη Global Commission on Adaptation o λόγος κόστους-οφέλους τους κυμαίνεται από 1:2 έως 1:10.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος συνεχίζει να ασχολείται ενεργά με τα θέματα της προσαρμογής, μέσα από τη συμμετοχή της σε πρωτοβουλίες όπως το ευρωπαϊκό πρόγραμμα LIFE IP – AdaptInGr “Boosting the implementation of adaptation policy across Greece”. Το οκταετές αυτό πρόγραμμα αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο εθνικό έργο για την προσαρμογή της χώρας μας στις επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη κεντρική τράπεζα που ασχολήθηκε και ασχολείται συστηματικά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Το 2009 σύστησε την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), η οποία συνεχίζει όλα αυτά τα χρόνια να συμβάλλει με την έρευνά της στο κρίσιμο ζήτημα της αλλαγής του κλίματος. Στόχος μας είναι η ανάδειξη των κινδύνων και των ευκαιριών που εκπορεύονται από τη μεταβολή του κλίματος, καθώς οι μελέτες έχουν δείξει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και αναδεικνύεται ως βασική παράμετρος στη χάραξη των σχετικών πολιτικών.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά την επίσημη ανακήρυξη της πανδημίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, χρειάζεται να ενταθεί η προσπάθεια για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Παρόλα τα σημαντικά βήματα, μόνο το 1/5 της παγκόσμιας χρηματοδότησης θεωρείται πως δαπανάται προς την κατεύθυνση της πράσινης ανάκαμψης.Οι κυβερνήσεις έχουν μια μοναδική ευκαιρία να θέσουν τις χώρες τους σε βιώσιμες τροχιές, δημιουργώντας οικονομικές ευκαιρίες, μειώνοντας τη φτώχεια και τις ανισότητες και βελτιώνοντας την υγεία του πλανήτη.
Η ταυτόχρονη αντιμετώπιση της υγειονομικής, της οικονομικής και της κλιματικής κρίσης μέσα από μία βιώσιμη και πράσινη ανάκαμψη είναι η ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.
Σας ευχαριστώ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr