«Στην πρόσφατη ομιλία του στη Bουλή, ο κ. Μητσοτάκης μας προσκάλεσε να συζητήσουμε σοβαρά στο κείμενο των «64», που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή», και το οποίο επιδιώκει να επανατοποθετήσει την έννοια της προόδου πέρα από το δίπολο Δεξιά-Αριστερά. Ανταποκρινόμαστε με κάποια αρχικά σημεία.
Το κείμενο περιγράφει την Ελλάδα ως μία “χώρα σε γενική παράλυση”, όπου «η μεσαία τάξη, η ραχοκοκαλιά της ελληνικής δημοκρατίας, συρρικνώνεται». « Η απόσταση από τον ανεπτυγμένο κόσμο καθημερινά μεγαλώνει». Η επιχειρηματικότητα και οι επενδύσεις αποθαρρύνονται, το brain drain μεγεθύνεται, ενώ απαξιώνεται η εργασία και η αριστεία.
Όλες οι κακοδαιμονίες αποδίδονται στη σημερινή κυβέρνηση που χαρακτηρίζεται από «τριτοκοσμικές αντιλήψεις», «αριστερίστικη ιδεοληψία» και «ψευδή ευρωπαϊσμό», που «χαϊδεύει τους ολοκληρωτισμούς του 20ου αιώνα», «ανέχεται την πολιτική βία και τους βανδαλισμούς», που «ασκεί παρεμβάσεις ελέγχου της δικαιοσύνης και χειραγώγησης των ΜΜΕ», που «προβαίνει σε ποινικές διώξεις πολιτικών αντιπάλων», που ανατρέχει στις εμμονές του Εμφυλίου Πολέμου. Ταυτόχρονα αυτή η κυβέρνηση είναι υποτακτική «έναντι των ισχυρών της γης».
Ας το πούμε ευθέως. Η ένταση των εκφράσεων αυτών δεν συνάδει με τη γραφή πανεπιστημιακών (και είναι αρκετοί που συνυπογράφουν). Στον ακαδημαϊκό χώρο οι χαρακτηρισμοί έχουν οριστικά εξοβελιστεί. Η ανάλυση της πραγματικότητας, με διαφορετικές οπτικές, οδηγεί σε ασφαλέστερα συμπεράσματα. Συνεπώς είναι δύσκολο να γίνει η συζήτηση πάνω σε αίολους ορισμούς («ψευδής ευρωπαϊσμός» ), όχι μόνο διότι είναι κενοί περιεχομένου (ως να υπάρχει «αυθεντικός ευρωπαϊσμός»), αλλά διότι τελικά παραμορφώνει την ίδια την πραγματικότητα.
Η Ελλάδα με την παρούσα κυβέρνηση έμεινε φυσικά στην Ευρώπη και το Ευρώ, ολοκλήρωσε ένα οικονομικό πρόγραμμα, και κυρίως οδήγησε τη χώρα εκτός μνημονίων, σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η χώρα ρύθμισε το χρέος και επέστρεψε στις αγορές. Όλοι οι οικονομικοί δείκτες είναι θετικοί (ΑΕΠ, εξαγωγές, απασχόληση, επενδύσεις). Δεν γνωρίζουμε αν αυτό συνάδει με μία κυβέρνηση «τριτοκοσμικών», «αριστερίστικων ιδεοληψιών», «ψευδοευρωπαϊκών» αντιλήψεων, αλλά τα δεδομένα είναι δεδομένα.
Το ίδιο ισχύει και για τις μεταρρυθμίσεις. Κάποιες μεταρρυθμίσεις ήταν μέρος του οικονομικού προγράμματος, κάποιες όχι. Αλλά σε κάθε περίπτωση έγιναν πολλές. Η συγκρότηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, το νέο πλαίσιο των δημόσιων προμηθειών με ηλεκτρονικούς διαγωνισμούς, η διαφανής διαχείριση των πόρων του ΕΣΠΑ, οι μεταρρυθμίσεις στον τρόπο τιμολόγησης των φαρμάκων (θυμίζουμε ότι στο παρελθόν τις τιμές τις αποφάσιζαν οι υπουργοί), η καθιέρωση αντικειμενικών κριτηρίων στο ασφαλιστικό τομέα και στα κοινωνικά επιδόματα, η ανάρτηση και επικύρωση δασικών χαρτών, το ολοκληρωμένο κτηματολόγιο, η ηλεκτρονική πλέον πολεοδομία, η επιλογή των διευθυντών στη δημόσια διοίκηση με ενεργό ρόλο του ΑΣΕΠ και πληθώρα άλλων μεταρρυθμίσεων. Αυτές επιλύουν χρόνια προβλήματα, τα οποία συνιστούσαν προνομιακά πεδία της πολιτικής διαμεσολάβησης, αποτελώντας κορμό και προϋπόθεση του πελατειακού κράτους.
Το κείμενο των 64 ευλογεί την καλή γειτνίαση με τις βαλκανικές χώρες και σωστά. Αλλά αποσιωπά εντελώς το θέμα της “Συμφωνίας των Πρεσπών”. Κραυγαλέα σιωπή, καθόλου τυχαία. Φαντάζει ως οι «64» να έχουν ένα μικρό έλλειμμα θάρρους. Αυτή η συμφωνία έτυχε μίας ευρείας υποστήριξης από τους διεθνείς θεσμούς και τις περισσότερες πολιτικές οικογένειες στην Ευρώπη. Μπορεί η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ να την απέρριψαν, για όψιμους ψηφοθηρικούς λόγους - ας είμαστε λίγο ειλικρινείς – αλλά παρέμειναν μόνοι.
Η δοκιμασία της μεσαίας τάξης δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά διεθνές φαινόμενο. Πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ περιγράφει την κατάσταση των μεσαίων στρωμάτων σε πληθώρα χωρών με τα πιο μελανά χρώματα. Στάσιμοι μισθοί, μικρότερο μερίδιο του ΑΕΠ, λιγότερες και χειρότερες θέσεις εργασίας, αυξημένες δαπάνες για στέγαση, υγεία και παιδεία. Ο ILO στην πρόσφατη ανάλυσή του κάνει ένα βήμα παραπέρα. Συνδέει τα προβλήματα της γερμανικής μεσαίας τάξης με τη συρρίκνωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αδυναμία των συνδικάτων. Σε κάθε περίπτωση η συμπίεση της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα, έγινε την περίοδο 2010-2014, λόγω της τεράστιας πτώσης του ΑΕΠ, ενώ την περίοδο 2015-2019 δείχνει να σταθεροποιείται και πρόσφατες μελέτες συνηγορούν σε αυτό.
Οι ανισότητες στην Ευρώπη είναι το επίμαχο θέμα. Και η Αριστερά μαζί με τους Πράσινους και τους Σοσιαλδημοκράτες, προωθούν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς πληθώρα μεταρρυθμίσεων. Ανάμεσα σε άλλες, την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, ένα δημοσιονομικό μηχανισμό για να αμβλύνει τις περιφερειακές ανισότητες, περισσότερη διαφάνεια και εγγυημένα επίπεδα παροχών. Η Ελλάδα, και στην Σύνοδο κορυφής και στο Εcofin, έθεσε το θέμα των κοινωνικών κριτηρίων, όχι μόνο των δημοσιονομικών στόχων, για την αξιολόγηση των κρατών- μελών. Και στη θεματική αυτή, αν κρίνει κανείς από τις ενστάσεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος το δίπολο Δεξιά-Αριστερά παραμένει με διαφορετικές στρατηγικές.
Το κείμενο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο τρίπτυχο «αγορά-ιδιοκτησία-επιχειρηματικότητα». Μάλιστα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης κάθε υστέρηση μετατρέπεται σε μειονέκτημα για την εθνική οικονομία . Επαρκούν όμως οι έννοιες αυτές ως απάντηση στη διπλή θεώρηση της οικονομικής ανάπτυξης και της διανομής του εισοδήματος; Φαντάζουν ως να έχουν ανασυρθεί από τη δεκαετία του 1990, αδύναμες να συλλάβουν την κρίση του 2008, το Brexit ή το νεοπροστατευτισμό των ΗΠΑ .
Σε όλη την Ευρώπη συζητιούνται, ως αντίδραση στην αποτυχία των μονοσήμαντων ιδεών της προηγούμενης εποχής, νέες ιδέες και προσεγγίσεις και για τον ιδιωτικό και για το δημόσιο και για τον κοινωνικό τομέα. Βλέπουμε θετικά κάθε πολιτική που ενισχύει την ιδιωτική επιχείρηση, πρωτίστως την καινοτόμα, καθώς και μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση. Και φυσικά δεν κρύβουμε τη στήριξή μας στην κοινωνική οικονομία. Νομοθετήσαμε τις ενεργειακές κοινότητες και διαμορφώσαμε ένα σύγχρονο πλαίσιο για την αλληλέγγυα οικονομία και τους συνεταιρισμούς. Ο διάλογος είναι ανοικτός και αναγκαίος.
Διάλογος όμως με καταστροφολογία δεν γίνεται. Το κείμενο των «64» παραμορφώνει την πραγματικότητα. Μαυρίζει το τοπίο για να φωτίσει τη θέση του. Έτσι η συζήτηση βραχυκυκλώνεται. Δύο στρατόπεδα με πλήρως αντιπαραθετικές παραστάσεις. Φαντάζει ως να επιβεβαιώνει τη ρήση του Σεφέρη «Στη βάση κάθε συζήτησης εξυπακούεται ένα σιωπηρό συμβόλαιο. Χωρίς αυτό έχουμε ίσως πολλούς παράλληλους μονολόγους, αλλά δεν έχουμε διάλογο. Για την ώρα είμαστε η χώρα των παράλληλων μονολόγων» ( Γ. Σεφέρης, Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ, Έρημη Χώρα, Αθήνα, Ίκαρος, 1974, 1η έκδοση, 1936 )."
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr