Η ελληνική οικονομία αναζητά την ενίσχυση μέσω της εφαρμογής ενός νέου μείγματος οικονομικής πολιτικής, με αντιστροφή της υπερφορολόγησης και τη δημιουργία ενός πιο φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος, εν μέσω αυξημένης εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό και τις διεθνείς αγορές. Παρ’ όλα αυτά, οι φοροελαφρύνσεις και η άρση γραφειοκρατικών εμποδίων για ιδιωτικές επενδύσεις, αν και αναγκαίες, δεν είναι και από μόνες τους ικανές συνθήκες για την απογείωση της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2020 λείπουν οι κομβικές αλλαγές που θα προσέδιδαν ισχυρή αναπτυξιακή διάσταση.
Ειδικότερα, το φορολογικό σύστημα παραμένει δέσμιο παρεμβάσεων στήριξης των στρωμάτων με χαμηλότερα εισοδήματα (φόρος εισοδήματος και περιουσίας), χωρίς μετρήσιμες παρεμβάσεις για την αποτελεσματική επέκταση της φορολογικής βάσης και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους των βαριά φορολογούμενων στελεχών των ελληνικών επιχειρήσεων που φεύγουν στο εξωτερικό. Παράλληλα, στο σκέλος των καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου συνεχίζεται η αυξητική τάση, παρά τις σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις για επισκόπηση δαπανών και προϋπολογισμό επιδόσεων και ελέγχου δαπανών, με στόχο ένα πιο αποτελεσματικό και λιγότερο δαπανηρό κράτος. Ταυτόχρονα, ο Προϋπολογισμός Δημοσίων Επενδύσεων παραμένει υποβαθμισμένος ως αναπτυξιακό εργαλείο.
Κίνδυνος αποκλίσεων
Ειδικότερα, στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2020 προβλέπεται το πρωτογενές πλεόνασμα, σε όρους ενισχυμένης εποπτείας, να διαμορφωθεί σε 3,6% του ΑΕΠ το 2020 από 3,7% το 2019. Εν προκειμένω, έχουν αποφασισθεί φοροελαφρύνσεις (κυρίως η μείωση του εταιρικού συντελεστή από 28% σε 24% και η εισαγωγή συντελεστή 9% στα εισοδήματα μέχρι €10.000 στα φυσικά πρόσωπα), καθώς και μέτρα αύξησης κοινωνικών δαπανών συνολικού ύψους €1,2 δισ., που προτείνεται να υπερκαλυφθούν (αφήνοντας και κάποιο απόθεμα ασφαλείας) με μέτρα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, όπως προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και αύξηση της εισπραξιμότητας των εσόδων από ακίνητη περιουσία, και εξορθολογισμό των δαπανών, περιλαμβανομένης της μετατόπισης επενδυτικών δαπανών στα συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ έργα. Οι επιπτώσεις των μέτρων αυτών δεν ταυτοποιούνται κατά συγκεκριμένη πηγή, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο αποκλίσεων στην εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Σημειώνεται ότι συνολικά για τα έσοδα του φόρου προστιθέμενης αξίας, του ειδικού φόρου κατανάλωσης, των φόρων στην ακίνητη περιουσία και του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, προβλέπεται το 2020 αύξηση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης κατά €111 εκατ. σε σχέση με το 2019, που εν μέρει δικαιολογείται από τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης. Επίσης, στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων τίθεται στόχος €6,75 δισ., όσο και ο στόχος που είχε τεθεί για το 2019, και που ήδη υποεκτελείται, με τις δαπάνες να ανέρχονται σε €6,15 δισ. Προβλέπεται, επίσης, υπερπλεόνασμα (πέραν του στόχου των 3,5 π.μ. του ΑΕΠ του πρωτογενούς πλεονάσματος) €346 εκατ. για το 2019 και €120 εκατ. για το 2020, προς διάθεση, σε παροχές και φοροελαφρύνσεις, αν και σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από το €1,5 δισ. που καταγράφτηκε το 2018. Τέλος, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές της γενικής κυβέρνησης ανέρχονταν τον Ιούλιο του 2019 σε €1,6 δισ. και οι επιστροφές φόρων που είναι σε εκκρεμότητα σε €0,7 δισ., χωρίς να γίνεται αναφορά στο ύψος των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης, ούτε και σε κάποιο χρονοδιάγραμμα εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου.
«Καμπανάκι» για τα μέτρα φορολογίας στα φυσικά πρόσωπα
Επίσης, δεν έχουν ανακοινωθεί μέχρι σήμερα οι κλίμακες του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, αν και τα μεγέθη του προϋπολογισμού προβλέπουν μια μείωση κατά €46 εκατ. των σχετικών εσόδων. Στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας καταγράφουν σχετικά μεγαλύτερες ελαφρύνσεις στα χαμηλότερα εισοδήματα των μισθωτών και συνταξιούχων απ’ ό,τι στους άνω των €20.000 (στελέχη επιχειρήσεων), και πολύ μεγαλύτερες ελαφρύνσεις στους ελεύθερους επαγγελματίες απ’ ό,τι στους μισθωτούς. Εάν όντως έτσι έχουν οι κλίμακες, τότε οι αλλαγές στη φορολογία των φυσικών προσώπων είναι προς τη λάθος κατεύθυνση, καθώς περιορίζουν την αναπτυξιακή διάσταση των παρεμβάσεων στη φορολογία: Πρώτον, δεν δίνονται κίνητρα στα πιο παραγωγικά στελέχη από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους (πέραν της γενικής μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1 π.μ. από τον Ιούλιο του 2020), και δεύτερον, τίθενται αντικίνητρα στην αναδιάρθρωση του εργατικού δυναμικού υπέρ της μισθωτής εργασίας, που συνδέεται με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης παγκοσμίως. Τέλος, εάν η μείωση του αφορολογήτου περιορίζεται, όπως καταγράφεται σε δημοσιεύματα του τύπου, σε ποσά κάτω των €1.000 ανά προστατευόμενο τέκνο, τότε τα μέτρα προστασίας της οικογένειας είναι κατώτερα των περιστάσεων.
Συμπερασματικά, ο προϋπολογισμός βασίζεται σε σχετικά στέρεες μακροοικονομικές υποθέσεις (2,8% αύξηση του ΑΕΠ και 1,8% αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς και κοντά σε 15% αύξηση των επενδύσεων). Παρ’ όλα αυτά, οι εκτιμήσεις των παρεμβάσεων βελτίωσης του δημοσιονομικού αποτελέσματος, αν και προς τη σωστή κατεύθυνση, είναι μάλλον επισφαλείς, και ενδεχομένως θα πρέπει να ενισχυθούν με συγκεκριμένα μέτρα, εφόσον δεν αποδώσουν οι παρεμβάσεις για την πάταξη της φοροδιαφυγής ή σημειωθούν αποκλίσεις εάν η οικονομική δραστηριότητα είναι κατώτερη της αναμενόμενης, λόγω της διεθνούς συγκυρίας.
10ετές ομόλογο
Ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, πάντως, αποτελεί η νέα έξοδος της Ελλάδας στις αγορές την 08/10/2019, με την επανέκδοση 10ετούς ομολόγου του ελληνικού δημοσίου, από την οποία αντλήθηκε ποσό ύψους €1,5 δισ. με ιστορικά χαμηλή απόδοση στο 1,5%. Επιπρόσθετα, κατά την τελευταία δημοπρασία εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας, η Ελλάδα κατάφερε να αντλήσει €487,5 εκατ. με αρνητικό επιτόκιο -0,02%, γεγονός το οποίο επισφραγίζει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών.
Διαρθρωτικό μετασχηματισμό της οικονομίας ζητά το ΔΝΤ
Από την άλλη πλευρά, στις 27/9/19, μετά από επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, το ΔΝΤ έδωσε στη δημοσιότητα τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της αποστολής στελεχών του στην Αθήνα. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι η ανατροπή, σε κάποιο βαθμό, μέτρων και μεταρρυθμίσεων μετά την έξοδο από το Πρόγραμμα επηρεάζει αρνητικά τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας το 2019 και το 2020 θα παραμείνει καθηλωμένος γύρω στο 2%. Η βιωσιμότητα του χρέους δεν διασφαλίζεται στη μακροχρόνια περίοδο καθώς ο ρυθμός δυνητικής ανάπτυξης της οικονομίας παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα (0,9%) και απαιτεί φιλόδοξα μέτρα πολιτικής για να αυξηθεί. Η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας, καθώς και οι συναλλακτικές συνήθειες έγκαιρης πληρωμής οφειλών πρέπει να αποκατασταθούν κατά προτεραιότητα. Πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία όλων των μερών ώστε να υιοθετηθούν στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα κάτω των 3,5 π.μ. του ΑΕΠ από το 2020 και μετά, και έτσι να καλυφθούν οι ανάγκες σε επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες. Ο διαρθρωτικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας παραμένει ζητούμενο παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες της νέας κυβέρνησης για χαλάρωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, για ιδιωτικοποιήσεις και για ψηφιοποίηση της οικονομίας. Και, τέλος, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας παραμένει ημιτελής. Απαιτείται να ληφθούν περαιτέρω μέτρα για την μείωση του μη μισθολογικού κόστους, τη σύνδεση των κατώτατων μισθών με την παραγωγικότητα, την εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και την άρση των εμποδίων στη συμμετοχή γυναικών στο εργατικό δυναμικό.
Η πορεία των βραχυχρόνιων δεικτών
Αναφορικά με τις εξελίξεις στους βραχυχρόνιους δείκτες, αξίζει να σημειωθεί η περαιτέρω βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον Σεπτέμβριο του 2019, με τον δείκτη οικονομικού κλίματος να παραμένει στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Δεκέμβριο του 2007, καθώς επίσης και η συνέχιση της ανοδικής πορείας των εξαγωγών και της μεταποιητικής παραγωγής, αν και με εξασθενημένο ρυθμό. Παράλληλα, ο τουρισμός επιδεικνύει αξιοσημείωτες επιδόσεις και το 2019, συμβάλλοντας στη σταδιακή μείωση της ανεργίας.
Πιο αναλυτικά:
- Ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2019 στις 107,2 μονάδες, από 108,4 μονάδες τον προηγούμενο μήνα και 100,6 μονάδες τον Σεπτέμβριο του 2018. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται αφενός στη μικρή άνοδο των προσδοκιών στη βιομηχανία, παρά τις πτωτικές τάσεις στην Ευρώπη και διεθνώς, και στη σημαντική ενίσχυση του κλίματος στο λιανικό εμπόριο, για 4ο συνεχόμενο μήνα, και αφετέρου στην υποχώρηση των προσδοκιών στις υπηρεσίες και τις κατασκευές. Η βελτίωση του κλίματος στη βιομηχανία προέρχεται κυρίως από την άνοδο των θετικών εκτιμήσεων για την πορεία της παραγωγής το επόμενο τρίμηνο, ενώ οριακή βελτίωση παρουσίασαν και οι προβλέψεις τους για τις νέες παραγγελίες, τόσο από την εγχώρια αγορά, όσο και για εξαγωγές. Παράλληλα, η άνοδος των προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο ήταν αποτέλεσμα κυρίως των θετικών εκτιμήσεων για τις τρέχουσες πωλήσεις και την εξέλιξή τους το επόμενο τρίμηνο. Αντίθετα, το κλίμα στις υπηρεσίες υποχώρησε ελαφρά, ως αποτέλεσμα κυρίως των μετριοπαθέστερων εκτιμήσεων για την τρέχουσα ζήτηση, ενώ ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στις κατασκευές εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
- Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης βελτιώθηκε στις -6,8 μονάδες τον Σεπτέμβριο του 2019, από -8,2 μονάδες τον προηγούμενο μήνα και -42,7 μονάδες τον Σεπτέμβριο του 2018. Η τιμή του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης του Σεπτεμβρίου 2019 είναι η υψηλότερη που έχει καταγραφεί από τον Σεπτέμβριο του 2000, όταν βρισκόταν στις -6 μονάδες. Η αισιοδοξία των νοικοκυριών αποτυπώνεται σε όλους τους επιμέρους δείκτες, ιδίως στις εκτιμήσεις τους για την εξέλιξη της γενικής κατάστασης της χώρας, ενώ στους περισσότερους δείκτες δεν παρατηρούνται αξιόλογες μεταβολές σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2019.
- Οι προσδοκίες στη μεταποίηση με βάση τον Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) διατηρήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2019 σε θετικό έδαφος. Ειδικότερα, ο δείκτης διαμορφώθηκε στις 53,6 μονάδες από 54,9 μονάδες τον προηγούμενο μήνα, με τις εκτιμήσεις για την παραγωγή και τις νέες παραγγελίες να παραμένουν ιδιαίτερα θετικές. Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης επιβραδύνθηκε, λόγω της μείωσης των αδιεκπεραίωτων εργασιών. Πάντως, η ελληνική μεταποίηση επιδεικνύει προς το παρόν αντοχές, την ώρα που στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης παρατηρούνται αντίθετες τάσεις.
- Η παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών επανήλθε σε θετικό έδαφος τον Αύγουστο του 2019, έπειτα από οριακή κάμψη τον Ιούλιο του 2019 μετά από 10 συνεχόμενους μήνες θετικής μεταβολής. Ειδικότερα, η παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών αυξήθηκε κατά +0,5% τον Αύγουστο του 2019 (έναντι μείωσης -2% τον Αύγουστο του 2018) και κατά +3,4% συνολικά το διάστημα Ιαν – Αυγ 2019 (επιπλέον αύξησης +2,5% το αντίστοιχο διάστημα το 2018. Η εικόνα είναι μικτή στους βασικότερους κλάδους, με την παραγωγή καπνού (+30,8%), φαρμάκων (+26,7%), και ηλεκτρονικών προϊόντων (+27,1%) να παρουσιάζει αξιοσημείωτη άνοδο, ενώ αντίθετα πτώση καταγράφεται στην παραγωγή ειδών ένδυσης (-6,1%), κλωστοϋφαντουργικών υλών (-3,3%), χαρτιού (-4,6%), μη μεταλλικών ορυκτών (-4,9%), βασικών μετάλλων (-1,6%), μεταλλικών προϊόντων (-1,6%), αυτοκινήτων (-5,6%), λοιπού εξοπλισμού μεταφορών (-6,6%) και επίπλων (-1,2%).
- Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές αγαθών συνέχισαν να κινούνται ανοδικά τον Αύγουστο του 2019, παρά τις εντάσεις στο διεθνές εμπόριο. Ειδικότερα, οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία αυξήθηκαν κατά +3,3% τον Αύγουστο του 2019 (+3,9% σε σταθερές τιμές), ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές μειώθηκαν κατά -3,4% (-3,8 σε σταθερές τιμές). Συνολικά, κατά το διάστημα Ιαν – Αυγ 2019 οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία εμφανίζουν άνοδο +5,1% (+5,3 σε σταθερές τιμές). Από τις κυριότερες ομάδες αγαθών, μεγάλες αυξήσεις εξαγωγών σημειώθηκαν στα βιομηχανικά προϊόντα (+16,5%) ιδίως τα διάφορα βιομηχανικά είδη (+26,3%) και τα χημικά (+16,5%). Σημαντική άνοδο παρουσίασαν επίσης οι εξαγωγές πρώτων υλών (+10,4%), ενώ αντίθετα σημαντική πτώση σημείωσαν οι εξαγωγές λαδιού (-46,2%) και καυσίμων (-3,4%). Ωστόσο, οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό σε αξία (+5,6%), διογκώνοντας το εμπορικό έλλειμμα χωρίς καύσιμα και πλοία κατά €673 εκατ. (στα €11,3 δισ. από €10,6 δισ. το διάστημα Ιαν – Αυγ 2018).
- Ο τουρισμός συνεχίζει να επιδεικνύει αξιοσημείωτες επιδόσεις το 2019, με τις εισπράξεις να εμφανίζουν άνοδο +13,6% κατά το διάστημα Ιαν – Ιουλ 2019. Η αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων οφείλεται κυρίως στην αύξηση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι (+13,1%), καθώς οι αφίξεις αυξήθηκαν μόνο κατά +0,6%.
- Το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε σε 16,9% τον Ιούλιο του 2019, έναντι 17,1% τον προηγούμενο μήνα και 19,1% τον Ιούλιο του 2018. Παράλληλα, οι εγγεγραμμένοι άνεργοι που αναζητούν εργασία μειώθηκαν κατά 5,2 χιλ. τον Αύγουστο του 2019, έναντι αύξησης 13,6 χιλ. τον Αύγουστο του 2018. Σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2018, ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων που αναζητούν εργασία είναι μειωμένος κατά 47,4 χιλ., κυρίως λόγω των θετικών επιδόσεων του τουρισμού.
- Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε +2,92% τον Αύγουστο του 2019, παραμένοντας για 9ο συνεχόμενο μήνα σε θετικό έδαφος. Ταυτόχρονα, οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά €1,46 δισ., εμφανίζοντας θετική ροή από τον Φεβρουάριο του 2019. Το υπόλοιπο των καταθέσεων των νοικοκυριών ανήλθε σε €114,3 δισ. τον Αύγουστο του 2019, έναντι €110 δισ. τον Δεκέμβριο του 2018 και €107,2 δισ. τον Αύγουστο του 2018.
- Ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων σημείωσε πτώση -3,5% τον Ιούλιο του 2019 παρά τις θετικές προσδοκίες στο λιανικό εμπόριο, δημιουργώντας προβληματισμό για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης το 3ο τρίμηνο του 2019. Η πτώση του συνολικού δείκτη είναι αποτέλεσμα της μείωσης που καταγράφηκε στα πολυκαταστήματα (-20%), στα καταστήματα τροφίμων, ποτών και καπνού (- 14,3%) και στα καταστήματα φαρμακευτικών προϊόντων και καλλυντικών (-8%). Πάντως, η άνοδος των επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, αποτελεί ενδεχομένως ένδειξη αντιστροφής της πτωτικής τάσης που έχει διαμορφωθεί από τις αρχές του 2019. Συνολικά, κατά το διάστημα Ιαν – Ιουλ 2019 ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων εμφανίζει μείωση -1,6% (έναντι ανόδου +1,9% κατά το αντίστοιχο διάστημα το 2018), με τη μεγαλύτερη υποχώρηση να καταγράφεται στα πολυκαταστήματα (-16,6%, έναντι αύξησης +2,1% το αντίστοιχο διάστημα το 2018) και στα εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων, ποτών και καπνού (-5,7%, επιπλέον μείωσης -6,2% το αντίστοιχο διάστημα του 2018).
Χαρά Κάνδηλα
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr