Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr
![Reporter.gr on Google News](/images/google%20news/reporter%20news%20300x100.png)
Ακολουθεί αναλυτικά η ομιλία:
Κυρίες και κύριοι,
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι σήμερα εδώ, ανάμεσα σε αγαπητούς συναδέλφους και φίλους, και έχω την ευκαιρία να διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με το φορολογικό σύστημα της χώρας και τις προκλήσεις της φορολογικής πολιτικής. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να συγχαρώ τον κ. Μαυραγάνη και τους συνεργάτες του για τη δημιουργία μιας Ακαδημίας εντός του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου που θα ασχολείται συστηματικά με θέματα φορολογίας, και ελπίζω να συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση θέσεων και προτάσεων για ζητήματα φορολογικής πολιτικής.
Στην ομιλία μου θα ήθελα να αναφερθώ αρχικά στις στρεβλώσεις του φορολογικού συστήματος, που αναδείχτηκαν κυρίως στην περίοδο της κρίσης και αφορούν στην κατανομή του φορολογικού βάρους, στις παραμέτρους της φορολογίας νοικοκυριών και επιχειρήσεων, στη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, και στο πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Στο τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένες προτάσεις για την φορολογική πολιτική, όπως αυτές έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί στις διάφορες εκθέσεις της ΤτΕ, και σε πολλά σημεία συμπίπτουν με τις προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Με εξαίρεση την περίοδο 2012-2014, η δημοσιονομική προσαρμογή που συντελέστηκε στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης, επικεντρώθηκε κυρίως στην αύξηση της φορολογίας. Μάλιστα, καθ’ όλη τη δεκαετία της κρίσης 2008-18, η αύξηση των εσόδων σε συνθήκες ύφεσης προήλθε κατά κύριο λόγο από τη μεγάλη και συνεχή αύξηση των φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα, την κατανάλωση, τα κέρδη των επιχειρήσεων και τη περιουσία, με αρνητικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή δυναμική και τη φορολογική δικαιοσύνη.
Μεταξύ 2008 και 2018, ενώ το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 26%, τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν σταδιακά σχεδόν κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από 33% σε 39% του ΑΕΠ, προσεγγίζοντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η σύνθεση όμως των φορολογικών εσόδων είναι αρκετά διαφορετική σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ (ΕΖ).
Η διάρθρωση των φορολογικών βαρών αποτελεί μία βασική στρέβλωση του φορολογικού συστήματος. Η μεγαλύτερη έμφαση στη συγκέντρωση εσόδων μέσω της άμεσης φορολογίας, χαρακτηρίζει μια σύγχρονη φορολογική διοίκηση, με υψηλή φορολογική συνείδηση, συμμόρφωση και δικαιοσύνη, αφού το φορολογικό βάρος συναρτάται με το εισόδημα και την περιουσία του φορολογουμένου. Από την άλλη, η έμφαση στην έμμεση φορολογία αποτελεί μια άδικη κατανομή του φορολογικού βάρους, καθώς αυτό εξαρτάται από την καταναλωτική δαπάνη (και όχι από την φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου), και έτσι πλήττονται αναλογικά περισσότερο τα ασθενέστερα εισοδηματικά κλιμάκια, τα οποία συνήθως καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους. Παρόλα αυτά, η διαδικασία είσπραξης της έμμεσης φορολογίας είναι ευκολότερη, λιγότερο δαπανηρή και με μεγαλύτερη απόδοση, για αυτό και η άντληση εσόδων μέσω της έμμεσης φορολογίας προτιμάται παραδοσιακά στην Ελλάδα.
Ο συνδυασμός της σύνθεσης των φορολογικών εσόδων (από φόρους και εισφορές) και του επιπέδου των φορολογικών συντελεστών καταδεικνύει τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα του φορολογικού συστήματος στη χώρα μας που συνδέονται με :
(i) τη σχετικά (με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ) χαμηλή αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού,
(ii) τη μεγάλη “παραοικονομία”,
(iii) το μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στο εργατικό δυναμικό,
(iv) την έντονη προοδευτικότητα στην άμεση φορολογία,
(v) την άνιση φορολογική μεταχείριση μισθωτής και μη μισθωτής εργασίας,
(vi) τη χαμηλή παραγωγικότητα και προστιθέμενη αξία,
(vii) την υψηλή εξάρτηση από την κατανάλωση,
(viii) το μικρό ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού, και
(ix) την υψηλή ανεργία.
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στο μικρό εύρος της φορολογικής βάσης, το οποίο αποτελεί σημαντικό κριτήριο φορολογικής δικαιοσύνης. Η φορολογική βάση στη φορολογία εισοδήματος, παρά τις μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν ιδιαιτέρως την περίοδο 2012-14, παραμένει περιορισμένη, επικεντρωμένη στη μισθωτή εργασία. Ως αποτέλεσμα, η επιβάρυνση λόγω των υψηλών συντελεστών φορολογίας και εισφορών είναι ασύμμετρα μεγάλη για μικρό μέρος του πληθυσμού. Η φορολογική βάση στην Ελλάδα και η σχετικά μικρή αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων ευνοούν την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, παραβιάζοντας την αρχή της οριζόντιας ισότητας (δηλαδή, άτομα με την ίδια φοροδοτική ικανότητα δεν φαίνεται να χαίρουν της ίδιας φορολογικής αντιμετώπισης, είτε λόγω εξαιρέσεων που ακόμα υπάρχουν στο νομοθετικό πλαίσιο, είτε λόγω εκτεταμένης φοροδιαφυγής).
Την τελευταία δεκαετία, λόγω της επείγουσας ανάγκης για αύξηση των φορολογικών εσόδων, παρατηρήθηκαν συχνές αλλαγές σε βασικές παραμέτρους του συστήματος φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και νομικών προσώπων, καθιστώντας αβέβαιο το οικονομικό περιβάλλον για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, οι συντελεστές του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων αναπροσαρμόστηκαν πολλές φορές, η πλειονότητα των φοροαπαλλαγών εξαλείφθηκε, ενώ επιπρόσθετα εφαρμόστηκε έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης.
Το σύστημα φορολογίας εισοδήματος στην Ελλάδα έχει σχετικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές για φυσικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να στρεβλώνονται τα κίνητρα για εργασία, και να ενθαρρύνονται η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή. Η καθαρή μέση επιβάρυνση από φόρους εισοδήματος και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Ταυτόχρονα, ο ανώτερος συντελεστής στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερος σε σχέση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Στη φορολογία εισοδήματος των νομικών προσώπων, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι από τις πιο επιβαρυμένες φορολογικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Παρά τη μείωση του φορολογικού συντελεστή εταιρικών κερδών κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε 28% το 2019, η χώρα κατατάχθηκε στην ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών με τον υψηλότερο ονομαστικό εταιρικό φορολογικό συντελεστή, περίπου 6 ποσ. μον. υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Σχεδόν παντού στην Ευρώπη, από το 2014, καταγράφτηκε μείωση των ονομαστικών και επομένως και των πραγματικών συντελεστών, η οποία προοδευτικά έγινε εντονότερη, με στόχο την τόνωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η φορολογία επιχειρήσεων την ίδια περίοδο ακολούθησε αυξητική πορεία. Έτσι, η μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων στο 24% και του συντελεστή των διανεμόμενων κερδών στο 5% το 2020, καθώς και η προαναγγελθείσα μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 20%, αναμένεται να συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση της ανεργίας και στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας.
Η υψηλότερη φορολόγηση των ελληνικών επιχειρήσεων συμβάλλει στη χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, και επιδρά ανασταλτικά στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, αλλά και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων. Συγκεκριμένα:
(i) Αυξάνει το κόστος συσσώρευσης φυσικού κεφαλαίου.
(ii) Αποδυναμώνει το επενδυτικό ενδιαφέρον και αποθαρρύνει την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, και έτσι δυσχεραίνει τη μεταφορά και διάχυση τεχνογνωσίας στην εγχώρια αγορά.
(iii) Επιδρά αρνητικά στην κερδοφορία της επένδυσης.
(iv) Συμβάλλει στην αναστολή λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων, καθώς και στη μεταφορά της φορολογικής τους έδρας, ή ακόμη και της παραγωγικής τους δραστηριότητας, σε άλλες χώρες με ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση.
(v) Μειώνει την παραγωγικότητα του κεφαλαίου και τη συνολική παραγωγικότητα.
(vi) Καθιστά τις επιχειρήσεις λιγότερο ανταγωνιστικές και θέτει σε κίνδυνο την οικονομική τους βιωσιμότητα.
(vii) Προκαλεί στρεβλώσεις στις χρηματοδοτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων, οι οποίες τείνουν να προκρίνουν την έκδοση χρέους σε σχέση με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, αφού οι πληρωμές τόκων εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη.
(viii) Ενισχύει τα κίνητρα φοροδιαφυγής και ευνοεί την παραοικονομία.
(ix) Εξασθενεί τα κίνητρα για επενδύσεις με ταχεία τεχνολογική απαξίωση, όπως είναι οι καινοτόμες επενδύσεις.
Πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική οικονομία, σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας. Το 2017, το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα, τόσο ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων, όσο και ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας, ήταν πάνω από 10 ποσ. μον. υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η κύρια συνιστώσα της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας για ένα τυπικό νοικοκυριό δεν είναι τόσο η φορολογία εισοδήματος, όσο οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη και εργαζομένου. Η ελληνική οικονομία, σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες αυξάνουν τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και οδηγούν σε μείωση του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Πρόσφατα υιοθετήθηκαν μια σειρά από μέτρα που στοχεύουν στη μείωση αυτού του βάρους. Το 2020 υιοθετήθηκε η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για απασχολούμενους πλήρης απασχόλησης, ενώ για το 2021 εφαρμόζεται προσωρινά η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για μισθωτή εργασία κατά 3 ποσ. μον. και η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα από ιδιωτική δραστηριότητα. Αξίζει να εξετασθεί κατά πόσο τα μέτρα αυτά δύνανται να συνεχιστούν ή και να συμπληρωθούν από άλλα μέτρα, όπως εξειδικεύονται και στο Σχέδιο Ανάκαμψης για την Ελληνική Οικονομία (π.χ. μείωση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος).
Η υπέρμετρη αύξηση του φορολογικού βάρους στην εργασία, που επηρεάζει κυρίως τα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια, έχει σημαντικές συνέπειες στη λειτουργία της αγοράς εργασίας και προκαλεί στρεβλώσεις στη λειτουργία της οικονομίας. Οι ισχύοντες οριακοί συντελεστές είναι ιδιαίτερα υψηλοί και εμφανίζουν πολύ έντονη προοδευτικότητα ήδη από τα μεσαία εισοδήματα. Η υψηλή αυτή φορολόγηση αποδυναμώνει τα κίνητρα των εργαζομένων για προσφορά εργασίας, αλλά και των επιχειρήσεων για ζήτηση εργασίας και παραγωγή, αφού πλήττει την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ ενδυναμώνει τα κίνητρα φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής. Επίσης, αποθαρρύνεται η επένδυση σε γνώσεις, διότι μειώνεται η ανταμοιβή για εργασία που απαιτεί υψηλό περιεχόμενο ανθρώπινου κεφαλαίου. Με αυτόν τον τρόπο, δεν προωθείται η δημιουργία θέσεων εργασίας για εργαζόμενους με ιδιαίτερες δεξιότητες, και υπάρχουν αντικίνητρα για αντίστοιχες επενδύσεις. Επιπλέον, η υπερβολική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας αποτελεί αντικίνητρο για την παραμονή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη χώρα, εξωθεί εργαζόμενους στην παραοικονομία και καθυστερεί τη στροφή της οικονομίας προς την εξωστρέφεια. Ως εκ τούτου, αντί να αυξάνει τα φορολογικά έσοδα, συμβάλλει στη συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και στη μείωση των εσόδων και τελικά στη μείωση του ΑΕΠ.
Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι ένα από τα σημαντικότερα που αντιμετωπίζει η χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Στην Ελλάδα το πρόβλημα αυτό είναι ακόμα πιο οξύ σε σχέση με άλλες αναπτυγμένες χώρες.
Πριν τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής, ενδεικτικές ήταν οι στρεβλώσεις του φορολογικού συστήματος: το 2011, το 8% των φορολογουμένων πλήρωνε το 69% των φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων, και το 0,4% των επιχειρήσεων πλήρωνε το 61% των φόρων εισοδήματος νομικών προσώπων. Οι τάσεις αυτές άλλαξαν με τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν την περίοδο 2012-14, με θεαματική διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε, ενδείξεις για υψηλό ποσοστό αδήλωτων εισοδημάτων και φοροδιαφυγής προέρχονται από το γεγονός ότι τα έσοδα από τους άμεσους φόρους παραμένουν πολύ χαμηλότερα από την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της ΑΑΔΕ για το φορολογικό έτος 2018 δείχνουν ότι σχεδόν το 10% του συνόλου των φορολογουμένων σε επίπεδο φορολογικών δηλώσεων δήλωσαν το 2018 μηδενικό εισόδημα και περισσότεροι από τους μισούς (58,9%) δήλωσαν εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ.
Επίσης, φοροδιαφυγή παρατηρείται και στην έμμεση φορολογία, καθώς μεγάλο μέρος των υπηρεσιών που αντιστοιχεί σε υψηλό συντελεστή ΦΠΑ δραστηριοποιείται στην άτυπη οικονομία και δεν καταγράφεται. Ειδικότερα, για τo 2018, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη υστέρηση στον ΦΠΑ (VAT gap) στην ΕΕ, ίση με 30,1% των δυνητικών εσόδων ΦΠΑ (ή €6,6 δισεκ.).
Αιτίες της φοροδιαφυγής
Οι παράμετροι που καθορίζουν το ύψος της φοροδιαφυγής σε μια οικονομία είναι κυρίως τρεις: (1) Το ύψος των φορολογικών συντελεστών, (2) Η πιθανότητα εντοπισμού και τιμωρίας, (3) Το μέγεθος των επιβαλλόμενων προστίμων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το ύψος των φορολογικών συντελεστών είναι μεγάλο, ενώ οι φορολογικοί έλεγχοι έχουν σχετικά χαμηλή αποτελεσματικότητα. Επιπλέον, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιους πρόσθετους παράγοντες. Συγκεκριμένα:
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά στον ΕΝΦΙΑ. Ο φόρος ακίνητης περιουσίας είναι ένα φόρος που επιβάλλεται διεθνώς, τουλάχιστον στις προηγμένες οικονομίες. Θεωρείται πιο κατάλληλος για τη προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης σε σύγκριση με τους φόρους εισοδήματος, καθώς βελτιώνει την κατανομή των συντελεστών παραγωγής και προκαλεί πολύ λιγότερες επιπτώσεις στα κίνητρα για προσφορά εργασίας, αποταμίευση και επένδυση. Είναι ένας αποτελεσματικός και κοινωνικά δίκαιος φόρος και συμβάλλει καθοριστικά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, καθώς τα ακίνητα αποτελούν ένα σύνηθες μέσο απόκρυψης εισοδημάτων. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω.
Θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου με μια σειρά προτάσεων πολιτικής που στόχο έχουν την μεταρρύθμιση της φορολογικής πολιτικής και αφορούν: (i) στη δημιουργία κινήτρων, (ii) στην απλοποίηση και βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος, και (iii) στη βελτίωση του ελεγκτικού μηχανισμού. Πολλές από αυτές έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί στις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ μερικές συμπίπτουν με αυτές που έχουν προταθεί από την Επιτροπή Πισσαρίδη στο Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία.
Η επιβολή υψηλής φορολογίας τα τελευταία χρόνια, χωρίς όμως να συνδυαστεί με ταυτόχρονη περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης, οδήγησε σε εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών. Η υψηλή φορολόγηση περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, εξασθενεί τα κίνητρα για εργασία και επένδυση και δημιουργεί φορολογική κόπωση. Μια διόρθωση των στρεβλώσεων του φορολογικού συστήματος κρίνεται απαραίτητη ώστε να βελτιωθεί η θέση της Ελλάδας στη σχετική κλίμακα φορολογικής ανταγωνιστικότητας, που θεωρείται καθοριστική για την τόνωση του επενδυτικού επιχειρηματικού κινδύνου, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, την αύξηση της κατανάλωσης και εν τέλει την επίτευξη βιώσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.
(Α) Μείωση φορολογικής επιβάρυνσης
Το 2019 ξεκίνησε μια σημαντική προσπάθεια φορολογικής αναμόρφωσης, με την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων μόνιμου χαρακτήρα που στόχευαν στη βαθμιαία ελάφρυνση του φορολογικού βάρους. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 2020 εφαρμόστηκαν ρυθμίσεις μόνιμου χαρακτήρα όπως:
Για το 2021 υιοθετήθηκαν επίσης μια σειρά από μέτρα που στοχεύουν στη μείωση του φορολογικού βάρους των εργαζομένων, όπως:
Η αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής με ελάφρυνση του φορολογικού βάρους εργαζομένων και επιχειρήσεων και δικαιότερη κατανομή του, αποτελεί αδήριτη ανάγκη και θα πρέπει να συνεχιστεί. Η μείωση της φορολογίας επιφέρει θετικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς. Μια περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών θα στηρίξει την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα και, εν τέλει, την οικονομική ανάπτυξη και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για μείωση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας. Μακροπρόθεσμα, κατά συνέπεια, θα έχει και ένα θετικό αντίκτυπο στα δημόσια έσοδα. Ειδικότερα:
(Β) Διεύρυνση Φορολογικής Βάσης
Προκειμένου να ενισχυθεί η συμμόρφωση των φορολογουμένων και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο φορολογικό σύστημα, προτείνεται:
(Γ) Δημιουργία Κινήτρων
Εν κατακλείδι, θα ήθελα να επισημάνω ότι στο πλαίσιο της αναγκαίας αλλαγής του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος είναι επιτακτική, ώστε να μη διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία μετά την κρίση της πανδημίας, ενώ παράλληλα να δοθεί περαιτέρω αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία. Στο παρελθόν, η φορολογική πολιτική στην Ελλάδα λειτούργησε προκυκλικά, οξύνοντας τις επιδράσεις του οικονομικού κύκλου. Παράλληλα, ο τρόπος κατανομής του φορολογικού βάρους αποκαλύπτει μονιμότερου χαρακτήρα παθογένειες του φορολογικού μηχανισμού. Οι σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής θα πρέπει πλέον να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στη χάραξη μια ολοκληρωμένης φορολογικής πολιτικής που, λειτουργώντας αντικυκλικά, θα αμβλύνει τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου, θα έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό και παράλληλα, θα κατανείμει το φορολογικό βάρος δίκαια και αναλογικά.
Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ
Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις αφορούν σε τρείς κύριες κατευθύνσεις: (i) στη δημιουργία κινήτρων, (ii) στην απλοποίηση και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος, και (iii) στη βελτίωση του ελεγκτικού μηχανισμού με την αξιοποίηση της τεχνολογίας. Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται: