Η τεχνική επάρκεια και κυρίως το μέγεθος των κινητοποιούμενων πόρων του Σχεδίου αναμένεται να καταστήσουν την Ελληνική Οικονομία περισσότερο βιώσιμη, ανθεκτική και ικανή να υλοποιήσει την αναγκαία πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Σε βραχύτερο χρονικό ορίζοντα, η αξιοσημείωτη αύξηση του αριθμού των εμβολιασμών, η παράταση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης για όσο διάστημα κρίνεται απαραίτητο, σε συνδυασμό με την επικείμενη, σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, είναι παράγοντες που μετριάζουν την αβεβαιότητα, εξέλιξη που αποτυπώθηκε στην ήπια βελτίωση του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος και των Επιχειρηματικών Προσδοκιών, τον Μάρτιο 2021.
Η Ελλάδα είναι μία μικρή ανοικτή οικονομία που εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, όπως αποδείχτηκε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, από την εξωτερική ζήτηση, κυρίως υπηρεσιών. Συνεπώς, η ευνοϊκή πορεία της παγκόσμιας οικονομίας είναι αναμενόμενο ότι θα έχει θετικές επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία. Το πακέτο στήριξης της αμερικανικής οικονομίας της τάξης των Δολαρίων 1,9 τρισ. που εισήγαγε η νέα αμερικανική κυβέρνηση αναμένεται να έχει αξιόλογες δευτερογενείς θετικές επιδράσεις (spill-over effects) στις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Επίσης, διαμορφώνει τις συνθήκες για την επιστροφή σε ένα περιβάλλον ήπιου πληθωρισμού, σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς, από την αρχή του έτους, παρατηρείται άνοδος στις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων -γεγονός που αντανακλά, μεταξύ άλλων, την ισχυροποίηση της παγκόσμιας παραγωγής-, ενώ η καθοδική πορεία της τιμής του χρυσού συνιστά ισχυρή ένδειξη ότι οι ανησυχίες που προκάλεσε η πανδημία στο διεθνές επενδυτικό κοινό υποχωρούν.
Επιπρόσθετα, το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να επιδράσει θετικά στην ευρωπαϊκή οικονομία, με την Ελλάδα να απορροφά ένα από τα μεγαλύτερα μερίδια επενδυτικής δαπάνης, με βάση το ΑΕΠ και μάλιστα σε τομείς που η χώρα μας υπολείπεται αναπτυξιακά, αφού, για παράδειγμα, με βάση τους σχετικούς δείκτες για την ψηφιοποίηση της οικονομίας, κατατάσσεται προτελευταία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, πριν από την Βουλγαρία (Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας-DESI, 2020). Τέλος, οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι φαίνονται πολύ μικρότεροι συγκριτικά με το παρελθόν, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει λάβει ακόμη επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης. Η χώρα μας σχημάτισε εκ νέου μία πλήρους μήκους καμπύλη αποδόσεων των κρατικών ομολόγων στις διεθνείς χρηματαγορές, δανειζόμενη πλέον με τριακονταετή διάρκεια.
Ως αποτέλεσμα του χαμηλού κόστους δανεισμού, η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί ένα στέρεο σχέδιο δημοσιονομικής στήριξης για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας που αναμένεται να υπερβεί τα Ευρώ 38 δισ., κατά τη διετία 2020-2021. Η «αποσωλήνωση», ωστόσο, των χιλιάδων επιχειρήσεων από τα μέτρα στήριξης χρήζει εξίσου μεγάλης προσοχής, ειδικά όσον αφορά στη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι υλοποιήθηκαν ψηφιακές εφαρμογές πολύ ταχύτερα από όσο η αγορά εργασίας μπορεί να απορροφήσει, σε τομείς όπως το λιανικό εμπόριο, η ιδιωτική εκπαίδευση και γενικά οι υπηρεσίες. Ο ρόλος του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι ιδιαίτερα υποστηρικτικός σε αυτό το σημείο, καθώς διαμορφώνει τις συνθήκες για την άνοδο της ζήτησης εργασίας πλήρους απασχόλησης και νέων ειδικοτήτων.
Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας: Βασικά Χαρακτηριστικά και Πόροι που Κινητοποιεί
Συγκεκριμένα, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στοχεύει στον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19, στην ενίσχυση της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας, αλλά και της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας της Ελλάδας. Πρόκειται για ένα σχέδιο που περιλαμβάνει σημαντικές επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις και το οποίο εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει έως και 200.000 νέες θέσεις εργασίας, μέχρι το 2026, αλλά και θα αυξήσει το ΑΕΠ κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες, συνολικά, στο ίδιο χρονικό διάστημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο του Σχεδίου, αναμένεται εκτός από τους πόρους που θα αντληθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης, να κινητοποιηθούν πρόσθετοι πόροι του ιδιωτικού τομέα, με αποτέλεσμα την άνοδο των ιδιωτικών επενδύσεων, κατά σχεδόν 20%, έως το 2026, που θα αποτελέσουν το βασικό παράγοντα της αύξησης του ΑΕΠ, την επόμενη επταετία. Επιπρόσθετα, από την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου και την επακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας αναμένεται τόσο το ΑΕΠ, όσο και η απασχόληση να ακολουθήσουν σταθερά ανοδική πορεία μεσοπρόθεσμα. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος που περιλαμβάνεται στην «Αναλυτική περιγραφή των δράσεων» του Σχεδίου που δημοσίευσε η Ελληνική Κυβέρνηση:
- Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εκτιμάται ότι θα προσθέσει στον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ, 1,15 ποσοστιαίες μονάδες, κατά την επταετία 2021-2026. Ως εκ τούτου, αναμένεται διεύρυνση της φορολογικής βάσης, άνοδος των φορολογικών εσόδων αλλά και του πρωτογενούς πλεονάσματος της Γενικής Κυβέρνησης, δημιουργώντας επιπρόσθετο δημοσιονομικό χώρο.
- Οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο αναμένεται να συνεισφέρουν στην αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 0,7 ποσοστιαίες μονάδες, κατά μέσο όρο, κάθε έτος, την περίοδο 2021-2026, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αντίστοιχα, κατά 0,45 ποσοστιαίες μονάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να οδηγήσουν σε μόνιμη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας.
Τέλος, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχει καταρτισθεί με γνώμονα τους πυλώνες του Κανονισμού για το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility-RRF) της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, για τις οποίες εκτιμάται ότι θα αξιοποιηθούν το 38% και 22%, αντίστοιχα, των συνολικών πόρων. Πιο αναλυτικά, το Σχέδιο στηρίζεται στους ακόλουθους τέσσερις πυλώνες:
- την πράσινη μετάβαση,
- την ψηφιακή μετάβαση του Κράτους και της Οικονομίας,
- την αύξηση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής,
- τις ιδιωτικές επενδύσεις και το μετασχηματισμό της οικονομίας.
Οι συνολικοί πόροι που αναμένεται να κινητοποιηθούν υπολογίζεται ότι θα υπερβούν τα Ευρώ 57 δισ. (Γράφημα 1), εκ των οποίων τα Ευρώ 10,4 δισ. θα αξιοποιηθούν σε επενδύσεις που υπάγονται στον πυλώνα της πράσινης μετάβασης (μετάβαση σε νέο ενεργειακό μοντέλο φιλικό στο περιβάλλον και σε ένα πράσινο και βιώσιμο σύστημα μεταφορών, ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος της χώρας, αειφόρος χρήση των πόρων, ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή και διατήρηση της βιοποικιλότητας). Επιπρόσθετα Ευρώ 2,1 δισ. θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και των επιχειρήσεων αλλά και για τη συνδεσιμότητα, περί τα Ευρώ 5,3 δισ. θα αξιοποιηθούν για την ενίσχυση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής (υγεία, παιδεία, κοινωνική προστασία) και Ευρώ 7,8 δισ. για ιδιωτικές επενδύσεις και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για το μετασχηματισμό της οικονομίας (φορολογικά εργαλεία πιο φιλικά για την ανάπτυξη και τη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης, εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος δικαιοσύνης, εκσυγχρονισμός και βελτίωση της ανθεκτικότητας κύριων κλάδων οικονομίας της χώρας κ.λπ.). Τέλος, τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, με τη συμμετοχή του τραπεζικού συστήματος, αλλά και επενδυτών (κατά τουλάχιστον 30% και 20%, αντιστοίχως), αναμένεται να ανέλθουν, συνολικά, σε Ευρώ 32 δισ.
Εντός του τρέχοντος έτους, αναμένεται να αντληθούν συνολικά Ευρώ 4 δισ. από τα εργαλεία του Ταμείου Ανάκαμψης, εκ των οποίων επιχορηγήσεις Ευρώ 2,35 δισ. και Ευρώ 1,6 δισ. δάνεια. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι εκκρεμεί η επικύρωση του νόμου από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ-27, προκειμένου να δοθεί εξουσιοδότηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκδώσει ομόλογα για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Σε περίπτωση που υπάρξουν σχετικές διαφωνίες ή/και καθυστερήσεις, ενδέχεται να μην πραγματοποιηθούν, αντίστοιχα, οι εκταμιεύσεις προς τα κράτη-μέλη, σύμφωνα με τα αρχικά χρονοδιαγράμματα.
Μέτρα Στήριξης, άρση περιοριστικών μέτρων στο λιανικό εμπόριο και οικονομικό κλίμα
Η οικονομική αβεβαιότητα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για την έκταση της υφεσιακής διαταραχής. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα διαμορφώθηκε, τον Μάρτιο 2021, σε 96,9 μονάδες, σημειώνοντας αύξηση κατά 5 μονάδες, σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (Γράφημα 2α). Ο εν λόγω δείκτης, ωστόσο, παραμένει σημαντικά χαμηλότερος από τον αντίστοιχο πριν την εμφάνιση της πανδημίας στη χώρα, δηλαδή τον Φεβρουάριο 2020 (113,4 μονάδες) που αποτελούσε την καλύτερη επίδοση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) και την υψηλότερη που είχε σημειωθεί στη χώρα, από τον Δεκέμβριο 2000. Επιπλέον, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα σημειώνει, τους τελευταίους τέσσερις μήνες, χαμηλότερες τιμές από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, παρά το γεγονός ότι, κατά το ξέσπασμα της πανδημίας (Μάρτιος-Απρίλιος 2020), η πτώση του ελληνικού δείκτη ήταν σημαντικά ηπιότερη.
Αντίθετα, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών για την απασχόληση ανήλθε, τον Μάρτιο 2021, στην Ελλάδα στις 109,3 μονάδες, υπερβαίνοντας κατά 11,6 μονάδες τον αντίστοιχο δείκτη της Ευρωζώνης (97,7 μονάδες). Ο εν λόγω δείκτης, δε, καταλαμβάνει, από τον Νοέμβριο 2020, την πρώτη θέση της κατάταξης, συγκρινόμενος με τους δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών για την απασχόληση των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ-27. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα μας διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβριο 2020, σε 15,8%, έναντι 16,2% τον Νοέμβριο.
Παράλληλα, οι συνιστώσες του δείκτη οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα, δηλαδή οι επιχειρηματικές προσδοκίες στους επιμέρους κλάδους -με εξαίρεση τις κατασκευές όπου ο σχετικός δείκτης παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις- εξακολουθούν να υστερούν σε σύγκριση με τις επιδόσεις που είχαν σημειώσει, τον Φεβρουάριο 2020 (Γράφημα 2β)και έχουν παράλληλα έχουν ανακάμψει σε σημαντικό βαθμό, σε σύγκριση με τον Ιούνιο 2020.
Τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης που ανακοινώθηκαν για το 2021, σε συνδυασμό με το άνοιγμα του λιανικού εμπορίου και υπό την προϋπόθεση, βέβαια, μιας ταχείας εξέλιξης του προγράμματος εμβολιασμού, αναμένεται ότι θα οδηγήσουν έστω και σε ήπια άνοδο του οικονομικού κλίματος, περιορισμό της αβεβαιότητας και, το κυριότερο, ενίσχυση της διάθεσης των ανθρώπων να καταναλώσουν, να ταξιδέψουν και να επενδύσουν.
Δείκτες Οικονομικού Κλίματος (ESI) και Υπευθύνων για τις Προμήθειες στη Μεταποίηση (PMI)
Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ESI) στην Ελλάδα διαμορφώθηκε, τον Mάρτιο, στις 96,9 μονάδες, σημειώνοντας άνοδο, σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (91,9 μονάδες), ήταν, όμως, εξασθενημένος, σε σχέση με τον Μάρτιο 2020 (109,5 μονάδες). Ωστόσο, η συγκεκριμένη επίδοση είναι η υψηλότερη που έχει σημειωθεί, από τον Απρίλιο 2020 (99,5 μονάδες).
Ως προς τους επιμέρους δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε αύξηση σε όλους τους κλάδους, τον Μάρτιο, σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο και πιο συγκεκριμένα στο λιανικό εμπόριο, στις κατασκευές, στις υπηρεσίες, στη βιομηχανία, καθώς και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη. Πιο αναλυτικά:
(i) Στη βιομηχανία, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών διαμορφώθηκε στις -7,5 μονάδες, τον Μάρτιο, αυξημένος κατά 3,1 μονάδες, σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο. Από τις βασικές μεταβλητές, θετική συμβολή στη διαμόρφωση του δείκτη είχαν οι εκτιμήσεις για μείωση των αποθεμάτων (-11,5 μονάδες) και οι εκτιμήσεις για τις παραγγελίες (+0,5 μονάδα), ενώ, αντίθετα, αρνητικά συνέβαλε το ισοζύγιο των προβλέψεων για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες (-2,8 μονάδες).
Επιπλέον, ο δείκτης υπευθύνων για τις προμήθειες στη μεταποίηση (Purchasing Managers Index PMI-IHS Markit) διαμορφώθηκε, τον Μάρτιο, στις 51,8 μονάδες, από 49,4 μονάδες, τον Φεβρουάριο. Οι λειτουργικές συνθήκες του μεταποιητικού κλάδου, τον Μάρτιο, βελτιώθηκαν οριακά, παρά το γεγονός ότι η μείωση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών συνεχίστηκαν, με ηπιότερους, ωστόσο, ρυθμούς. Η αύξηση του δείκτη οφείλεται στην ενισχυμένη επιχειρηματική εμπιστοσύνη, καθώς οι εταιρείες εμφανίστηκαν αισιόδοξες σχετικά με τη μελλοντική παραγωγή, ενώ ταυτόχρονα αύξησαν τον αριθμό των εργαζομένων τους με τον υψηλότερο ρυθμό που έχει παρατηρηθεί, από τον Φεβρουάριο 2020. Τέλος, η ζήτηση από πλευράς πελατών παρέμεινε εξασθενημένη, λόγω των μέτρων κατά της εξάπλωσης της πανδημίας Covid-19 και της αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται, κυρίως, στον κλάδο του τουρισμού.
(ii) Στις υπηρεσίες, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών σημείωσε αύξηση, τον Μάρτιο, στις -18,2 μονάδες, από -22,6 μονάδες, τον Φεβρουάριο. Παρά το γεγονός ότι ο εν λόγω δείκτης παραμένει σε αρνητικό έδαφος, από τον Μάιο 2020, τους τρείς πρώτους μήνες του 2021, σημειώθηκαν διαδοχικές αυξήσεις. Από τις επιμέρους μεταβλητές του δείκτη, βελτιώθηκαν σημαντικά οι προβλέψεις για την εξέλιξη της ζήτησης, τους επόμενους τρεις μήνες (+15,8 μονάδες), σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα. Αντίθετα, παρατηρήθηκε μείωση, με ήπιο, όμως, ρυθμό, στις εκτιμήσεις για την τρέχουσα ζήτηση (-0,6 μονάδα, σε μηνιαία βάση) αλλά και για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων (-1,9 μονάδα, σε μηνιαία βάση).
(iii) Στο λιανικό εμπόριο, τον Μάρτιο, οι επιχειρηματικές προσδοκίες βελτιώθηκαν κατά 8,8 μονάδες, σε μηνιαία βάση, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στο επίπεδο της -1,3 μονάδας. Σημειώνεται ότι αυτή είναι η υψηλότερη τιμή που έχει παρατηρηθεί, από τον Απρίλιο 2020. Η αύξηση του δείκτη οφείλεται, κυρίως, στην άνοδο των εκτιμήσεων για τις πωλήσεις, το τελευταίο τρίμηνο (+17,1 μονάδες), ενώ και οι εκτιμήσεις για συρρίκνωση των αποθεμάτων (-10,8 μονάδες) συνέβαλαν θετικά στην εξέλιξή του. Αντίθετα, ήπια υποχώρηση σημείωσαν οι προσδοκίες για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των πωλήσεων (-1,3 μονάδα).
(iv) Στις κατασκευές, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών διαμορφώθηκε στις -12,2 μονάδες, τον Μάρτιο, από -16,8 μονάδες, τον Φεβρουάριο. Η άνοδος του δείκτη αποδίδεται τόσο στις ενισχυμένες προσδοκίες για την απασχόληση στον κλάδο (+5,3 μονάδες), όσο και στις βελτιωμένες προβλέψεις για το πρόγραμμα εργασιών των επιχειρήσεων (+4 μονάδες).
Επιπρόσθετα, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης αυξήθηκε κατά 6,7 μονάδες, τον Μάρτιο (Γράφημα 3), σε μηνιαία βάση και διαμορφώθηκε στις -39,5 μονάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω δείκτης παραμένει, από τον Ιούλιο 2020, ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Από τις επιμέρους μεταβλητές που συνθέτουν το δείκτη, ανοδικά κινήθηκαν οι προθέσεις για μείζονες αγορές (+4,2 μονάδες), οι εκτιμήσεις για τη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας, το επόμενο δωδεκάμηνο (+18,4 μονάδες) αλλά και για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, τους επόμενους δώδεκα μήνες (+6,6 μονάδες), όπως φαίνεται στο Γράφημα 3. Αντίθετα, επιδεινώθηκαν, με χαμηλό, όμως, ρυθμό (-2,2 μονάδες), οι εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών.
Τέλος, τον Μάρτιο, ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών για την Απασχόληση (EEI) αυξήθηκε κατά 3,2 μονάδες, σε μηνιαία βάση και διαμορφώθηκε στις 109,3 μονάδες. H συγκεκριμένη επίδοση είναι η υψηλότερη που έχει σημειωθεί, από τον Μάρτιο 2020 (+115,8 μονάδες). Πιο αναλυτικά, οι προσδοκίες για την απασχόληση ενισχύθηκαν στους κλάδους της βιομηχανίας (+11,4 μονάδες), του λιανικού εμπορίου (+9,1 μονάδες) και των κατασκευών (+5,3 μονάδες), ενώ αντίθετα εξασθένησαν στον κλάδο των υπηρεσιών (-2,6 μονάδες).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr