Στην έκθεσή της, που δημοσιεύθηκε στη γενική συνέλευση των μετόχων τη Δευτέρα, προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα μεγεθυνθεί κατά 1,9% επίδοση που πάντως θα είναι καλύτερη από εκείνη συνολικά της Ευρωζώνης, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με αισθητή επιβράδυνση.
Σύμφωνα με την έκθεση τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκαν στα 81,8 δις ευρώ ή στο 45,4% των συνολικών δανείων στα τέλη Δεκεμβρίου.
Η διατήρηση μεγάλων δημοσιονομικών πλεονασμάτων για παρατεταμένη περίοδο, όταν μάλιστα συνοδεύεται από υψηλή φορολογία, επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη, σημειώνει η ΤτΕ.
Ο μεγαλύτερος δημοσιονομικός κίνδυνος, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι η ενδεχόμενη εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ που έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές συντάξεων. Η σημαντικότερη πρόκληση, είναι η μόνιμη επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους.
«Καμπανάκι» Στουρνάρα για τις προκλήσεις της ερχόμενης περιόδου
«Το 2019 σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας πορείας της ελληνικής οικονομίας», σημείωσε ο Γ. Στουρνάρας μιλώντας στην Γενική Συνέλευση της ΤτΕ, τονίζοντας ότι «η επιτυχής έκδοση δεκαετούς ομολόγου το Μάρτιο του 2019, για πρώτη φορά μετά την έναρξη της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010, αποτελεί ένα πιο αποφασιστικό βήμα προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή την επανασύνδεση της χώρας με τις αγορές, ενώ η πρόσφατη υπερψήφιση από τη Βουλή της διάταξης για την προστασία της πρώτης κατοικίας επίσης συμβάλλει προς την κατεύθυνση αυτή, αφού αναμορφώνει το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, ενσωματώνοντας συγκεκριμένες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας και δικλίδες ασφαλείας».
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το 2019 αποτελεί έτος σημαντικών προκλήσεων για την ελληνική οικονομία. Στο διεθνές περιβάλλον, η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού ενδέχεται να επιδράσει αρνητικά στην άνοδο των ελληνικών εξαγωγών.
Στο εγχώριο περιβάλλον, η αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων και οι περιορισμοί από την πλευρά της χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις. Η υψηλή φορολόγηση τα τελευταία χρόνια περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, συγκρατεί τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών.
Το 2019 η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα με το 2018, παρά την περαιτέρω επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης τόσο διεθνώς όσο και, κυρίως, στην ευρωζώνη. Αυτό όμως προϋποθέτει την απρόσκοπτη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, την εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων χωρίς καθυστερήσεις και την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων. Οι προϋποθέσεις αυτές έχουν πρωταρχική σημασία για την ολοκλήρωση της επιτυχούς μετάβασης σε ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 1,9% και το 2019, με τις εξαγωγές και την ιδιωτική κατανάλωση να παραμένουν οι βασικοί αναπτυξιακοί μοχλοί. Ωστόσο, προκειμένου να καλυφθούν οι μεγάλες απώλειες που υπέστη η ελληνική οικονομία σε όρους προϊόντος και απασχόλησης κατά τη μακρά περίοδο της ύφεσης, απαιτούνται ταχύτεροι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης.
Τα χαμηλά επίπεδα των επενδύσεων, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση, το υψηλό − αν και μειούμενο − απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μεγάλη απώλεια υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου κατά τα χρόνια της ύφεσης, καθώς και οι διαγραφόμενες χαμηλές προσδοκίες για την πορεία του δυνητικού προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα λόγω των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων και της βραδείας ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, είναι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική. Παράλληλα, οι προοπτικές της οικονομίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και από τις εισροές διεθνών κεφαλαίων στη χώρα.
Στο εσωτερικό περιβάλλον, ιδιαίτερα στο δημοσιονομικό πεδίο, η ενδεχόμενη εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο στο άμεσο μέλλον.
Καθώς μάλιστα η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, ενισχύονται οι κίνδυνοι επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και δημοσιονομικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η οικονομική αβεβαιότητα. Ελλοχεύει συνεπώς ο κίνδυνος ανατροπής της σημαντικής προόδου που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα.
«Πληγή» για τις τράπεζες τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, οι εξελίξεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2018 προσδιορίστηκαν από την επιταχυνόμενη επιστροφή των τραπεζικών καταθέσεων, την ενίσχυση της ρευστότητας, τη διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των τραπεζών με πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά και ως εκ τούτου σημαντικό περιορισμό και σχεδόν μηδενισμό της έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) από την Τράπεζα της Ελλάδος, τη μικρή ανάκαμψη της τραπεζικής χρηματοδότησης καθώς και τη διατήρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας σε ικανοποιητικό επίπεδο. Ωστόσο, η κερδοφορία παρέμεινε αδύναμη.
Στις αρχές του 2018 διενεργήθηκε πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, στην οποία συμμετείχαν οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, προκειμένου να εξεταστεί η ανθεκτικότητά τους σε υποθετικές διαταραχές για την τριετία 2018-2020. Το αποτέλεσμα της άσκησης έδειξε ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν παρουσιάζουν κεφαλαιακό έλλειμμα.
Ωστόσο, βασικό πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να είναι το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς τους, το οποίο δεν επιτρέπει την ενίσχυση της πιστοδοτικής τους ικανότητας. Οι τράπεζες αξιοποιούν τις δυνατότητες που τους παρέχει το βελτιωμένο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, μέσω του οποίου έχουν αρθεί σημαντικά θεσμικά και διοικητικά εμπόδια που αποτελούσαν τροχοπέδη στην προσπάθειά τους να μειώσουν το υπέρογκο ύψος των ΜΕΔ. Οι σημαντικές αυτές μεταρρυθμίσεις έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, όπως φαίνεται από τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ σε 81,8 δισεκ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 (ή 45,4% του συνόλου των δανείων), από 107,2 δισεκ. ευρώ που ήταν στην κορύφωσή τους το Μάρτιο του 2016. Εντούτοις, το απόθεμα αυτό παραμένει σε εξαιρετικώς υψηλά επίπεδα.
Οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Μαρτίου του 2019 στην ΕΚΤ και στην Τράπεζα της Ελλάδος αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, ενσωματώνοντας τις πρόσφατες αλλαγές στη στρατηγική τους μετά το Σεπτέμβριο του 2018, αλλά και τυχόν διαφορετικές παραδοχές για το μακροοικονομικό περιβάλλον. Σύμφωνα με την προηγούμενη υποβολή στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018, στόχευση των τραπεζών ήταν η διαμόρφωση των ΜΕΔ στο τέλος του 2021 στα 34,1 δισεκ. ευρώ, ενώ ο δείκτης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 21,2% του συνόλου των δανείων. Με τη νέα υποβολή οι τράπεζες στοχεύουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του λόγου των ΜΕΔ, λίγο κάτω από το 20%. Παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, το ποσοστό αυτό παραμένει περίπου εξαπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ-28, συνεπώς πρέπει να επιταχυνθεί η μείωσή του.
Η επιτυχής επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στην προσπάθειά της να επιτύχει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, λόγω δομής και μεγέθους, αλλά και των νοικοκυριών, γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού. Η απαλλαγή των τραπεζών από το πρόβλημα των ΜΕΔ θα συμβάλει στη μείωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου και στην αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, βελτιώνοντας έτσι τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε διατηρήσιμη βάση που θα επιτρέψει στις τράπεζες να επιτελέσουν εκ νέου το διαμεσολαβητικό τους ρόλο. Θα ενισχυθεί η ανθεκτικότητά τους και η δυνατότητά τους να απορροφούν κλυδωνισμούς από ενδεχόμενες μελλοντικές διαταραχές. Θα αυξηθεί η οργανική κερδοφορία τους και θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα οδηγήσουν σε σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και σε μείωση των επιτοκίων δανεισμού τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά, εξέλιξη που θα επιτρέψει την άνετη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Οι ελληνικές αρχές πρέπει σύντομα να καταλήξουν σε νέα, πιο συστημικά εργαλεία, τα οποία θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι τράπεζες. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει από καιρό προτείνει μία συστημική λύση, η οποία προβλέπει τη μεταβίβαση σε Εταιρίες Ειδικού Σκοπού σημαντικού μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένη στους ισολογισμούς των τραπεζών. Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίζονται ταυτόχρονα δύο πολύ σημαντικά προβλήματα, τα ΜΕΔ και οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις. Η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος βρίσκονται σε συνεννόηση για την προώθηση προς έγκριση στις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές και, τελικώς, για την υιοθέτηση τέτοιου είδους συστημικών λύσεων για την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ.
Επίσης, όπως ήδη αναφέρθηκε, η νέα νομοθετική ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας αποτελεί το πρώτο βήμα προς την πλήρη αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την ολιστική αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων. Η εφαρμογή της νέας ρύθμισης, η οποία περιέχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας και δικλίδες ασφαλείας, αποσκοπεί στην προστασία των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, στην αποφυγή δημιουργίας ηθικού κινδύνου έναντι των συνεπών οφειλετών και στην ελεγχόμενη επίπτωση στα κεφάλαια των τραπεζών.
Η πλήρης έκθεση της ΤτΕ βρίσκεται στο Συνοδευτικό Υλικό.
- TTE_2018.pdf (196 Λήψεις)
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr