Ειδικότερα, όπως αναφέρει στην καταγγελία της, «αφού ο Υπουργός Ανάπτυξης ακύρωσε αναιτιολόγητα και με πρωτοφανή τρόπο το πρόστιμο που είχε επιβληθεί από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή σε ασφαλιστική επιχείρηση για παράνομες αυξήσεις ασφαλίστρων, τώρα προβαίνει σε τροποποίηση της νομοθεσίας, ώστε οι τελευταίες να προβαίνουν ανεμπόδιστα πλέον σε αυθαίρετες αυξήσεις.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές που έχουν συνάψει ασφάλιση υγείας είναι οι υπέρογκες αυξήσεις των ασφαλίστρων σε κάθε επέτειο του ασφαλίστρου. Όπως έχει κριθεί με την απόφαση 1030/2001 του Αρείου Πάγου έπειτα από συλλογική αγωγή της ΕΚΠΟΙΖΩ, η αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου πρέπει να γίνεται με βάση κριτήρια που προβλέπονται στη σύμβαση, είναι εύλογα, αντικειμενικά και προβλέψιμα για τον καταναλωτή, ώστε να μπορεί να ελέγχει την εγκυρότητα της αύξησης του ασφαλίστρου.
Ακολούθως, τα δικαστήρια, στα οποία προσέφυγαν καταναλωτικές ενώσεις και ασφαλισμένοι, έχουν κρίνει, σε όλες τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί, καταχρηστικούς τους όρους που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δικαιώνουν τους καταναλωτές, μειώνουν το ασφάλιστρο, επιστρέφουν αδικαιολόγητα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, συμπληρώνουν τις συμβάσεις με αντικειμενικούς δείκτες που θα πρέπει να ακολουθούν οι εταιρείες στην αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου (π.χ. δείκτης υγείας της Στατιστικής αρχής).
Μάλιστα, η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή έχει επιβάλει πρόστιμα για τις εν λόγω ασφαλίσεις, όλες δε οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων έπειτα από προσφυγές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (και εφετειακές) διαπιστώνουν την αδιαφάνεια και καταχρηστικότητα των όρων και τη νομιμότητα της επιβολής
προστίμου.
Με το άρθρο 268, όμως, του νομοσχεδίου επιχειρείται αφενός η κάμψη της προστασίας του ασφαλισμένου στις νέες συμβάσεις και αφετέρου μία επέμβαση στις υφιστάμενες συμβάσεις μακροχρόνιων νοσοκομειακών ασφαλίσεων. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1, στις νέες συμβάσεις θα αρκεί να αναφέρονται μόνο τα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια αναπροσαρμογής του πρώτου εδαφίου (πχ. δείκτης υγείας και ηλικία ασφαλισμένου), χωρίς να εξειδικεύεται σε τι ποσοστό το κάθε κριτήριο συμμετέχει
στην αναπροσαρμογή. Έτσι, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα μπορούν να χρησιμοποιούν τα κριτήρια αυτά κατά το δοκούν, χωρίς να μπορεί να ελέγξει ο ασφαλισμένος την τελική αναπροσαρμογή.
Επιπλέον, η παρ. 2 του άρθρου περιέχει μία εντελώς παράδοξη και παράλογη ρύθμιση, η οποία επιδοκιμάζει και ανέχεται την παραβίασης αρχής της διαφάνειας στην αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου. Οι ασφαλιστικές εταιρίες μπορούν να παραβιάζουν τα κριτήρια και τους αντικειμενικούς δείκτες αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου, αφού σε περίπτωση που η αναπροσαρμογή βρίσκεται εκτός των ορίων και των παραγόντων και δεικτών της παρ. 1, ενημερώνουν απλώς και παρέχουν διευκρινίσεις για την απόκλιση, 60 ημέρες πριν την κάθε
αναπροσαρμογή.
Η παρ. 3 επιτείνει ακόμη περισσότερο την ανασφάλεια των καταναλωτών. Προβλέπει μεν ότι σε περίπτωση που οι όροι είναι αδιαφανείς και δεν προβλέπουν κριτήρια, τότε εφαρμόζονται εκ του νόμου οι παράγοντες και τα κριτήρια της παρ. 1. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η παρ. 1 δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένους παράγοντες ή δείκτες, αφήνει τις εταιρίες να καθορίσουν οι ίδιες τους παράγοντες που τους εξυπηρετεί και την επιρροή τους στη σύμβαση. Μπορούν δηλαδή να καθορίσουν λ.χ. ένα οποιοδήποτε ετήσιο ποσοστό λόγω ηλικίας (π.χ. 4 %), αφού η ηλικία αναφέρεται ως παράγοντας στην παρ. 1, και οποιοδήποτε άλλο παράγοντα ή παράγοντες που κρίνουν ότι τους εξυπηρετούν καλύτερα για πρόσθετες αυξήσεις.
Ο εμπαιγμός δε των ασφαλισμένων κορυφώνεται με τη ρύθμιση ότι ο καταναλωτής μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση αν δεν εγκρίνει την αύξηση (το δικαίωμα καταγγελίας το έχει έτσι κι αλλιώς). Ωστόσο, ο καταναλωτής που θα υποχρεωθεί, λόγω της αύξησης του ασφαλίστρου να διακόψει μία ασφαλιστική σύμβαση υγείας δεν είναι σε θέση να βρει ανάλογη κάλυψη σε άλλη εταιρία, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρίες σήμερα προσφέρουν κυρίως ετήσια συμβόλαια, τα οποία κάθε χρόνο ανανεώνουν και όχι ισόβια.
Το επίμαχο άρθρο περιλαμβάνει διατάξεις που σκοπό έχουν να επέμβουν σε υφιστάμενες συμβάσεις και να ανατρέψουν τη διαφάνεια, όπως την έχουν αποκαταστήσει και τα δικαστήρια, σε βάρος του αδύναμου μέρους, του καταναλωτή, δίνοντας εξουσίες αυθαιρεσίας στις ασφαλιστικές εταιρίες. Υπό αυτό το πρίσμα οι διατάξεις είναι και αντισυνταγματικές αλλά και υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 93/13 για τους καταχρηστικούς όρους.
Κατόπιν των παραπάνω, η ΕΚΠΟΙΖΩ καλεί την κυβέρνηση να αποσύρει το άρθρο 268 από το σχέδιο νόμου “Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας” και να αρχίσει επιτέλους να εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των καταναλωτών και όχι μόνο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr