«Η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση των ελληνικών επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια αποθάρρυνε τις επενδύσεις, εμπόδισε την αναπτυξιακή προσπάθεια και δεν συνέβαλε στην αύξηση των δημοσίων εσόδων και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης». Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι «σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον με έντονο φορολογικό ανταγωνισμό, ο οποίος εντείνεται καθώς ολοκληρώνεται ο ψηφιακός μετασχηματισμός της παγκόσμιας οικονομίας, η υψηλή φορολόγηση των ελληνικών επιχειρήσεων συνιστά μειονέκτημα για τη δημιουργίας μιας ανταγωνιστικής οικονομίας».
Σε σχέση με τα φορολογικά έσοδα η ΤτΕ αναφέρει ότι «στα χρόνια πριν από την κρίση, τα φορολογικά έσοδα κατέγραψαν πτωτική πορεία, ενώ τα χρόνια της ύφεσης και ιδιαίτερα μετά το 2014 ακολούθησαν αυξητική πορεία, η οποία όμως φαίνεται να αντιστράφηκε το 2017, ως αποτέλεσμα των ισχνών ρυθμών ανάπτυξης, των μειωμένων κερδών, αλλά και της φορολογικής κόπωσης». Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η ΤτΕ, «μεταξύ 2007 και 2017, παρά τους υψηλούς συντελεστές, τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων μειώθηκαν κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες». Επιπλέον, εάν συγκριθεί η χώρα μας με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπιστώνεται ότι τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου την προαναφερθείσα περίοδο, παρά τον υψηλό συντελεστή.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ΤτΕ αναφέρει ότι το 2019 η Ελλάδα ήταν στις έξι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον υψηλότερο ονομαστικό φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις (μαζί με τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Μάλτα και την Πορτογαλία). Ο ανώτατος ονομαστικός φορολογικός συντελεστής 28% (που μειώνεται από το 2020 στο 24%) ήταν 6,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, ο πραγματικός (effective) φορολογικός συντελεστής, που παρέχει ακριβέστερη εικόνα του φορολογικού βάρους, ανήλθε το 2018 σε 27,6%, σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον αντίστοιχο συντελεστή (19,8%) για το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε.
Οι αναλυτές της ΤτΕ υπογραμμίζουν ότι «μεταξύ 2008 και 2018, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε στην Ελλάδα σχεδόν κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ την ίδια περίοδο ο αντίστοιχος συντελεστής για το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. μειώθηκε κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα».
Τι φέρνει η υπερφορολόγηση;
Αναλυτικά, η έκθεση της ΤτΕ μεταξύ άλλων σημειώνει ότι η υπερφορολόγηση βλάπτει τη συνολική παραγωγικότητα και έτσι δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο στην οικονομία καθώς ενισχύει τα κίνητρα φοροδιαφυγής και την παραοικονομία, οδηγώντας σε ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών σε λιγότερο αποδοτικές δραστηριότητες και προκαλώντας έτσι στρεβλώσεις τόσο στο συνολικό μέγεθος όσο και στο είδος της επένδυσης. Ενδεικτικό είναι το τι έγινε π.χ. στον κλάδο των ποτών όπου υπήρξε εκτόξευση των ΕΦΚ και του ΦΠΑ με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί το λαθρεμπόριο και η παράνομη δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα οι συνεχείς φορολογικές επιβαρύνσεις στα αλκοολούχα ποτά (+125% την περίοδο 2009-2010) αλλά και οι αυξήσεις ΦΠΑ κάθε άλλο παρά οδήγησαν σε αύξηση των δημοσίων εσόδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) τα έσοδα από τον ΕΦΚ και ΦΠΑ στα αλκοολούχα ποτά στην Ελλάδα συρρικνώθηκαν και το 2015 διαμορφώθηκαν στο -3,5%, σε σχέση με το 2014 και σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο της προ των αυξήσεων του ΕΦΚ και προ κρίσης. Πλέον βέβαια έχουν σταθεροποιηθεί αλλά με την αγορά να έχει απολέσει το 50% της αξίας της και των όγκων της. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα από τον ΕΦΚΟΠ διαμορφώθηκαν σε 272 εκατ. ευρώ το 2015 έναντι 282 εκατ. το 2014, καταγράφοντας μείωση 3,5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2010, οπότε ο ΕΦΚΟΠ αυξήθηκε από τα 1.362 ευρώ/εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης σε 2.550 ευρώ/εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης, τα έσοδα μετά από μια σταθερά φθίνουσα πορεία πλέον έχουν σταθεροποιηθεί εδώ και μια διετία περίπου, προς όφελος, όμως, του λαθρεμπορίου.
Τούτων δοθέντων η ΤτΕ προτείνει τη μείωση των φόρων ως ένα μέτρο που μόνο οφέλη θα έχει για την ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα αναφέρει στην Ενδιάμεση Έκθεσή της ότι η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων που αντιστοιχεί με ¼ της ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 500 εκατ. ευρώ, σε συνδυασμό με την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης μπορεί να φέρει πρόσθετη ανάπτυξη έως 1,75% σε μια 5ετία και έως 2,5% σε βάθος 10ετίας. Επιπλέον, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η ΤτΕ, μια κίνηση μείωσης φόρων με βάση εναλλακτικά σενάρια μπορεί να ενισχύσει το πρωτογενές πλεόνασμα κατά 0,52% του ΑΕΠ μετά από 5 έτη εφαρμογής και κατά 0,99% του ΑΕΠ μετά από 10 χρόνια.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr