Με την έννοια στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών, η ΕΛΣΤΑΤ ορίζει τη δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών.
Όλα τα παραπάνω λοιπόν δεν αφορούν μόνο τους φτωχούς πολίτες της χώρες, αλλά και σχεδόν τους μισούς μη φτωχούς πολίτες!
Συγκεκριμένα, το 42,2% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους περίπου 380 ευρώ. Φυσικά, αυτό το εύρημα «κουμπώνει» και με άλλη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνει ότι το 30% των Ελλήνων βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό.
Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι κατά τη διάρκεια των ετών από το 2009 και μετά (δεκαετία μνημονίων), παρατηρείται αύξηση της υλικής στέρησης (δηλαδή αύξηση του πληθυσμού που, λόγω οικονομικών δυσκολιών, στερείται 4 τουλάχιστον από τα 9 βασικά αγαθά και υπηρεσίες) με τα ποσοστά για τα έτη 2009, 2010, 2011, 2012, 2014, 2015, 2016, 2017 και 2018 να ανέρχονται αντίστοιχα σε 11,0%, 11,6%, 15,2%, 19,5%, 21,5%, 22,2%, 22,4%, 21,1% και 16,7%. Για το 2019 εκτιμάται σε 16,2% και μειώθηκε κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018.
Από τη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν πολλά ακόμα ενδιαφέροντα ευρήματα, που αξίζει να αναφέρουμε έστω και επιγραμματικά:
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,7% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 45,7% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το 37,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 6,1%.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 17,9%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 34,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 14,3%.
Το 73% των φτωχών νοικοκυριών και το 42,2% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους περίπου 380 ευρώ.
Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,3% των νοικοκυριών, ενώ ποσοστό 16% των νοικοκυριών αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.
Το 45,4 % των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.
Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.921 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.640 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 1.982 ευρώ.
Το 19,2% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,5% των μη φτωχών νοικοκυριών και το 9,7% του συνόλου των νοικοκυριών, δεν διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 6,3% των φτωχών νοικοκυριών, το 1,7% των μη φτωχών και το 2,5% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Το 17,3% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 38,3% και 13%.
Το 32,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 55,9% και 27,2%.
Το 40,5% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 68% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 34,9% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
Το 5,4% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 15,3% και 3,3%.
Το 6,6% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,1% μέτρια, ενώ το 79,3% πολύ καλή ή καλή υγεία.
Το 9,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 19,5% και 7,1%, αντίστοιχα.
Το 9,5% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 16,2% και 8,1%.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr