Ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα (πηγή: IOBE και Ευρωπαϊκή Επιτροπή) κινήθηκε ελαφρώς πτωτικά τον Σεπτέμβριο 2020. Διαμορφώθηκε στις 89,5 μονάδες από 90,7 μονάδες τον Αύγουστο 2020.
Σύμφωνα με την εβδομαδιαία έκθεση της Eurobank για την ελληνική οικονομία, ο σταθερά μεγάλος αριθμός των ημερήσιων κρουσμάτων και η υψηλή αβεβαιότητα αναφορικά με την εξέλιξη της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19 αποτελούν ερμηνευτικούς παράγοντες του προαναφερθέντος αποτελέσματος.
Στην Ευρωζώνη, παρά την επιδείνωση της πανδημίας, ο αντίστοιχος δείκτης σημείωσε βελτίωση για 4ο μήνα στη σειρά, ωστόσο με επιβραδυνόμενο ρυθμό.
Σε ότι αφορά τους δείκτες εμπιστοσύνης που συνθέτουν τον δείκτη οικονομικού κλίματος, στη βιομηχανία, στο λιανεμπόριο, στους καταναλωτές και τις κατασκευές σημειώθηκε πτώση τον Σεπτέμβριο 2020, ενώ στις υπηρεσίες καταγράφηκε βελτίωση.
Μετά την απότομη μείωση στο διάστημα Απριλίου-Μαΐου 2020, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα σταθεροποιήθηκε, και τον Ιούλιο 2020 κινήθηκε ανοδικά σε μηνιαία βάση. Η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και το άνοιγμα της οικονομίας οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.
Παρά ταύτα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο 2020 ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα υποχώρησε ξανά. Στην Ευρωζώνη η βελτίωση του οικονομικού κλίματος ξεκίνησε δύο μήνες νωρίτερα σε σχέση με την Ελλάδα – βέβαια η αρχική πτώση ήταν ισχυρότερη – και συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών και του Σεπτεμβρίου 2020, μολονότι με μειούμενο ρυθμό.
Ο δείκτης εμπιστοσύνης στη βιομηχανία εξηγεί σε έναν βαθμό το παραπάνω αποτέλεσμα, καθότι στην Ευρωζώνη ανέκαμψε σημαντικά ενώ στην Ελλάδα εξακολουθεί να απέχει κατά πολύ από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Εν κατακλείδι, η αναζωπύρωση των κρουσμάτων COVID-19 και η αυξημένη αβεβαιότητα οδήγησαν σε χειροτέρευση των δεικτών εμπιστοσύνης επιχειρήσεων και νοικοκυριών στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο 2020.
Τα εν λόγω στοιχεία δημιουργούν ερωτηματικά για την επίδοση της οικονομίας στο 4ο τρίμηνο 2020. Επιπρόσθετα, σηματοδοτούν την εξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα στους δείκτες οικονομικής συγκυρίας και την εξέλιξη της πανδημίας.
Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο βαθμός ευαισθησίας δεν είναι το ίδιο ισχυρός με τον αντίστοιχο στην αρχή της υγειονομικής κρίσης. Έχει συσσωρευτεί γνώση, και θα συνεχίσει να συσσωρεύεται, που καθιστά περισσότερο αποτελεσματικά τα μέτρα αντιμετώπισης της τρέχουσας κρίσης, τόσο σε υγειονομικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), για την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020, τα καθαρά έσοδα παρουσίασαν υστέρηση έναντι του στόχου (που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020) κατά €2.404 εκατ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση.
Από την πλευρά των δαπανών καταγράφηκε αύξηση έναντι του στόχου κατά €4.385 εκατ. Ως εκ τούτου, το πρωτογενές αποτέλεσμα και το ισοζύγιο ΚΠ ήταν χαμηλότερα σε σχέση με τον στόχο κατά €6.636 και €6.789 εκατ. αντίστοιχα.
Αναλυτικότερα, για την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020, τα καθαρά έσοδα ΚΠ διαμορφώθηκαν σε €30.050 εκατ., παρουσιάζοντας αρνητική απόκλιση από το στόχο των €32.455 εκατ. κατά €2.404 εκατ. (ή κατά 7,4%), η οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της υγειονομικής κρίσης, καθώς και στην επίπτωση από τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή της.
Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα από φόρους διαμορφώθηκαν στα €26.996 εκατ., μειωμένα σε σχέση με τον στόχο κατά €3.645 εκατ. (ή κατά 11,9%), μείωση η οποία προέρχεται κυρίως από τις εξής κατηγορίες φόρων: ΦΠΑ κατά €1.996 εκατ. (ή -16,6%), ειδικοί φόροι κατανάλωσης κατά €515 εκατ. (ή -10,8%) και φόρος εισοδήματος κατά €655 εκατ. (ή -7%).
Ειδικότερα για τον μήνα Αύγουστο 2020, τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε €4.326 εκατ., μειωμένα κατά €67 εκατ. (ή κατά 1,5%) έναντι του μηνιαίου στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020.
Αντιθέτως, τα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) παρουσίασαν θετική απόκλιση σε σχέση με τον στόχο κατά €1.294 εκατ. (ή κατά 51,5%), ενώ σημειώνεται ότι τον μήνα Ιούλιο εισπράχθηκε ποσό ύψους €644 εκατ. από ANFAs, τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί στον Προϋπολογισμό του 2020 (ποσό που συμπεριλαμβάνεται στον λογαριασμό «Μεταβιβάσεις»).
Από την πλευρά των δαπανών, καταγράφηκε υπέρβαση έναντι του στόχου της τάξης των €4.385 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση, € 39.731 εκατ. σε σύγκριση με τον στόχο των € 35.346 εκατ.).
Η διαφορά αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο: α) στη δαπάνη αποζημίωσης ειδικού σκοπού (μισθωτών και επιστημόνων) λόγω της πανδημίας του COVID-19, ύψους περίπου €1.189 εκατ., β) στη δαπάνη ενίσχυσης επιχειρήσεων με την μορφή επιστρεπτέας προκαταβολής ύψους περίπου €864 εκατ., γ) στη δαπάνη έκτακτης επιχορήγησης προς τον ΕΦΚΑ και τον ΕΟΠΥΥ για την κάλυψη υστέρησης εσόδων από τις μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές λόγω της πανδημίας, ύψους €420 και €263 εκατ. αντίστοιχα, δ) στις αυξημένες δαπάνες του ΠΔΕ κατά €1.887 εκατ., κυρίως λόγω των δαπανών για αποζημίωση ειδικού σκοπού επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων και για επιδότηση τόκων δανείων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας του COVID-19, και ε) στις αυξημένες πληρωμές για τόκους κατά €159 εκατ.
Βάσει των παραπάνω στοιχείων, το πρωτογενές αποτέλεσμα για την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020 διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους €5.484 εκατ., έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα €1.152 εκατ. (ήτοι χαμηλότερο κατά €6.636 εκατ.) και πρωτογενούς πλεονάσματος €2.906 εκατ. σε σχέση με το αντίστοιχο αποτέλεσμα για την ίδια περίοδο του 2019. Το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα ύψους €9.681 εκατ. έναντι στόχου για έλλειμμα €2.892 εκατ. (ήτοι υψηλότερο έλλειμμα κατά €6.789 εκατ.) και έναντι ελλείμματος € 1.588 εκατ. για το αντίστοιχο διάστημα του 2019.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr