Πιο συγκεκριμένα προκρίνει ως βασικά κριτήρια το κόστος του ενοικίου, το ύψος του μέσου μισθού, το κόστος ενέργειας, το κόστος παροχής internet και τηλεπικοινωνιών και φυσικά της φορολογίας. Έτσι με βάση τη έρευνα το κόστος είναι ο βασικός γνώμονας αν και όχι μόνο όπως κατέγραψε πρόσφατη αναλυτική έρευνα της ΕΥ που δείχνει ότι και άλλα πράγματα βαραίνουν στις αποφάσεις των επενδυτών.
Με βάση, πάντως, την έρευνα της Utility Bidder το πλέον ανταγωνιστικό κόστος για να εγκατασταθεί μια επιχείρηση το προσφέρει η η Βουδαπέστη, όπου ο φορολογικός συντελεστής είναι 9%, το μέσο κόστος του ενοικίου γραφείων είναι 37,20 ευρώ ανά τ.μ., το κόστος της ενέργειας 0,12 ευρώ ανά Kwh, του internet 13,58 ευρώ τον μήνα και ο μέσος μισθός στα 17,316 ευρώ. Άλλες μεγάλες πόλεις που συγκεντρώνουν την αφρόκρεμα των επενδυτών είναι χαμηλά στη λίστα λόγω υψηλών απαιτούμενων δαπανών εγκατάστασης και λειτουργίας. Έτσι Νέα Υόρκη καταλαμβάνει την 69η θέση στην έρευνα της Utility Bidder, η Ζυρίχη βρίσκεται στην 64η θέση), το Λός Άντζελες στην 60η θέση), η Κοπεγχάγη στην 50η θέση), το Μιλάνο στην 41η θέση, η Στοκχόλμη στην 35η θέση) και το Ελσίνκι στην 5η θέση.
Στην εν λόγω έρευνα δεν καταγράφεται καμία ελληνική πόλη ωστόσο αυτό δε σημαίνει κάτι καθώς το Λονδίνο και το Παρίσι, που καταλαμβάνουν αντίστοιχα την 48η και 51η θέση, στη λίστα με τις 70 πόλεις παγκοσμίως, με βάση κόστος εγκατάστασης μιας επιχείρησης είναι ελκυστικό, κάνουν «πρωταθλητισμό» στις επενδύσεις. Με βάση, έτσι, την έρευνα της ΕΥ παρότι οι ΑΞΕ στην Ευρώπη αυξήθηκαν μόνο κατά 0,9% πέρσι, οι επενδύσεις σε ορισμένες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις ενισχύθηκαν σημαντικά. Στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 17%, λόγω της κυρίαρχης θέσης της πόλης στην ψηφιακή τεχνολογία και τις υπηρεσίες προς επιχειρήσεις, ενώ οι επενδύσεις στο Παρίσι αυξήθηκαν κατά 34%. Οι δυο αυτές πόλεις αντιπροσωπεύουν το 8% και το 6% αντίστοιχα των συνολικών ΑΞΕ στην Ευρώπη.
Σε αντίθεση, μάλιστα, με τις χαμηλές διαχρονικές επιδόσεις της χώρας, η διάθεση των επενδυτών, όπως την κατέγραψε η ΕΥ, παραμένει θετική και, παρά τη στάση αναμονής που δημιουργεί η πανδημία, βελτιώνεται σε ορισμένους κρίσιμους δείκτες, ιδιαίτερα μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν ήδη επενδύσει στην Ελλάδα. Αντίθετα, οι επενδυτές που δεν έχουν παρουσία στη χώρα, παραμένουν επιφυλακτικοί, με ένα αυξημένο μερίδιό τους να μην τοποθετείται επί του θέματος.
Οι επενδυτές απαντούν και πάλι, σε ποσοστό 38%, ότι η εικόνα της χώρας ως πιθανού επενδυτικού προορισμού έχει βελτιωθεί τον τελευταίο χρόνο, ποσοστό ενθαρρυντικό, αν και μειωμένο σε σχέση με πέρσι (47%). 62% των επιχειρήσεων, από 50% πέρσι, θεωρούν ότι η χώρα μας ακολουθεί, σήμερα, μια πολιτική για τις επενδύσεις, η οποία την καθιστά ελκυστική, υποδηλώνοντας ότι οι επενδυτές αποδίδουν, πλέον, τη συνεχιζόμενη βελτίωση της εικόνας της χώρας, στην ύπαρξη μιας σαφούς πολιτικής προσέλκυσης επενδύσεων, και όχι απλώς στην αλλαγή της συγκυρίας και τη λήξη μιας περιόδου αστάθειας και αβεβαιότητας. Παράλληλα, 69% εκτιμούν ότι η εικόνα της χώρας θα βελτιωθεί κατά την επόμενη τριετία, ενώ 28% σκοπεύουν να επενδύσουν στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο — μακράν τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών όπου πραγματοποιήθηκαν παρόμοιες έρευνες φέτος
Βασικά στοιχεία της ελκυστικότητας της χώρας, αναδεικνύονται η ποιότητα ζωής, οι υποδομές τηλεπικοινωνιών και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, ενώ ένας αυξημένος αριθμός επιχειρήσεων αναφέρονται και στο σταθερό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και τις πολιτικές της χώρας για τη βιωσιμότητα και την κλιματική αλλαγή.
Την ίδια ώρα, οι επενδυτές εκτιμούν ότι, για να βελτιώσει τη θέση της, η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στη στήριξη της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας (πρώτη επιλογή φέτος, με ποσοστό 38% από 25% πέρσι), τη μείωση της φορολογίας (στη δεύτερη θέση με 36% από 49%), τη βελτίωση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης (33%) και την ενίσχυση της παιδείας και των δεξιοτήτων (31%).
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr