Σύμφωνα με τη Eurobank, τα εν λόγω κεφάλαια δύναται να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις που θα οδηγήσουν στην ενίσχυση του προϊόντος της οικονομίας. Η αύξηση των εισοδημάτων και η παροχή κινήτρων για αποταμίευση δύναται να συμβάλουν θετικά στην ενίσχυση της τελευταίας, στη συσσώρευση εθνικών πόρων, με αποτέλεσμα την αποτροπή δημιουργίας υψηλών ανισορροπιών (σαν και αυτές του παρελθόντος) στο τρέχον εξωτερικό ισοζύγιο.
Ως γνωστόν, η ελληνική οικονομία για πολλά χρόνια απολάμβανε επίπεδα δαπάνης πολύ υψηλότερα σε σχέση με το παραγόμενο προϊόν ή ισοδυνάμως, επίπεδα επενδύσεων μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα των αποταμιεύσεων. Η πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό λόγω της εισόδου στην Ευρωζώνη και η διαμόρφωση θετικών προσδοκιών τροφοδοτούσε την απότομη αύξηση της επένδυσης – κυρίως σε κατοικίες - και της κατανάλωσης.
Ωστόσο, η εν λόγω πορεία της οικονομίας συνοδευόταν από βαθμιαία απώλεια ανταγωνιστικότητας και υστέρηση στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων, ήτοι της διάρκειας και του μεγέθους της προαναφερθείσας απόκλισης (συσσώρευση υψηλού εξωτερικού χρέους) δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους ως προς τη βιωσιμότητα του υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης που ακολουθούσε η Ελλάδα.
Σύμφωνα με τους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το 2008 η ονομαστική αξία της ακαθάριστης αποταμίευσης ήταν στα €20,9 δις σε τρέχουσες τιμές ή στο 8,6% του ΑΕΠ, με τις επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου + μεταβολή αποθεμάτων) στα €59,3 δις ή στο 24,5% του ΑΕΠ. Το εν λόγω κενό καλυπτόταν από εξωτερικό δανεισμό της τάξης των -€38,3 δις, ποσό ίσο με το -15,8% του ΑΕΠ.
Ακολούθησαν η παγκόσμια οικονομική κρίση και η μεγάλη οικονομική ύφεση στην Ελλάδα. Στα χρόνια της απότομης συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, ήτοι την πενταετία 2008-2013 (ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν -5,7% σε ονομαστικούς όρους και -5,9% σε πραγματικούς), η απόκλιση ανάμεσα στη δαπάνη και την παραγωγή ή ανάμεσα στις επενδύσεις και τις αποταμιεύσεις μειώθηκε σημαντικά. Η εν λόγω μεταβολή αποτυπώθηκε στη συρρίκνωση του ελλείμματος του τρέχοντος εξωτερικού ισοζυγίου, δηλαδή του εξωτερικού δανεισμού, κατά -€34,3 δις ή κατά -13,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε σε μείωση της αρνητικής αποταμίευσης της γενικής κυβέρνησης (από τα -€12,4 δις το 2008 στα -€0,5 δις το 2013), ωστόσο συνοδεύτηκε από βαθιά ύφεση, μείωση των επενδύσεων και της ιδιωτικής αποταμίευσης.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου συρρικνώθηκε κατά -€38,4 δις, κυρίως λόγω της πτώσης των δαπανών των νοικοκυριών για κατοικίες, άλλα και εξαιτίας της μείωσης των επενδύσεων των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και της γενικής κυβέρνησης. Στο πεδίο των διαθέσιμων εγχώριων πόρων προς επένδυση, η πτώση ήταν πολύ μικρότερη (-€4,1 δις) καθώς η μείωση της αποταμίευσης των νοικοκυριών και των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών αντισταθμίστηκε σε έναν βαθμό από τη συρρίκνωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης.
Όπως υπενθυμίζει η Eurobank, από το 2012 και μετά η αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα κινείται σε αρνητικό έδαφος, δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα υπολείπεται των καταναλωτικών τους δαπανών (τα τελευταία δύο χρόνια καταγράφεται αποκλιμάκωση αυτού του φαινομένου, με την αποταμίευση των νοικοκυριών να διαμορφώνεται στα -€4,2 δις το 2019 από -€8,2 δις το 2017).
Η ελληνική οικονομία έπειτα από τη βαθιά ύφεση και τη στασιμότητα της περιόδου 2008-2016, την τελευταία 3ετία (2016-2019) σημείωσε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης (ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 2,0% σε ονομαστικούς όρους και 1,8% σε πραγματικούς) με την επένδυση και την αποταμίευση να ενισχύονται ελαφρά. Η μεν 1η αυξήθηκε στο 12,5% του ΑΕΠ το 2019 από 11,3% το 2016 (κυρίως λόγω της συνεισφοράς της μεταβολής των αποθεμάτων), η δε 2η στο 12,4% του ΑΕΠ από 10,1%. Βάσει αυτών των στοιχείων, το έλλειμμα του τρέχοντος εξωτερικού ισοζυγίου μειώθηκε στο -0,3% του ΑΕΠ το 2019 από -1,1% το 2016.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr