Η πρόταση της ΤτΕ φιλοδοξεί όχι μόνο να συμβάλει για την εξολοκλήρου απαλλαγή των τραπεζών από τα "κόκκινα" δάνεια, φέρνοντας τον δείκτη NPL σε μονοψήφιο ποσοστό στα τέλη του 2021, αλλά να λύσει και το πρόβλημα του αναβαλλόμενου φόρου, το οποίο αντιμετωπίζεται μόνο προσωρινά με τα hive-down των τραπεζών.
Συνοπτικά, η πρόταση της ΤτΕ αποσκοπεί στη δραστική μείωση του αποθέματος των "κόκκινων" δανείων, αλλά και των νέων που θα δημιουργηθούν, επιτρέποντας στις τράπεζες να εγγράψουν σταδιακά τις ζημίες από το εγχείρημα, διατηρώντας πάντα τα κεφάλαιά τους πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα εποπτικά όρια.
Στο τέλος του α' τριμήνου 2020, και πριν αρχίσουν να αποτυπώνονται στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονταν σε 60,9 δισ. ευρώ και ο λόγος τους προς το σύνολο των δανείων στο 37,4%. Η ΤτΕ έχει εκτιμήσει ότι η επιτυχής ολοκλήρωση των συναλλαγών πώλησης NPLs, μέσω τιτλοποίησης δανείων με την ταυτόχρονη χρήση του προγράμματος χορήγησης εγγυήσεων του ελληνικού Δημοσίου ("Ηρακλής"), θα μειώσει τον δείκτη NPL περίπου στο 25%, ποσοστό που εξακολουθεί να παραμένει πολλαπλάσιο του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού - SSM (2,7% και 3,2%, αντίστοιχα, με στοιχεία Δεκεμβρίου 2019).
Με τη λύση που θα προτείνει, η ΤτΕ επισημαίνει ότι οι ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα NPLs των τραπεζών θα καλύπτονται αποκλειστικά από τις ίδιες και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελαχίστου ορίου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποκλείεται οποιαδήποτε διασύνδεση του προτεινόμενου σχήματος με ενδεχόμενα σενάρια εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης (δηλαδή με τον κίνδυνο ενεργοποίησης των κανόνων της οδηγίας BRRD για την εξυγίανση των τραπεζών με κεφάλαια των μετόχων, των ομολογιούχων και των καταθετών).
Οι πληροφορίες αναφέρουν πως η μεταφορά των "κόκκινων" δανείων των τραπεζών στην Asset Management Company θα διενεργείται στην καθαρή λογιστική αξία των δανείων και έναντι αυτών η τράπεζα θα λαμβάνει ομολογίες, χωρίς rating. Στη συνέχεια η AMC θα τιτλοποιεί το χαρτοφυλάκιο σε τίτλους υψηλής, μεσαίας και χαμηλής διαβάθμισης και θα πουλά σε επενδυτή τουλάχιστον το 50% των τίτλων υψηλής διαβάθμισης (senior notes) και ενδεχομένως τμήμα των τίτλων μεσαίας διαβάθμισης (mezzanine notes). Για τη διευκόλυνση της πώλησης και προκειμένου να καλύπτεται η διαφορά μεταξύ της αξίας των τίτλων με την οποία τα δάνεια είναι γραμμένα στα βιβλία των τραπεζών και έχουν μεταβιβαστεί στην AMC και της τιμής στην οποία θα τα αγοράζει ο επενδυτής, οι τίτλοι θα συνοδεύονται με κρατική εγγύηση.
Η τράπεζα θα εγγράφει τη ζημία από την πώληση των τιτλοποιημένων NPLs σε βάθος επταετίας, ανάλογα με τις εισπράξεις από το χαρτοφυλάκιο και τη ροή αποπληρωμής από την AMC.
Με την πώληση τουλάχιστον του 50% των senior ομολόγων, η τράπεζα θα πληροί τις προϋποθέσεις αποαναγνώρισης του χαρτοφυλακίου NPL.
Ο αναβαλλόμενος φόρος
Σύμφωνα με το σχέδιο που προτείνει η ΤτΕ, η τράπεζα θα αναλαμβάνει να πληρώνει, για μία πενταετία ή επταετία, ένα ποσό ετησίως ως προμήθεια για την κρατική εγγύηση. Η προμήθεια, όμως, δεν θα καταβάλλεται στο Δημόσιο με μετρητά, αλλά με διαγραφή από την τράπεζα ισόποσης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Με τον τρόπο αυτό θα αντιμετωπιστεί, παράλληλα με τη μείωση των NPLs, η μείωση του αναβαλλόμενου φόρου, που τον Μάρτιο του 2020 ανερχόταν σε 15,5 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών. Σημειώνεται ότι το κόστος των τιτλοποιήσεων που διενεργούν οι τράπεζες, αλλά και η κεφαλαιακή επιβάρυνση από την εφαρμογή του λογιστικού προτύπου IFRS9 για τον σχηματισμό προβλέψεων έναντι πιθανών μελλοντικών πιστωτικών κινδύνων, θα ροκανίσουν τα "καθαρά" εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών, ενισχύοντας περαιτέρω το ποσοστό συμβολής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
Η πρόταση για τη δημιουργία AMC, υποστηρίζει η ΤτΕ, δεν αποσκοπεί απλώς σε κεφαλαιακή ελάφρυνση, αλλά σε εκτέλεση συναλλαγών με όρους αγοράς και με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών. Παράλληλα, θα αξιοποιήσει τις υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και τις συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των NPLs και, έτσι, δεν θα ανατραπούν οι συμφωνίες που έχει συνάψει η κάθε τράπεζα με τις εταιρείες διαχείρισης "κόκκινων" δανείων, των οποίων η συνδρομή θα αποτελέσει μέρος της λύσης.
Το σχέδιο της ΤτΕ θα εξεταστεί από την κυβέρνηση και, εφόσον κριθεί υλοποιήσιμο, από κοινού οι δύο πλευρές θα σπεύσουν να πείσουν τον SSM και την DGComp για το ότι δεν προσκρούει στους κανονισμούς περί κρατικών ενισχύσεων αλλά και στην κοινοτική οδηγία BRRD για το bail-in των τραπεζών.
Για τις ελληνικές τράπεζες (σημειώνεται ότι τα moratoria πληρωμών στην Ελλάδα ανέρχονται σε 20 δισ. ευρώ) οι κρίσιμες αποφάσεις θα ληφθούν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020, οπότε λήγει η συντριπτική πλειονότητα των προγραμμάτων αναστολής. Καθώς φοβούνται ότι πολλά από τα δάνεια σε αναστολή δεν θα μπορέσουν να επανέλθουν άμεσα σε ολική αποπληρωμή της μηνιαίας δόσης, οι ελληνικές τράπεζες θα αιτηθούν στον SSM της σταδιακής επανόδου των δανείων σε κανονική αποπληρωμή, κλιμακωτά στη διάρκεια του 2021, με παροχή ευελιξίας για την κατηγοριοποίησή τους ως εξυπηρετούμενων.
ΑΝΕΣΤΗΣ ΝΤΟΚΑΣ
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr