Όπως αναφέρει ο Κτηνοτροφικός Σύλλογος ένα Παρατηρητήριο θα ήταν από τα πιο σημαντικά μέτρα για τη διασφάλιση της διαφάνειας των τιμών μεταξύ παραγωγής και πώλησης αγροτικών προϊόντων, αλλά και της διασφάλισης ενός σημαντικού ρόλου των ομάδων παραγωγών και των διεπαγγελματικών οργανώσεων.
Βέβαια ο Σύλλογος παραδέχεται ότι το όλο εγχείρημα έχει δυσκολίες καθώς παράλληλα χρειαζόταν βέβαια να λειτουργεί το Μητρώο Εμπόρων Αγροτικών Προϊόντων, να γίνονται οι δηλώσεις παραγωγής, πχ γάλακτος, να εκδίδονται έγκαιρα τα τιμολόγια, και ένα ακόμα ολόκληρο γραφειοκρατικό «βασίλειο», αποτρεπτικό για τον κάθε επαγγελματία αγρότη, και σχεδόν απαγορευτικό για τους επαγγελματίες κτηνοτρόφους.
Πάντως με βάση τον Κτηνοτροφικό Σύλλογο Αττικής το θέμα της ψαλίδας τιμών παραγωγού-καταναλωτή στην Ελλάδα είναι μείζον. Όπως αναφέρει, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥπΑΑΤ οι τιμές στο ράφι σε σχέση με το χωράφι είναι 5 έως 8 φορές πιο αυξημένες στην Ελλάδα, και στην ΕΕ περίπου 2,5 φορές. Όπως τονίζει ο Σύλλογος έγκαιρη συμβολαιακή συνθήκη των τιμών παραγωγού ως ποσοστό των τιμών καταναλωτή δεν υπάρχει πουθενά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2020 η Τράπεζα Πειραιώς ξεκίνησε να εκδίδει το Μηνιαίο Ενημερωτικό Δελτίο Τιμών Αγροτικών Προϊόντων για την έγκαιρη-διεξοδική ενημέρωση Αγροτικών Συνεταιρισμών/ Επιχειρήσεων/ Ιδιωτών/ Φορέων του Αγροτικού και Διατροφικού Τομέα, αναφορικά με την εξέλιξη και τις τάσεις των τιμών των βασικών αγροτικών προϊόντων.
Στο μεταξύ ενδιαφέρον έχει η συγκριτική έρευνα της Eurostat για τα βασικά προϊόντα διατροφής όπου καταφαίνεται ότι παρά τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης των τελευταίων δέκα χρόνων οι Έλληνες εξακολουθούν να πληρώνουν ακριβότερα από πολλούς Ευρωπαίους, ακόμα και για βασικά είδη διατροφής, όπως το ψωμί.
Όπως προκύπτει από η έρευνα της Eurostat, οι τιμές των τροφίμων συνολικά είναι υψηλότερες κατά 2,5% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σε σχέση με τις αιτίες για την εικόνα αυτή ενδιαφέρον έχει το τι καταγράφει η Επιτροπή Πισσαρίδη. Όπως επισημαίνει πολλά οφείλονται στην έλλειψη ανταγωνισμού, στη ρυθμιστική πολιτική και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης που δημιουργούν εμπόδια στην είσοδο νέων επιχειρήσεων και στην παραγωγική μεγέθυνση και επέκταση αυτών που ήδη λειτουργούν. «Οι υπερβολικές και ανώφελες ρυθμίσεις σε μεγάλο αριθμό αγορών στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει σε υψηλό ρυθμιστικό βάρος, στη διαμόρφωση προστατευμένων αγορών προϊόντων και σε «κλειστά» επαγγέλματα.
Ταυτόχρονα η εφαρμογή ρυθμίσεων ουσιαστικής σημασίας από τη δημόσια διοίκηση, όπως το δίκαιο του ανταγωνισμού και η κλαδική ρύθμιση, δεν είναι επαρκώς αποτελεσματική, με συνέπεια την ύπαρξη μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών συμπεριφορών σε κάποιες αγορές», αναφέρει χαρακτηριστικά το πόρισμα, χωρίς να εξαιρεί τη συμπεριφορά των ίδιων των εταιριών, χαρακτηρίζοντας ως προβληματικό το υπόδειγμα εταιρικής διοίκησης και διακυβέρνησης που επικρατεί.
Στο μεταξύ με βάση τον δείκτη Product Market Regulation, PMR, που δημοσιεύεται κάθε πέντε χρόνια από τον ΟΟΣΑ και προσφέρει ένα μέτρο της ποιότητας των ρυθμίσεων της αγοράς προϊόντων και του βαθμού στον οποίο λειτουργούν περιοριστικά η Ελλάδα βρίσκεται στην 7η δυσμενέστερη θέση ανάμεσα στα 27 μέλη της ΕΕ.
Ουσιαστικά «φωτογραφίζεται» μια εικόνα με βασικά σημεία την αυστηρή ρύθμιση της αγοράς προϊόντων, τον ισχυρό κρατικό έλεγχος και μεγάλα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα. Ειδικότερα, η χώρα καταγράφει τη μεγαλύτερη υστέρηση στους υποδείκτες που μετρούν τη διαδικασία απλοποίησης και αξιολόγησης των ρυθμίσεων (με ειδικά προβληματική την αλληλεπίδραση με ομάδες συμφερόντων), τα εμπόδια ανταγωνισμού σε υπηρεσίες και δίκτυα, και το εύρος δραστηριοτήτων επιχειρήσεων που ανήκουν στο δημόσιο.
Ενδεικτική για όσα αναφέρονται παραπάνω, είναι η αναφορά του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Αττικής για το τι αντιμετωπίζει ο κλάδος τους. «Οι αγρότες πρέπει να είναι καλύτερα ενημερωμένοι σχετικά με ποιους τρόπους μπορούν να κάνουν τις εκμεταλλεύσεις τους πιο ανταγωνιστικές και τις επιλογές που έχουν στη διάθεσή τους, όταν πρόκειται για τη διαχείριση κινδύνων, τα δεδομένα της αγοράς και τη μεταβλητότητα των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Πρέπει να οργανωθούν εκστρατείες ευαισθητοποίησης και να γίνουν εκπαιδευτικά προγράμματα για το σκοπό αυτό. Πληροφορίες σχετικά με τις τιμές και το κόστος θα πρέπει να επικαιροποιούνται και να είναι ευκολότερες στην πρόσβαση για όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς της αλυσίδας εφοδιασμού, ίσως και με κάποια παρατηρητήρια τιμών παραγωγού και τιμών καταναλωτή.
Όλες αυτές οι συζητήσεις, επί συζητήσεων, ενώ πέρυσι, τον Μάιο του 2019 οι μεταποιητικές βιομηχανίες γάλακτος ειδοποίησαν τους κτηνοτρόφους ότι από Ιούνιο 2019 ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ γάλα και οι τιμές παραγωγού κατρακύλησαν μέχρι και 0,65€/κιλό ή λίτρο.
Οι αγρότες-κτηνοτρόφοι είναι εκτεθειμένοι σε συνεχείς εκβιασμούς καθ’ όσον το γάλα έχει ευπάθεια μόλις μερικές ώρες. Εάν δεν διατεθεί και ψυχθεί θα πρέπει να πεταχτεί, ΌΧΙ στα ρέματα, διότι έχει πολύ βιολογικό φορτίο, αλλά η εταιρεία εκποίησής του θέλει 60€/τόνο για να το «πετάξει»…
Από την άλλη, εάν οργανωθούν οι κτηνοτρόφοι σε Ομάδα Παραγωγών γάλακτος, οι γαλακτοβιομηχανίες συνήθως αρνούνται οποιαδήποτε συναλλαγή μαζί τους.
Και για να το μεταποιήσουν το γάλα οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι και να το διαθέσουν σε ευθετότερο χρόνο, χωρίς τον χρονικό εκβιασμό, οι διαδικασίες που επιβάλλονται από μια ανάλγητη συντεχνιαζόμενη αστική γραφειοκρατία, ισοδυναμούν με ουσιαστική απαγόρευση ….»
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr