Από την πλευρά του το υπουργείο Οικονομικών κάνει λόγο μόνο για 300 μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες εμπίπτουν στο καθεστώς επιστροφής των παράνομων ενισχύσεων, έναντι των 3.500 περίπου επιχειρήσεων που είχαν κάνει χρήση της συγκεκριμένης διάταξης του ν. 3220/2004 καθώς οι 3.200 ( μικρομεσαίες) εμφανίζονται να πληρούν τις προϋποθέσεις των εγκεκριμένων κανονισμών κρατικών ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βέβαια, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, η τελική απόφαση για τον ακριβή αριθμό των επιχειρήσεων καθώς αλλά και το ύψος των ποσών που θα επιστραφούν, αναμένεται να εκδοθεί τον Οκτώβριο και μέχρι τότε το υπουργείο Οικονομίας θα βρίσκεται σε ένα «μαραθώνιο» διαβουλεύσεων με τις Κοινοτικές αρχές για τον τρόπο επιστροφής αυτών των χρημάτων.
Δεν αποκλείεται η επιστροφή των παράνομων ενισχύσεων να γίνει και σε δόσεις, όπως αναφέρουν στελέχη του υπουργείου Οικονομικών προκειμένου να μην διαταραχθεί η οικονομική θέση των επιχειρήσεων και να αποσοβηθούν τα οποία προβλήματα ταμειακής ρευστότητας που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν.
Πάντως, σήμερα η Επιτροπή έκρινε ότι οι φορολογικές απαλλαγές που χορηγήθηκαν βάσει του εν λόγω νόμου είναι παράνομες, καθότι ασυμβίβαστες με την ενιαία αγορά και πρέπει να επιστραφούν από τους αποδέκτες. Η Επιτροπή κρίνει πως με το νόμο αυτό, χορηγήθηκαν ασυμβίβαστες ενισχύσεις ύψους περίπου 200 εκατ. ευρώ σε χιλιάδες εταιρείες.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου 3220/2004 η φορολογική βάση εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε ορισμένους συγκεκριμένους τομείς μειωνόταν κατά 35% των κερδών τους, παρέχοντάς τους έτσι ένα αθέμιτο πλεονέκτημα. Στους τομείς αυτούς περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και βασικών μετάλλων, η μεταποίηση, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οι εξορυκτικές δραστηριότητες, η εντατική γεωργία και αλιεία και ορισμένες τουριστικές δραστηριότητες.
Το μέτρο δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στην Επιτροπή και, συνεπώς, είναι παράνομο. Σύμφωνα με διεξοδική έρευνα που διεξήγαγε, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η ενίσχυση είναι επίσης ασυμβίβαστη με τους κανόνες της συνθήκης ΕΚ για τις κρατικές ενισχύσεις (άρθρο 87) διότι στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και ότι οι ελληνικές αρχές πρέπει να ανακτήσουν τις σχετικές ενισχύσεις, προσαυξημένες με τους ανάλογους τόκους, από τους δικαιούχους.
Η αρμόδια Επίτροπος σε θέματα ανταγωνισμού, Neelie Kroes, δήλωσε: ''Όταν ένα κράτος μέλος στρεβλώνει τον ανταγωνισμό με τη χορήγηση ασυμβίβαστων κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να αποκατασταθεί η προτεραία κατάσταση, δηλαδή εκείνη που επικρατούσε πριν από την καταβολή της ενισχύσεως. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ανακτηθεί πλήρως η ενίσχυση αυτή περιλαμβανομένων των σχετικών τόκων."
Η απόφαση αυτή αποτελεί τη συνέχεια που δόθηκε σε μια από τις πρώτες διαταγές που εκδόθηκαν από την Επιτροπή για την άμεση αναστολή μέτρου κρατικής ενίσχυσης από το κράτος μέλος, πριν η Επιτροπή εκδώσει τελική απόφαση σχετικά με το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης. Η Επιτροπή είχε κρίνει ότι η προσωρινή αυτή αναστολή της ενίσχυσης ήταν δικαιολογημένη λαμβάνοντας υπόψη τη συνέχιση της εφαρμογής των φορολογικών απαλλαγών από την Ελλάδα και την εντεινόμενη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά.
Σημειώνεται ότι στην ευεργετική διάταξη του μέτρου είχαν ενταχθεί περίπου 3.500 επιχειρήσεις με το συνολικό ύψος των αποθεματικών να ξεπερνά τα 200 εκατ. ευρώ. Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου για μία συμβιβαστική λύση του προβλήματος δεν κατέστη εφικτή με αποτέλεσμα τώρα μεγάλες εισηγμένες επιχειρήσεις να καλούνται να συμβαδίσουν με την σχετική απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταξύ αυτών των εταιριών περιλαμβάνονται οι εταιρίες, 3Ε, Σαράντης, Μπήτρος, ΕΛΠΕ και Τιτάνας.
Υπενθυμίζεται ότι η αρχική ρύθμιση είχε θεσμοθετηθεί επί υπουργίας κ. Ν. Χριστοδουλάκη και αφορούσε τη δυνατότητα των εταιρειών να κρατούν ποσοστό έως και 35% από τα κέρδη τους ως αφορολόγητο αποθεματικό για επενδύσεις. Το μέτρο εφαρμόστηκε κανονικά τα έτη 2003 και 2004 για να καταργηθεί από το
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr