Κατά την παρουσίαση της έκθεσης για την πορεία του προϋπολογισμού στο γ’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς, ο κ. Κουτεντάκης αναφέρει ότι «Αν και είναι κατανοητή η ανάγκη προσέλκυσης κεφαλαίων στη χώρα μας, πρέπει να επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι αμφίβολο κατά πόσο θα επηρεάσει τα συνολικά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη καθώς το ύψος της απαιτούμενης επένδυσης είναι μικρό (500.000 ευρώ εντός 3 ετών από την υποβολή της σχετικής αίτησης). Επίσης, περιλαμβάνει και κινητές αξίες (δηλαδή χρηματοοικονομικούς τίτλους) που δεν αυξάνουν το πάγιο κεφάλαιο και την απασχόληση ενώ οι τιμές τους παρουσιάζουν μεγάλη μεταβλητότητα στις διακυμάνσεις των κεφαλαιαγορών. Επιπρόσθετα, ο ορισμός ενός κατ’ αποκοπή φόρου 100.000 ευρώ ανά έτος ανεξάρτητα από το ύψος των εισοδημάτων ενδέχεται να εισάγει προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τα φυσικά πρόσωπα που είναι ήδη φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και φορολογούνται κανονικά για τα εισοδήματα που εισπράττουν από το εξωτερικό. Αυτό θα συνιστούσε απόκλιση από την έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης και θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη φορολογική συνείδηση και συμμόρφωση του συνόλου των πολιτών. Σε κάθε περίπτωση, το μέτρο θα πρέπει να συνοδευτεί από αυστηρές ασφαλιστικές δικλείδες σχετικά με την προέλευση των εισοδημάτων, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσέλκυσης χρημάτων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες».
Επίσης, για το φορολογικό νομοσχέδιο που είναι σε διαβούλευση επισημαίνει ότι «εξειδικεύει τις φορολογικές πολιτικές που είχαν ενσωματωθεί στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει σημαντικές επεκτατικές παρεμβάσεις, όπως η μείωση της φορολογίας νομικών και φυσικών προσώπων (άρθρα 6, 20, 22 και 24) που αναμένεται να επηρεάσουν θετικά την εγχώρια ζήτηση, καθώς και μέτρα ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης, όπως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές (άρθρο 7)».
Όπως τονίζεται στην έκθεση, «η ελληνική οικονομία συνεχίζει κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019 να κινείται σε θετική κατεύθυνση. Ο ρυθμός μεγέθυνσης διατηρείται, η ανεργία μειώνεται και οι αμοιβές αυξάνονται. Το ισοζύγιο παραμένει σχετικά ισορροπημένο παρά τους ταχύτερους ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τους εμπορικούς της εταίρους». Ωστόσο, σημειώνεται ότι «Λιγότερο ενθαρρυντική είναι η εξέλιξη του πληθωρισμού που κινείται κοντά σε μηδενικά επίπεδα υποδεικνύοντας αργούσα παραγωγική δυναμικότητα».
Όσον αφορά τους βραχυχρόνιους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας «κινούνται επίσης σε θετική κατεύθυνση, οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων έχουν αρθεί, οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων συνεχίζουν την αποκλιμάκωσή τους και οι προσδοκίες βελτιώνονται μετά την πρόσφατη αναβάθμιση από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s».
Πιέσεις από το διεθνές περιβάλλον
Από την άλλη, «το διεθνές περιβάλλον εμφανίζει υψηλό βαθμό αβεβαιότητας εξαιτίας των εμπορικών εντάσεων που προκαλεί επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και αναθεώρηση των προβλεπόμενων ρυθμών μεγέθυνσης προς τα κάτω. Σε αυτό το πλαίσιο οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν αναθεωρήσει τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στο 1,8% για το 2019 και 2,3% για το 2020».
Αναφορικά με τις δημοσιονομικές εξελίξεις, στην έκθεση καταγράφεται «μια σταθεροποίηση της υστέρησης του φετινού δημοσιονομικού αποτελέσματος σε σχέση με το προηγούμενο έτος που υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος για τη μη επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου έχει μειωθεί».
Ουσιαστικά, παρά την καλή πορεία της οικονομίας, παραμένει ο κίνδυνος για το στόχο για δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5%.
Προϋπολογισμός 2020
Το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή τον Οκτώβριο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,67% του ΑΕΠ για το 2019 και 3,56% για το 2020. Η γνώμη του ΓΠΚΒ για το προσχέδιο που δημοσιοποιήθηκε στις 11/10 είναι ότι «το προσχέδιο προϋπολογισμού 2020 είναι συμβατό με την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου, ωστόσο υπάρχουν αβεβαιότητες που σχετίζονται με τα περιθώρια εξοικονομήσεων των λειτουργικών δαπανών, την αποτελεσματικότητα των κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές και το ύψος του ρυθμού μεγέθυνσης. Η ορθή του εκτέλεση εξαρτάται από οικονομικές συμπεριφορές και συνθήκες που βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό έξω από τον άμεσο έλεγχο των δημοσιονομικών Αρχών. Συνεπώς, συνιστούμε επαγρύπνηση προκειμένου να διορθωθούν πιθανές αποκλίσεις».
Σχέδιο «Ηρακλής»
«Μια σημαντική εξέλιξη του τρίτου τριμήνου ήταν η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχεδίου «Ηρακλής» για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών. Το συγκεκριμένο σχέδιο επιτρέπει την τιτλοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προκειμένου να είναι δυνατή η αφαίρεσή τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών ή η ευνοϊκότερη εποπτική τους αξιολόγηση. Το κράτος θα παρέχει εγγύηση για τους τίτλους με αυστηρούς όρους και η τιμολόγηση της προμήθειας για την κρατική εγγύηση θα γίνεται με όρους αγοράς, ελαχιστοποιώντας τον δημοσιονομικό κίνδυνο και αποφεύγοντας το ενδεχόμενο «κρατικής ενίσχυσης». Στόχος του σχεδίου είναι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα επόμενα χρόνια έως και κατά 30 δις ευρώ (από 75,4 δις ευρώ σήμερα) ώστε να βελτιωθεί η δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία. Εφόσον υλοποιηθεί αποτελεσματικά θα υποβοηθήσει την περαιτέρω αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας και την επιστροφή της σε επενδυτική βαθμίδα καθιστώντας τα ελληνικά κρατικά ομόλογα επιλέξιμα για συμμετοχή στον νέο κύκλο ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ», σημειώνει το ΓΠΚΒ.
«Αγκάθι» οι ληξιπρόθεσμες οφειλές
Λιγότερο θετικά είναι τα στοιχεία για την πορεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Με βάση την Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο χρεών προς την εφορία στο τέλος του 3ου τριμήνου του 2019, διαμορφώθηκε στα 104,9 δις ευρώ, αυξημένο κατά 1,8 δις ευρώ σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2018.
Συνεπεία της ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών βάσει των διατάξεων του ν.4611/2019, το ποσοστό του ρυθμισμένου ληξιπρόθεσμου υπολοίπου αυξήθηκε στο 5,3% την 1/10/2019, δηλαδή στα 5,6 δις ευρώ, ενώ την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους προσέγγιζε το 3,5%. Σημειώνεται ότι η έγκαιρη πληρωμή των τρεχουσών φορολογικών υποχρεώσεων αποτελούσε προϋπόθεση υπαγωγής στη ρύθμιση, γεγονός που συνέβαλε στη μείωση του νέου ληξιπρόθεσμου υπολοίπου μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου του έτους.
Αναφορικά με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών, στο τρίτο τρίμηνο του 2019 παρατηρείται αύξηση κατά 38.920 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2018 με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στους 4.351.315 οφειλέτες. Αύξηση του αριθμού των οφειλετών παρατηρείται κυρίως στην κατηγορία με χρέη μικρότερα από 500 ευρώ (32.455 νέα πρόσωπα). Ωστόσο, αναλύοντας περαιτέρω τη μεταβολή του αριθμού των οφειλετών στη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλής διαπιστώνεται ότι η αύξηση προέρχεται από τους οφειλέτες με χρέη μικρότερα από 50 ευρώ, ο αριθμός των οποίων σημείωσε σημαντική άνοδο, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 87.251 πρόσωπα, αγγίζοντας τους 1.153.713 οφειλέτες. Η εν λόγω αύξηση προέρχεται κυρίως από τα φυσικά πρόσωπα, ο αριθμός των οποίων ενισχύθηκε με 84.703 νέους οφειλέτες. Παράλληλα μέρος της ανωτέρω αύξησης πηγάζει από οφειλέτες με χρέη μικρότερα από 1 ευρώ (12.581 νέα πρόσωπα, με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών με χρέη σε αυτήν την κατηγορία να διαμορφώνεται σε 257.923).
Αντίθετα αξιόλογη μείωση κατά 54.796 πρόσωπα παρατηρείται στον αριθμό των οφειλετών με χρέη μεταξύ 50 και 500 ευρώ. Η μείωση του αριθμού των οφειλετών σε αυτήν την κατηγορία συνοδεύεται από σημαντική μείωση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, η οποία αγγίζει τα 7 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο που προέρχεται από τους οφειλέτες με χρέη έως 500 ευρώ να εμφανίζεται μειωμένο σε ετήσια βάση κατά 6,2 εκατ. ευρώ.
Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2018 πηγάζει από τους οφειλέτες με ύψος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ (αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτήν την κατηγορία κατά 993,9 εκατ. ευρώ), ο αριθμός των οποίων σημείωσε μικρή αύξηση κατά 225 πρόσωπα.
Καθοριστική είναι η συνεισφορά των νομικών προσώπων στην αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της κατηγορίας άνω του 1 εκατ. ευρώ, καθώς από αυτά πηγάζει το 76,9% της αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, δηλαδή 764 εκατ. ευρώ, ενώ το ύψος του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου τους σε αυτήν την κατηγορία οφειλής άγγιξε κατά το τρίτο τρίμηνο του 2019 τα 61.336 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα το πλήθος των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 4.945, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 169 νέα νομικά πρόσωπα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr