Ο κόσμος της εργασίας αλλάζει. Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη, η παγκοσμιοποίηση, η κλιματική αλλαγή και η δημογραφική γήρανση δημιουργούν συνεχώς νέα δεδομένα ως προς το μίγμα των γνώσεων και δεξιοτήτων που απαιτούν οι σύγχρονες θέσεις εργασίας. Για παράδειγμα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός – η ενσωμάτωση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής – καθιστά τις ψηφιακές δεξιότητες ιδιαιτέρως περιζήτητες. Η τάση αυτή, μάλιστα, εντείνεται και επισπεύδεται λόγω της πανδημίας και της επακόλουθης επέκτασης της τηλεργασίας και των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Αυξανόμενη βαρύτητα αποκτούν, επίσης, και οι λεγόμενες ήπιες ή προσωποκεντρικές δεξιότητες, εφόσον πρόκειται για δεξιότητες που δεν κινδυνεύουν να αντικατασταθούν από τις νέες τεχνολογίες αυτοματοποίησης. Στον αντίποδα, δεξιότητες που σχετίζονται με την εκτέλεση επαναλαμβανόμενων καθηκόντων ή νοητικών εργασιών που ακολουθούν ένα προβλέψιμο μοτίβο αναμένεται να περιπέσουν αργά ή γρήγορα σε απαξίωση. Κοντολογίς, νέα επαγγέλματα και ειδικότητες εμφανίζονται, άλλα απειλούνται με αφανισμό, ενώ σε αρκετά από αυτά μεταβάλλεται ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα ασκούν τα καθήκοντά τους. Κοινή συνισταμένη αυτών των ανατροπών είναι ότι εγείρουν ένα ζήτημα συνεχούς προσαρμογής των γνώσεων και των δεξιοτήτων που διασφαλίζουν την απασχολησιμότητα του ανθρώπινου δυναμικού, την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τη διατηρήσιμη οικονομική μεγέθυνση.
Ενδεικτικά του μεγέθους της πρόκλησης που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή οικονομία είναι τα ευρήματα έρευνας που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα για τη Βιομηχανία τον Ιούλιο του 2020. Σύμφωνα με αυτά, εκτιμάται ότι 21 εκ. περίπου εργαζόμενοι, οι οποίοι απασχολούνται σε φθίνοντα επαγγέλματα, θα χρειαστεί μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια να συμμετέχουν σε προγράμματα επανακατάρτισης προκειμένου να μεταπηδήσουν σε διαφορετική επαγγελματική κατηγορία. Επιπλέον, 94 εκ. εργαζόμενοι (σχεδόν το 40% του σημερινού εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη) θα κληθούν να αναβαθμίσουν τις δεξιότητές τους, καθώς το 20% περίπου των καθηκόντων που ασκούν κατά την εργασία τους εκτιμάται ότι θα αυτοματοποιηθεί μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Την ίδια στιγμή, καταγράφεται έλλειψη σε ειδικούς τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, η οποία για το 2020 υπολογίζεται σε 500.000 άτομα περίπου. Μόνο τυχαίο δεν θα πρέπει, επομένως, να θεωρείται το γεγονός ότι το 85% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρεί ότι η ανάπτυξη ενός σύγχρονου οικοσυστήματος επανακατάρτισης και αναβάθμισης δεξιοτήτων πρέπει να αναχθεί σε άμεση προτεραιότητα.
Η επιτυχής προσαρμογή του ανθρώπινου δυναμικού στις συντελούμενες αλλαγές – και πολύ περισσότερο σε συνθήκες δημογραφικής γήρανσης – εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη αποτελεσματικών συστημάτων Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΣΕΚ). Η έννοια της αποτελεσματικότητας εν προκειμένω αναφέρεται σε συστήματα ΣΕΚ που διασφαλίζουν την ποιότητα της παρεχόμενης κατάρτισης σε όλους τους κρίκους της αλυσίδας εισροών και εκροών (προγράμματα σπουδών, εκπαιδευτές, τεχνικές και κτηριακές υποδομές, εξετάσεις για τη διακρίβωση της απόκτησης των απαιτούμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων).
Εν συντομία, αποτελεσματικό είναι ένα σύστημα ΣΕΚ που παρέχει στο ανθρώπινο δυναμικό προσιτές, ποιοτικές και με ουσιαστικό αντίκρισμα ευκαιρίες επανακατάρτισης (reskilling) και αναβάθμισης των δεξιοτήτων του (upskilling). Η μεν επανακατάρτιση προσφέρει στα άτομα τη δυνατότητα απόκτησης νέων γνώσεων και δεξιοτήτων – συναφών κατά προτίμηση με τις γνώσεις και δεξιότητες που ήδη διαθέτουν – προκειμένου να αποκτήσουν νέα ειδίκευση και να μεταπηδήσουν σε διαφορετική επαγγελματική κατηγορία με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης. Η δε αναβάθμιση των δεξιοτήτων επιτρέπει στα άτομα να ευθυγραμμίζουν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους με τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις του επαγγέλματός τους και να διατηρούν έτσι την τρέχουσα θέση εργασίας τους.
Η μετάβαση προς ένα οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο προϋποθέτει τη λειτουργία αποτελεσματικών συστημάτων μάθησης ενηλίκων, στον βαθμό που διευκολύνουν την προσαρμογή του ανθρώπινου δυναμικού στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Τι λένε, όμως, τα στοιχεία; Πόσο έτοιμα είναι τα συστήματα μάθησης ενηλίκων των χωρών να ανταποκριθούν σε αυτόν τον ρόλο και ποια είναι η θέση της Ελλάδας στις διεθνείς αξιολογήσεις;
Απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα επιχειρεί να δώσει μελέτη του ΟΟΣΑ (2019), η οποία αξιολογεί τα συστήματα μάθησης ενηλίκων 33 χωρών σε διάφορες επιμέρους διαστάσεις, όπως:
- Η αναγκαιότητα της επανακατάρτισης και αναβάθμισης δεξιοτήτων,
- η ενεργός συμμετοχή του ανθρώπινου δυναμικού και των επιχειρήσεων σε δράσεις κατάρτισης,
- η επάρκεια χρηματοδότησης των προγραμμάτων κατάρτισης
- ο βαθμός ευελιξίας και καθοδήγησης που διακρίνει τα προγράμματα κατάρτισης,
- η ευθυγράμμιση του αντικειμένου της κατάρτισης με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας
Ένα πρώτο συμπέρασμα που αντλείται από την εν λόγω μελέτη είναι ότι σε όλες τις χώρες υπάρχουν ευρεία περιθώρια βελτίωσης· ακόμη και σε αυτές που έχουν να επιδείξουν αξιόλογες επιδόσεις στις περισσότερες διαστάσεις. Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η χρηματοδότηση των δράσεων κατάρτισης είναι μεν σημαντική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συνιστά πανάκεια για την επίτευξη των στόχων που πρέπει να προάγει ένα σύστημα μάθησης ενηλίκων. Τέλος, η μελέτη εντοπίζει ορισμένες χώρες οι οποίες, μολονότι αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα επείγουσες ανάγκες επανακατάρτισης και αναβάθμισης δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού τους, δεν έχουν να επιδείξουν αξιοσημείωτη πρόοδο σε αυτό το πεδίο. Σε αυτήν την κατηγορία χωρών συγκαταλέγεται και η Ελλάδα.
Συνολικά, οι επιδόσεις της Ελλάδας δείχνουν την υστέρηση της χώρας στην ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος δια βίου μάθησης και την επιτακτική ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους. Αρκεί να αναφέρει κανείς ότι η συμμετοχή του ανθρώπινου δυναμικού και των επιχειρήσεων σε προγράμματα κατάρτισης είναι από τις χαμηλότερες· η χρηματοδότηση είναι ανεπαρκής· η ευελιξία και η καθοδήγηση σε μεγάλο βαθμό απουσιάζουν και η ευθυγράμμιση του αντικειμένου της κατάρτισης με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας θεωρείται προβληματική. Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που στη χώρα καταγράφονται:
- σημαντική έλλειψη σε ψηφιακές και σε τεχνικές δεξιότητες,
- ταχεία γήρανση του πληθυσμού,
- υψηλός κίνδυνος πλήρους αυτοματοποίησης ή ουσιώδους μεταβολής των θέσεων εργασίας λόγω αυτοματοποίησης,
- εκτεταμένη οριζόντια αναντιστοιχία δεξιοτήτων.
Τα παραπάνω ευρήματα επιβεβαιώνει και μεγάλη έρευνα του ΣΕΒ (2018) σύμφωνα με την οποία ένα αρκετά υψηλό ποσοστό επιχειρήσεων (36%) αντιμετωπίζει δυσκολίες στην πλήρωση των κενών θέσεων εργασίας του, ενώ ένα ακόμη υψηλότερο ποσοστό (45%) αντιμετωπίζει ελλείψεις στις γνώσεις και δεξιότητες του προσωπικού που απασχολεί ήδη. Τι πρέπει, επομένως, να γίνει; Ποιοι είναι οι κεντρικοί άξονες στους οποίους πρέπει να βασιστούν οι πρωτοβουλίες για την αναμόρφωση του συστήματος μάθησης ενηλίκων; Σε αυτά τα ερωτήματα καλείται να απαντήσει το αναμενόμενο νομοσχέδιο για την Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση και τη ΣΕΚ.
Η ΣΕΚ αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων και την επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες γνώσεων και δεξιοτήτων που απαιτεί η μετάβαση προς μία ανταγωνιστική, ψηφιακά προηγμένη και περιβαλλοντικά ουδέτερη οικονομία. Στην Ελλάδα, η μεταρρύθμιση του συστήματος της ΣΕΚ πρέπει να έχει ως πρωταρχική επιδίωξη την ενίσχυση της αναπτυξιακής του διάστασης. Υπό αυτό το πρίσμα, ο ΣΕΒ προτείνει τη θεσμοθέτηση ενός ενιαίου και εξωστρεφούς συστήματος παροχής υπηρεσιών ΣΕΚ, όπου θα διασφαλίζεται η ποιότητα των εισροών και των εκροών μέσω της υιοθέτησης διεθνών προτύπων ποιότητας και το οποίο θα συγκεντρώνει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
- Συνεχής παρακολούθηση των εξελίξεων στην αγορά εργασίας και ευελιξία στον προσδιορισμό των αναγκών των επιχειρήσεων
- Εφαρμογή τεχνολογικά προηγμένων και καινοτόμων μεθόδων παροχής κατάρτισης (π.χ. προσομοίωση)
- Συμβολή στην άρση των εμποδίων που δυσχεραίνουν την κινητικότητα του ανθρώπινου δυναμικού και την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας.
Η μετάβαση προς ένα νέο, οικονομικά και περιβαλλοντικά διατηρήσιμο παραγωγικό μοντέλο, ένα μοντέλο εξωστρεφές και με ποιοτικές θέσεις εργασίας, προϋποθέτει τη ριζική αναμόρφωση του συστήματος ΣΕΚ. Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν και η ανάληψη δράσης δεν μπορεί να περιμένει άλλο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr