Όπως σημειώνεται στη μελέτη που εκπόνησε η διαΝΕΟσις, μετά από πρόσκληση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, η ελληνική οικονομία, μετά από σχεδόν μία δεκαετία σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής και ύφεσης βρέθηκε να αναζητά ένα νέο, σύγχρονο παραγωγικό πρότυπο που θα κατάφερνε να την τροχοδρομήσει σε μια πορεία διατηρήσιμης ανάπτυξης και αυξανόμενης κοινωνικής ευημερίας. Αν και σε όλη αυτή την περίοδο η συγκεκριμένη ανάγκη φάνηκε να γίνεται αποδεκτή από όλους τους συμμετέχοντες στον σχετικό δημόσιο αλλά και επιστημονικό διάλογο, η ελληνική κοινωνία μοιάζει να αδυνατεί ακόμη να βρει έναν πειστικό βηματισμό που θα την οδηγήσει σε ένα στέρεο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης και ευημερίας.
Με άλλα λόγια, ενώ οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, φαίνεται να αποδέχονται ότι πρέπει να υπάρξει ένας μακρόπνοος –και άρα συναινετικός– σχεδιασμός που θα εντοπίσει και θα σκιαγραφήσει τις βασικές πτυχές ενός προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης, ικανού να τοποθετήσει την ελληνική οικονομία ξανά στις ράγες της βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης, ο διάλογος αυτός, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει από πολλούς φορείς, κοινωνικούς εταίρους, επιστημονικά και ερευνητικά κέντρα, δεξαμενές σκέψης, αλλά και πολιτικά κόμματα, δεν έχει οδηγήσει σε ένα συνολικά αποδεκτό εθνικό σχέδιο το οποίο θα ανταποκρίνεται στις τρέχουσες αλλά και πιο πρόσφατες εξελίξεις. Ένα σχέδιο που θα υπεισέρχεται και σε λεπτομέρειες, οι οποίες ενδεχομένως να προκαλούν αντιπαραθέσεις αλλά αποτελούν το αναγκαίο προστάδιο που θα οδηγήσει σε μια διαδικασία σύνθεσης αντιτιθέμενων απόψεων και αντιλήψεων.
Βασικό προαπαιτούμενο για τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου για τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο αποτελεί η ύπαρξη κοινωνικής συνεννόησης και διάθεσης δημιουργικής σύνθεσης –συχνά ακραία– αντιτιθέμενων απόψεων. Εν ολίγοις, απαιτείται όλοι, κοινωνικοί εταίροι και φορείς, πολιτικά κόμματα κ.ο.κ., να κινηθούν πέρα από επιμέρους μικροσυμφέροντα και ιδεοληψίες και να προτάξουν ως βασικό κριτήριο και ζητούμενο το ευρύτερο κοινωνικό και εθνικό συμφέρον.
Η διαΝΕΟσις, ανταποκρινόμενη σε σχετική πρόσκληση της ΟΚΕ και υποστηρίζοντας την προσπάθειά της προς αυτή την κατεύθυνση, προχώρησε στις αρχές του 2017 στην εκπόνηση της παρούσας μελέτης με στόχο τον εντοπισμό, μέσα από την εκτενή ανάλυση επιστημονικών κειμένων και κειμένων πολιτικής, των βασικών πεδίων στα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί σύγκλιση των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής1. Συγκεκριμένα, η μελέτη αναλύει τις διαφορετικές απόψεις πάνω σε κρίσιμους τομείς οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, όπως αυτές έχουν εκφραστεί κατά καιρούς από εκθέσεις και γνωμοδοτικές αναλύσεις των ίδιων των κοινωνικών εταίρων–μελών της ΟΚΕ, των διεθνών οργανισμών, και των ερευνητικών ινστιτούτων, που φιλοδοξούν να αποτελέσουν τμήμα του νέου αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, με στόχο τη δημιουργία ενός συνθετικού πλαισίου προτάσεων οικονομικής ανάπτυξης και συζήτησης συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Με άλλα λόγια, στόχος είναι η αναζήτηση και οριοθέτηση, στη βάση των προ του 2017 κειμένων οικονομικής ανάλυσης και πολιτικής, των περιθωρίων κοινωνικής συνεννόησης στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής. Φυσικά, κατά την περίοδο που ακολούθησε την εκπόνηση της μελέτης ενδέχεται είτε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις να πραγματοποιήθηκαν είτε οι θέσεις φορέων και οργανισμών να έχουν μεταβληθεί.
Η ανάλυση της μελέτης επικεντρώθηκε στα κρίσιμα πεδία που επηρεάζουν ουσιαστικά την ανάπτυξη: της δημόσιας διοίκησης, της φορολογικής πολιτικής και φορολογικής διοίκησης, της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, της αγοράς εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, των κλάδων με ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα για την ελληνική οικονομία, της εκπαίδευσης, της έρευνας, της τεχνολογικής αναβάθμισης και καινοτομίας και της υγείας. Ειδικότερα, από την ανάλυση προκύπτει η δυνατότητα ομαδοποίησης των παραπάνω πεδίων οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας σε δύο μεγάλες κατηγορίες, με κριτήριο την πιθανολογούμενη δυνατότητα επίτευξης συναινέσεων στα διάφορα ζητήματα ανά πεδίο.
Στην πρώτη ομάδα ανήκουν τα πεδία της δημόσιας διοίκησης, της φορολογικής πολιτικής και φορολογικής διοίκησης, του δικαστικού συστήματος, των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των κλάδων με συγκριτικό πλεονέκτημα, της εκπαίδευσης, της έρευνας, της τεχνολογικής αναβάθμισης και καινοτομίας και τέλος της υγείας. Τα συγκεκριμένα πεδία αφορούν τομείς όπου είναι δυνατή η επίτευξη ευρείας και ισχυρής συναίνεσης, τουλάχιστον στα περισσότερα και βασικότερα ζητήματα που απασχολούν το κάθε πεδίο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν θέματα στα οποία η γεφύρωση των υφιστάμενων διαφορετικών προσεγγίσεων αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα –ειδικότερα όταν η συζήτηση υπεισέρχεται σε περισσότερο εξειδικευμένες προτάσεις.
Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν τα πεδία της αγοράς εργασίας, του συστήματος κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής ασφάλισης, καθώς επίσης της αξιοποίησης της κρατικής περιουσίας. Στους τομείς αυτούς εντοπίζονται, σε κάποια από τα επιμέρους ζητήματα, σαφείς διαφοροποιήσεις μεταξύ των κατατεθειμένων απόψεων, με αποτέλεσμα οι συγκλίσεις να φαντάζουν, σε πρώτη ανάγνωση, δυσκολότερες.
διαβάστε ακόμα
Γενικότερα, θα τολμούσαμε να διατυπώσουμε την εκτίμηση ότι κατ’ αρχάς μια σοβαρή προσπάθεια διενέργειας ενός ευρύτατου κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, αλλά και όλων των εμπλεκόμενων φορέων δεν είναι αναγκαστικά καταδικασμένη να αποτύχει. Τουναντίον, η παρούσα μελέτη έδειξε πως υπάρχει σημαντικό περιθώριο για επίτευξη κοινωνικής συνεννόησης και διαμόρφωσης ευρύτατων συναινέσεων πάνω σε μια σειρά από ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία και την οικονομία μας. Η επίτευξη αυτής της συνεννόησης είναι ζωτικής σημασίας για τη χώρα μας, καθώς θα δώσει στην κοινωνία μας το απαραίτητο οξυγόνο ώστε να κατορθώσει να ξεφύγει από την πολλαπλή κρίση που την ταλανίζει και να ατενίσει το μέλλον της με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ενότητα και αισιοδοξία. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η επίτευξη ενός ελάχιστου βαθμού κοινωνικής συναντίληψης σε μια σειρά από ζητήματα θα εδραιώσει μια κουλτούρα κοινωνικού διαλόγου, που τόσο έχει ανάγκη η χώρα μας, και θα προετοιμάσει το έδαφος για συνεννόηση ακόμα και σε ζητήματα των οποίων η συναινετική διαχείριση φαντάζει, τουλάχιστον προς το παρόν, αδιανόητη.
Διαβάστε την έρευνα εδώ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr