Αναλυτικά:
Ανάπτυξη
Σε μια προσέγγιση που ταυτίζεται πλέον με τις προβλέψεις της Κομισιόν, το ΔΝΤ μετριάζει την αισιοδοξία του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ειδικότερα, βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 1,8% το 2019, έναντι του 2% και 2,3% το 2020, έναντι του στόχου για 2,8% που αναφέρει η Ελλάδα στον προϋπολογισμό.
Πρωτογενές πλεόνασμα
Όσον αφορά τα πρωτογενές πλεόνασμα αναμένει ότι θα διαμορφωθεί στο 3,7% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας το στόχο του 3,5% (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 3,3%). Αντίθετα, το ΔΝΤ προβλέπει υποχώρηση στο 3,1% του ΑΕΠ και για το 2021 και 2022 στο 2,7% και 2,6% αντίστοιχα. Η συμφωνία με τους θεσμούς στηρίζεται σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2020 και 2,2% από εκεί και έπειτα, άρα το ΔΝΤ εξακολουθεί να θεωρεί ότι ο στόχος δεν θα επιτευχθεί.
Χρέος
Καλύτερη είναι η εικόνα των εκτιμήσεων για το δημόσιο χρέος, για το οποίο υπολογίζει ότι θα διαμορφωθεί στο 176,5% του ΑΕΠ το 2019, στο 171,4% του ΑΕΠ το 2020 και στο 166,3% του ΑΕΠ το 2021.Το 2022 εκτιμά ότι θα είναι στο 161%, ενώ το 2023 θα έχει υποχωρήσει στο 155,6% και το 2024 θα στο 152% του ΑΕΠ.
Σημειώνεται ότι το ΔΝΤ διατηρεί πολύ χαμηλά την πρόβλεψή του για έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις τα επόμενα χρόνια, ενώ αυξάνει τις προβλέψεις για τις δαπάνες για τόκους. Σύμφωνα, μάλιστα, με την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους προβλέπει ότι το χρέος παραμένει μη βιώσιμο μετά το 2032 και τότε θα απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης από τους Ευρωπαίους πιστωτές.
Στην έκθεση με βάση το άρθρο 4 του καταστατικού του, το ΔΝΤ αναφέρεται και στο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο προβλέπει να διαμορφώνεται από 2,8% φέτος σε 2,9% το 2020, 3,2% το 2021, 3,3% το 2022, 4% το 2023 και 4,2% το 2024.
Τα βάρη του παρελθόντος
Το ΔΝΤ στην έκθεσή του επισημαίνει ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ήταν κατώτερη των προσδοκιών, καθώς η αναστροφή πολιτικών τον προηγούμενο χρόνο (αφορολόγητο, συντάξεις, εργασιακά) αποτελεί «βαρίδι» για τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Την ίδια στιγμή, το «πακέτο» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εμπόδισε τη βελτίωση σε φορολογία και συντάξεις.
Η νέα δημοσιονομική πολιτική
Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής χρειάζεται βελτίωση, με μεγαλύτερη έμφαση στις επενδύσεις και στις στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες. Ακόμα, χαιρετίζει τις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι η «ικανότητα της κυβέρνησης να συγκρουστεί με κατεστημένα συμφέροντα μένει να δοκιμαστεί».
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους μπορεί να συμβάλει στη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ προτείνει να δημιουργηθεί μηχανισμός για αντιμετώπιση προσωρινών αποκλίσεων από τους στόχους στην περίπτωση σημαντικών αποκλίσεων.
Αντίθετη είναι η στάση του ΔΝΤ στα μέτρα της κυβέρνηση Μητσοτάκη για τον ΦΠΑ και ειδικά στον τομέα των ακινήτων, όπως προβληματισμό εκφράζει και για το μέτρο ενίσχυσης των ηλεκτρονικών πληρωμών. Παράλληλα, προτείνει διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω μείωσης του αφορολογήτου ορίου.
Μείωση συντάξεων
Πιστό στις απόψεις του, το ΔΝΤ εμμένει στη μείωση των συντάξεων, ζητώντας ευθυγράμμιση των παλιών συντάξεων με τον νέο τρόπο υπολογισμού, δηλαδή προτείνει κατάργηση της προσωπικής διαφοράς.
Τράπεζες
Την ανησυχία του εκφράζει και για τις τράπεζες, οι οποίες, σύμφωνα με το ΔΝΤ, δεν είναι έτοιμες να ενισχύσουν χρηματοδοτικά τις επενδύσεις και την ανάπτυξη και απαιτείται μακροπρόθεσμο πλάνο για να ανταπεξέλθουν. «Παρά τις βελτιώσεις, οι τράπεζες εξακολουθούν να διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα τον ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης», σημειώνει.
Α' κατοικία
Παράλληλα, τονίζει την ανάγκη για πλήρη αναστολή κάθε μέτρου προστασίας της κύριας κατοικίας από τον πλειστηριασμό προκειμένου να ενισχυθούν οι πληρωμές.
Η απάντηση της Ελλάδας
«Η έκθεση στηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό σε προκλήσεις του παρελθόντος και υποτιμά πρόσφατες θετικές εξελίξεις», είναι η βασική ένσταση της Ελλάδας στην έκθεση του ΔΝΤ και αποτυπώνεται στη δήλωση του εκπροσώπου της χώρας μας στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου.
Στη δήλωσή του, ο κ. Ψαλιδόπουλος επισημαίνει την πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν, τονίζοντας ότι εκφράσεις όπως η ελληνική ανάκαμψη «είναι πολύ μικρότερη από τις προσδοκίες» και «οι αρχές σε μεγάλο βαθμό απέτυχαν στις προσπάθειες να πετύχουν τον πολύ απαραίτητο μετασχηματισμό της οικονομίας» είναι ανακριβείς και δεν συνηγορούν σε μια ισορροπημένη ανάλυση των οικονομικών εξελίξεων την περίοδο των προγραμμάτων.
Βασική παράμετρος της ανάλυσης είναι η πρόβλεψη για μέτρια/μειούμενη ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και η ύπαρξη δημοσιονομικών ρίσκων. Η Αθήνα όμως επισημαίνει ότι έχει αναλάβει την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων και εκλέχθηκε με ατζέντα την εφαρμογή της. Υπό αυτό το πρίσμα υποστηρίζει ο κος Ψαλιδόπουλος σημαντικό τμήμα των απαισιόδοξων προβλέψεων δεν υφίσταται.
Οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνει ο προϋπολογισμός του 2020 είναι πολύ πιο αισιόδοξες, ενώ σε αυτό συντείνουν και οι πρόδρομοι δείκτες. Χαρακτηριστικά σημειώνεται το ότι οι αποδόσεις των ομολόγων είναι σε ιστορικά χαμηλά, ελληνικές εταιρείες έχουν επίσης δανειστεί πολύ φθηνά (ΟΤΕ, Ελληνικά Πετρέλαια κ.τλ.) και ο δείκτης οικονομικού κλίματος είναι στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008.
Απαριθμώντας τις κινήσεις της κυβέρνησης στο δημοσιονομικό μέτωπο σημειώνεται ότι στόχος είναι φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές και επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Ωστόσο «καλωσορίζεται» η θέση του ΔΝΤ ότι πρέπει να μειωθούν οι στόχοι για το πλεόνασμα αλλά και να υπάρξει ένας μηχανισμός εξομάλυνσης σε περίπτωση αρνητικού σοκ.
«Εξαιρετικά απαισιόδοξη» χαρακτηρίζει ο εκπρόσωπος της χώρας στο ΔΝΤ την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι στην αρχική μεθοδολογία των Θεσμών το κόστος χρηματοδότησης μέσω πενταετούς ομολόγου ήταν 3,4% του ΑΕΠ, αλλά σήμερα αυτό είναι στο 0,4%. Δεδομένης της σημαντικής συμμετοχής του επίσημου τομέα στο χρέος (σ.σ. που έχει σταθερά επιτόκια) είναι δύσκολο να εξηγηθεί η αύξηση κατά 800 εκατ. ευρώ των ετήσιων πληρωμών τόκων το 2019 έναντι του 2018 και κατά 300 εκατ. ευρώ το 2023 έναντι του 2022. Συνολικά είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί η σημερινή έκθεση δείχνει πιο επιβαρυμένη την εικόνα έναντι αυτής του Μαρτίου παρότι υπήρξε τεράστια αποκλιμάκωση των spread, αναφέρει.
Σε ότι αφορά τις τράπεζες τονίζεται ότι η Αθήνα αναγνωρίζει τις «προκλήσεις» αλλά έχουν υπάρξει σημαντικές θετικές εξελίξεις. Γίνεται αναφορά στο σχέδιο «Ηρακλής» (χαρακτηρίζεται ως «τολμηρό βήμα») που αναμένεται να βοηθήσει στην ταχεία αποκλιμάκωση των NPEs, αλλά και στο ότι η βελτιωμένη εικόνα στην κτηματαγορά συμβάλει στην βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών.
Στα εργασιακά σημειώνεται ότι ήδη η κυβέρνηση ανέτρεψε τρία μέτρα που είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, όπως το ότι πλέον επιτρέπονται εξαιρέσεις εργαζομένων από τις συλλογικές συμβάσεις και ότι επιβάλλεται ηλεκτρονική ψηφοφορία για τις απεργίες.
Έμφαση δίνεται στις κινήσεις για να προχωρήσουν εμβληματικές επενδύσεις (Ελληνικό, ΟΛΠ) και στις προσπάθειες εξυγίανσης της ΔΕΗ. Συνολικά εκτιμάται ότι οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση του μεσοπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης.
«Με βάση τα παραπάνω οι ελληνικές αρχές προσβλέπουν σε μελλοντικές αναλύσεις του ΔΝΤ που θα έχουν πιο ισορροπημένες εκτιμήσεις για τα παρελθόντα γεγονότα και μεγαλύτερη έμφαση στην ανάλυση για το μέλλον», καταλήγει.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr