Η ανάπτυξη το 2018 ήταν 1,9% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό εδώ και μια δεκαετία, και η κατάσταση βελτιώνεται σε πολλούς τομείς, ενώ προηγουμένως αφορούσε κυρίως στον τουρισμό (που καλύπτει 20% του ΑΕΠ). Καταγράφει βελτίωση της βιομηχανικής παραγωγής, καλύτερη εικόνα στην οικοδομή αλλά και την αύξηση στις τιμές των κατοικιών για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία.Σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, παρατηρείται στασιμότητα μετά τα ρεκόρ, κάτι που αποδίδεται στην οικονομική κατάσταση σε αγορές όπως η Γερμανία και η Βρετανία, αλλά και τον ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους.
Για τις επενδύσεις-πρωτογενές πλεόνασμα
Όσον αφορά τις επενδύσεις, αυτές παραμένουν ακόμα 2/3 χαμηλότερες από τα προ κρίσης επίπεδα. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν πτώση 12% το 2018 (αν και μπορεί αυτό να αναθεωρηθεί καθώς τα στοιχεία δείχνουν υψηλή συμμετοχή των αποθεμάτων στην ανάπτυξη πέρυσι, κάτι που τείνει να αποδοθεί σε κατανάλωση ή -πιθανότερα- σε επενδύσεις σε μεταγενέστερο στάδιο). Η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων παραμένει χαμηλή, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις διαρκώς είναι κάτω των στόχων (με κενό που αντιστοιχεί σε 1% του ΑΕΠ πέρυσι), κάτι που αποδίδεται σε ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης.
Όπως τονίζει η HSBC, η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι το σημείο στο οποίο καταγράφονται οι περισσότερες διαφωνίες. Οι περισσότεροι βλέπουν ρυθμούς άνω του 2% για αρκετά χρόνια, εξαιτίας των υφιστάμενων «περιθωρίων» (μείωση ανεργίας που παραμένει στο 18%). Το ΔΝΤ βλέπει ότι αυτά τα περιθώρια θα ξεθωριάσουν νωρίτερα και την ανάπτυξη να υποχωρεί στο 1,2% το 2022, ενώ πιστεύει ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη θα είναι γύρω στο 1% εξαιτίας δημογραφικού. Επίσης επισημαίνει και τη μεταρρυθμιστική κόπωση ως έναν ακόμα παράγοντα απαισιοδοξίας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Η HSBC γράφει ότι η πρόσφατη βελτίωση στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (πέρυσι πιάστηκε ο στόχος για πρώτη φορά) είναι ενθαρρυντική. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις που σχετίζονται με τη «χρυσή βίζα» δείχνουν σημάδια βελτίωσης και αν το μομέντουμ διατηρηθεί, θα υπάρξει κάποια στήριξη σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές επενδύσεις.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, 4% του ΑΕΠ, και καταγράφει την εκτίμηση της Κομισιόν ότι αυτό θα διευρύνεται συν τω χρόνω καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό, δημιουργώντας επιπρόσθετο δημοσιονομικό χώρο περίπου 3,5 δισ. ευρώ (2% του ΑΕΠ) μεταξύ 2019-22. Για το 2019, αυτός ο δημοσιονομικός χώρος είναι περίπου 930 εκατ. ευρώ και η χώρα σκοπεύει να τον διαθέσει κατά 50% σε ελάφρυνση φόρων και κατά 50% σε κοινωνικά μέτρα.
Σε ό,τι αφορά το μαξιλάρι ρευστότητας, τονίζει ότι είναι κρίσιμο για να καθησυχάζει τους επενδυτές, αλλά όπως προκύπτει από στοιχεία του ΔΝΤ, είναι με διαφορά το μεγαλύτερο (ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και ως ποσοστό των μεικτών χρηματοδοτικών αναγκών) μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης που βγήκαν από προγράμματα. Ως προς τις επιλογές, η στρατηγική δεν είναι ξεκάθαρη, αλλά περισσότερο αναφέρεται η επιλογή της αποπληρωμής του ΔΝΤ (συνολικά οφείλονται 9,8 δισ. ευρώ) και ειδικά τα 3,8 δισ. ευρώ που έχουν υψηλό επιτόκιο. Αυτό απαιτεί έγκριση από τις Βρυξέλλες, τονίζει η HSBC, σημειώνοντας ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν ως «κόκκινη γραμμή» το να συνεχίσει το Ταμείο να εμπλέκεται με τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση. Αυτό θα γίνεται όσο η Ελλάδα οφείλει πάνω από 2 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ, κάτι που μεταφράζεται σε ανάγκη εξόφλησης 7 δισ. ευρώ.
Αναφορικά με πιθανή νέα έξοδο στις αγορές, πέραν της επιλογής της νέας εξόδου θα μπορούσε να γίνει διαχείριση υποχρεώσεων ή επαναγορά υφιστάμενων ομολόγων που αναδιαρθρώθηκαν με το PSI το 2012.
Ένα κρίσιμο θέμα το οποίο συζητήθηκε εκτεταμένα είναι το όριο που θέτει η ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες αναφορικά με τα κρατικά ομόλογα που μπορούν να κατέχουν. Το θέμα δημιουργεί ανησυχία στους επενδυτές καθώς περιορίζει τη δυνατότητα των τραπεζών να δρουν στη δευτερογενή αγορά και να μειώνουν τη ρευστότητα. Η σημασία της αύξησης του ορίου βρίσκεται στα «ελληνικά ραντάρ», τονίζει η HSBC.
Ποια τα μηνύματα που λαμβάνει για το τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα
Στα θέματα που συμφωνούν κυβέρνηση, εγχώριοι και διεθνείς θεσμοί και τραπεζίτες περιλαμβάνεται η αύξηση του ορίου κατοχής ελληνικών ομολόγων από τις τράπεζες, ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρος ο χρονισμός μιας τέτοιας κίνησης ή οι λεπτομέρειές της. Ολοι συμφωνούν επίσης ότι οι τάσεις σε ό,τι αφορά την ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών βελτιώνονται, με την τάση σε ό,τι αφορά το «κοκκίνισμα» ή το «επανακοκκίνισμα» δανείων σε πτωτική τροχιά.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το μήνυμα εμφανίζεται μεικτό. Οι απόψεις διαφέρουν σε ό.τι αφορά την παροχή πίστωσης. Οι τράπεζες εκτιμούν ότι δεν περιορίζονται από τη ρευστότητα ή τα κεφάλαια και πως η ζήτηση αυξάνει από τις επιχειρήσεις. Διάφοροι θεσμοί, όμως, βλέπουν ότι τα κόκκινα δάνεια εξακολουθούν να είναι μεγάλο βάρος, ενώ κάποιοι θεωρούν ότι η ρευστότητα παραμένει εμπόδιο.
Σε ότι αφορά την ποιότητα ενεργητικού, ενώ οι τράπεζες περιμένουν ουσιαστική μείωση των κόκκινων δανείων δεν είναι ξεκάθαρο αν όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι αυτό είναι επιτεύξιμο και, σημαντικότερα, αν θα είναι αρκετό. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από τρίτους στους πλειστηριασμούς είναι μια πηγή ανησυχίας για τους θεσμούς, ενώ οι τράπεζες επισημαίνουν ότι το συνολικό στοκ ακινήτων που θα αγοράσουν είναι σχετικά μικρό. Το πλαίσιο εταιρικής πτώχευσης επίσης φαίνεται ανεπαρκές.
Το νέο πλαίσιο προστασίας α’ κατοικίας είναι θετικό, σύμφωνα με τους τραπεζίτες, αλλά οι θεσμοί πιστεύουν ότι τα κριτήρια ένταξης δεν είναι αρκετά αυστηρά.
Σε ότι αφορά, τέλος τα σχέδια ΤτΕ και ΤΧΣ για τη μείωση των κόκκινων δανείων κάποιοι εξέφρασαν την άποψη ότι μπορεί να αποσπάσουν την προσοχή των τραπεζών από τους στόχους.
Ποιοί οι κίνδυνοι
Οι κίνδυνοι φαίνονται, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, περιορισμένοι, υποστηρίζει ο οίκος. Επικεντρώνεται στους εξής:
Κατώτατος μισθός: Οι δανειστές εκφράζουν προβληματισμό για την αύξηση κατά 11% αναφορικά με το κατά πόσο θα επηρεάσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα, αν δεν συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας. Υπάρχουν ωστόσο κάποια «θετικά». Η αύξηση επηρεάζει κυρίως τον κλάδο «μη εμπορεύσιμων αγαθών» και έτσι η επίδραση στην εξωτερική ανταγωνιστικότητα είναι περιορισμένη. Παράλληλα θα τονώσει την εσωτερική ζήτηση.
Δημοσιονομικές αστοχίες: Οι αναμενόμενες δικαστικές αποφάσεις και το αβέβαιο αποτέλεσμά τους αποτελούν πηγή κινδύνου. Το ΔΝΤ υπολόγισε ότι η Ελλάδα μπορεί να χρειαστεί να πληρώσει 5 δισ. ευρώ για συντάξεις και 1,4 δισ. ευρώ για μισθούς Δημοσίου. Αν και είναι εφάπαξ καταβολές και δεν επηρεάζουν δημοσιονομικά (ενώ υπάρξει και άφθονο μετρητό), ίσως υπάρξουν επιπλοκές στο μέλλον, αυξάνοντας τον κίνδυνο να μην πιαστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και να δημιουργηθεί πίεση για λιτότητα σε επόμενες κυβερνήσεις.
Διεθνείς ανισορροπίες. Μπορεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να υποχώρησε από το 15% το 2008 περίπου στο 3% εσχάτως, όμως εμφανίζεται να διευρύνεται εκ νέου. Αντίθετα σε αυτό το στάδιο άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, είχαν πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό δημιουργεί την ανησυχία ότι στο μέλλον, καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό και η ανάκαμψη επιταχύνεται, μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω.
Οι εκλογές: Περισσότερο πιθανό είναι να διεξαχθούν τον Οκτώβριο. Η ΝΔ προηγείται στις δημοσκοπήσεις αλλά όπως σημείωσε ο υπουργός Εσωτερικών, αυτές συστηματικά υποτιμούν το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε δεν μπορούν να αποκλειστούν εκπλήξεις. Η HSBC εκτιμά ότι κάποια προεκλογικά δώρα από την κυβέρνηση δεν μπορούν να αποκλειστούν, ενώ και η ΝΔ μιλά για σημαντικές περικοπές φόρου αν αναλάβει την εξουσία, οι οποίες θα αντισταθμιστούν από περικοπές στις δαπάνες. Ωστόσο, σημειώνει ο οίκος, μετά από τόσα χρόνια λιτότητας, τα περιθώρια περικοπών είναι περιορισμένα, ειδικά χωρίς να επηρεαστούν οι επενδύσεις. Στα θετικά σημειώνει ο οίκος και το ότι προχωρά η συνταγματική αναθεώρηση, που αποτρέπει τον κίνδυνο νέων εκλογών το 2020.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr