Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης αναλύοντας τα στοιχεία του δευτέρου τριμήνου του 2019 τόνισε ότι «ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ στο σύνολο του έτους παραμένει εφικτός υπό όρους και με αυξημένο ρίσκο».
Στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, πιθανοί εξωγενείς κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία, ενώ επισημαίνεται η ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων και αναβάθμισης της επενδυτικής βαθμίδας της χώρας.
Πιο αναλυτικά:
Οι εξωγενείς κίνδυνοι
«Παρά τη γενική θετική εικόνα, το διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας που πηγάζει από την όξυνση της εμπορικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και τις συνεπακόλουθες αναταράξεις στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχουν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας καθώς και από το ενδεχόμενο μιας άτακτης εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση», αναδέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Ανησυχιά για τα δημοσιονομικά μεγέθη
Όσον αφορά τους εσωτερικούς παράγοντες, εξηγεί ότι «η βασική εστία ανησυχίας αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη. Ήδη από τον Απρίλιο, παρουσιάζεται σημαντική επιδείνωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η υστέρηση αυτή δεν είναι εμφανής σε ταμειακούς όρους αλλά προκύπτει εφόσον επιβληθούν οι λογιστικές προσαρμογές του ESA και του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας. Συγκεκριμένα, και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμούμε ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα του πρώτου εξαμήνου έχει επιδεινωθεί κατά 2,1 δισ. σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους».
«Ένα μέρος της υστέρησης οφείλεται», σύμφωνα με την έκθεση, «σε συγκυριακούς παράγοντες όπως τα μειωμένα έσοδα και οι αυξημένες δαπάνες από το ΠΔΕ και το μειωμένο μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος. Σημαντικό μέρος, ωστόσο, οφείλεται στα επεκτατικά μέτρα που νομοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση και αναμένεται να διευρυνθεί από την επιπρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ (205 εκατ. ευρώ) που νομοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση. Λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 και τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμούμε ότι ο στόχος του 3,5% για το 2019 παραμένει εφικτός, ωστόσο, έχουν αυξηθεί οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι».
«Επίπτωση είχε και η αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης κατά 161 εκατ. ευρώ το εξάμηνο Ιανουαρίου-Ιουνίου του 2019 έναντι μείωσης κατά 602 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο εξάμηνο του 2018», σημειώνεται.
Το πλεόνασμα στο α΄ εξάμηνο πιέζουν πέρα από την μεταβολή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης, «τα έσοδα από ANFAs και SMPs (περιλαμβάνονται κατά ESA αλλά εξαιρούνται από τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας), αλλά και οι πωλήσεις πάγιων περιουσιακών στοιχείων (υπολογίζονται κατά ESA αλλά εξαιρούνται με τη σύμβαση ενισχυμένης εποπτείας)».
«Μια επιπλέον προσαρμογή ήταν οι "Προσαρμογές αναδρομικών" ύψους 240 εκατ. ευρώ. Η καθαρή επίπτωση από τις αναδρομικές αποδοχές των ειδικών μισθολογίων που καταβλήθηκαν το 2019 αλλά επιβαρύνουν δημοσιονομικά το 2018 σε δεδουλευμένους όρους. Το ακαθάριστο ποσό είναι 324 εκατ. ευρώ αλλά 80 περίπου εκατ. ευρώ αφορούν κρατήσεις ασφαλιστικών εισφορών. Βεβαίως θα πρέπει να υπολογισθεί και η λεγόμενη "13η σύνταξη"», συνεχίζει το Γραφείο.
Ο ρόλος νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής
«Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ γίνεται περισσότερο επεκτατική, ωστόσο, η χώρα μας δεν επωφελείται επαρκώς από τις ευνοϊκές επιδράσεις της νομισματικής χαλάρωσης. Στο προσεχές διάστημα, θα πρέπει να προωθηθούν οι απαραίτητες ενέργειες που θα διασφαλίσουν την αναβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε επενδυτική βαθμίδα ώστε να γίνουν επιλέξιμα για συμμετοχή σε ένα νέο γύρο νομισματικής χαλάρωσης εκ μέρους της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού για το σύνολο της οικονομίας και θα έχει ευνοϊκές επιδράσεις στη βιωσιμότητα του χρέους και στους ρυθμούς ανάπτυξης», αναφέρεται για τις επιρροές από το διεθνές περιβάλλον.
Πέρα από τη νομισματική χαλάρωση θα πρέπει και η δημοσιονομική πολιτική να συνηγορήσει προς την ίδια κατεύθυνση «στο πλαίσιο αυτό, η μείωση των δημοσιονομικών στόχων αποτελεί εύλογο αίτημα από την πλευρά της χώρας μας και δηλωμένη πρόθεση σχεδόν του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων. Ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος θα μπορούσε να επιτρέψει τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, υποστηρίζοντας τελικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης», τονίζεται.
Επισημαίνει ότι «η δημοσιονομική πολιτική έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα και κάθε κυβέρνηση τη διαχειρίζεται ανάλογα με τις πολιτικές της προτεραιότητες, για αυτό και η κατανομή του δημοσιονομικού χώρου αποτελεί ζήτημα πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό στη δημοκρατία, προϋποθέτει όμως σεβασμό στα δημοσιονομικά περιθώρια προκειμένου να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία της χώρας».
Η πορεία του πληθωρισμού δείχνει επιβράδυνση της οικονομίας
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι «ο συνολικός δανεισμός του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζει την καθοδική του πορεία. Όσον αφορά τον πληθωρισμό (ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) ανήλθε στο 0,2% τον Ιούνιο του 2019, μειωμένος σε σχέση με τον Ιούνιο του 2018 (1,0%), αλλά και σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (0,6%), ενώ ο "πυρήνας" του πληθωρισμού (δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα), παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός, στο 0,3%. Η κάμψη αυτή του πληθωρισμού δείχνει πιθανή επιβράδυνση στη δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας. Στην Ευρωζώνη τόσο ο εναρμονισμένος δείκτης όσο και ο "πυρήνας" ήταν στο 1,3% τον Ιούνιο. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζει οριακή επιδείνωση κατά 124 εκατ. ευρώ, ενώ το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μειώνεται αλλά με αργό ρυθμό».
Πρόοδος στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Για τις ελληνικές τράπεζες αναφέρεται ότι σημείωσαν πρόοδο στη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ), τα οποία διαμορφώθηκαν στο τέλος Μαρτίου 2019 σε 80 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 1,9 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2018 και κατά περίπου 27,3 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016. Ωστόσο, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο (45,1%) λόγω της μείωσης και του αριθμού των δανείων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr