«Οι χαμηλές τιμές στο τέλος της προηγούμενης περιόδου, σε συνδυασμό με την παράταση που δόθηκε, οδήγησε σε αποθεματοποίηση ποσοτήτων πετρελαίου θέρμανσης από τα νοικοκυριά, γεγονός που περιορίζει τις ανάγκες για νέες προμήθειες και, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις από την αγορά, η ζήτηση του Οκτωβρίου ήταν περιορισμένη» αναφέρει το ΚΕΠΕ και προσθέτει ότι «συγκριτικά με την έναρξη της περσινής περιόδου διάθεσης, η τιμή είναι σημαντικά μειωμένη, καθώς η μέση τελική τιμή του Οκτωβρίου 2019 ήταν 1.042 ευρώ/χιλιόλιτρο. Σε κάθε περίπτωση, η τιμή διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, γεγονός που ευνοεί τόσο την αγορά, όσο και τους καταναλωτές και συμβάλλει στην ενίσχυση της ζήτησης για πετρέλαιο θέρμανσης».
Επίσης το ΚΕΠΕ τονίζει ότι «το γεγονός ότι η διάθεση του επιδόματος θα καλύπτει περισσότερους τύπους καυσίμων για θέρμανση είναι ιδιαίτερα θετικό για την αγορά και δύναται επίσης να συμβάλει θετικά και στον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (π.χ. στην περίπτωση χρήσης φυσικού αερίου, σε αντικατάσταση του πετρελαίου). Ωστόσο, η τροποποίηση αυτή είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά τη ζήτηση για πετρέλαιο θέρμανσης».
Σύμφωνα με τη μελέτη εκτιμάται ότι «το επίδομα για κάθε νοικοκυριό δύναται να κυμανθεί από 80 μέχρι 600 ευρώ, σε αντίθεση με πέρσι που το αντίστοιχο εύρος ήταν μεταξύ 64 και 350 ευρώ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναμένεται να είναι δικαιότερη η κατανομή μεταξύ των δικαιούχων του συνολικού κονδυλίου που έχει προβλεφθεί, και που σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις ανέρχεται στα 83 εκατ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, για την είσπραξη του επιδόματος από τους δικαιούχους, απαιτείται η αγορά καυσίμων διπλάσιας αξίας από το επίδομα».
Επίσης, «για τον υπολογισμό του επιδόματος, κατά περίπτωση, πέρα από τα γνωστά εισοδηματικά κριτήρια, λαμβάνονται υπόψη, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, οι καιρικές συνθήκες ανά περιοχή και συνεπώς οι ανάγκες σε θέρμανση. Έτσι, αντί των τεσσάρων κλιματικών ζωνών που ίσχυαν μέχρι και πέρσι, κατηγοριοποιήθηκε το σύνολο της επικράτειας σε 13.459 περιοχές καιρικών συνθηκών και ορίστηκαν οι αντίστοιχοι συντελεστές».
Όπως σημειώνεται «οι καταγεγραμμένες πωλήσεις του Απριλίου 2020 αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό και ανήλθαν σε 342 χιλιάδες χιλιόλιτρα. Μάλιστα, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες πωλήσεις του Απριλίου 2019 που ήταν περίπου 87 χιλιάδες χιλιόλιτρα, παρουσίασαν αύξηση 295%. Οι πωλήσεις του Μαΐου ξεπέρασαν τα 140 χιλιάδες χιλιόλιτρα, ποσό ιδιαίτερα υψηλό για την περίοδο, έστω και εάν υπολείπεται των πωλήσεων του Απριλίου. Τέλος, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2019/2020, οι συνολικές πωλήσεις ανήλθαν σε 1.644 χιλιόλιτρα και τα κρατικά έσοδα από τον ΕΦΚ εκτιμώνται σε 460 εκατ. ευρώ. Τα ποσά αυτά είναι αυξημένα κατά 27% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο 2018/2019».
Βέβαια τονίζεται για άλλη μια φορά η επιβάρυνση που επιφέρει στην τιμή ο ΕΦΚ που σχυνά «απορροφά» τις όποιες μειώσεις στις τιμές του αργού. «Ο ΕΦΚ αποτελεί σταθερό φόρο και συνεπώς, όσο μειώνεται η τιμή προ φόρων, το ποσό του ΕΦΚ παραμένει σταθερό, με αποτέλεσμα να αυξάνει το μερίδιο συμμετοχής του στην τελική τιμή. Σε αυτό προστίθεται και η επίδραση του ΦΠΑ, που ως ποσοστιαίος φόρος επιβαρύνει και τον ΕΦΚ» σημειώνει το ΚΕΠΕ.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr