Όπως σημειώνεται στη σχετική έκθεση (Νο 78) με τίτλο «Αξιολόγηση Επιλεγμένων Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων που Αφορούν στον Ανταγωνισμό και οι Επιπτώσεις τους σε Βασικά Οικονομικά Μεγέθη», που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα: «η επίπτωση της οικονομικής ύφεσης στην ελληνική οικονομία είναι τόσο καταλυτική που δεν μας επιτρέπει να βασίσουμε τις ελπίδες επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας σε ένα πρόγραμμα που θα αποτελείται αποκλειστικά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον τομέα της απελευθέρωσης των αγορών».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, με τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών, έχει ζητήσει τη συγκεκριμένη αξιολόγηση των μεταρρυθμίσεων ανά κλάδο από το ΚΕΠΕ ώστε να χαράξει τα επόμενα βήματά του. Έτσι αποφασίστηκε να μελετηθούν: (α) η αγορά άρτου, (β) η αγορά βρεφικού γάλακτος και συμπληρωμάτων διατροφής-βιταμινών, προϊόντων με ιδιαίτερη σημασία για τον καταναλωτή, (γ) οι προσφορές και εκπτώσεις που αφορούν ένα εύρος διαφορετικών προϊόντων και (δ) η διακίνηση του τσιμέντου, ενός προϊόντος που αποτελεί βασική εισροή στην οικονομική δραστηριότητα των κατασκευών. Η έκθεση ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στο υπουργείο τον Μάιο του 2016 και χτες δόθηκε στη δημοσιότητα η επικαιροποίησή της.
Αρτοποιεία και πρατήρια άρτου
Το θεσμικό πλαίσιο που όριζε ο Νόμος-Πλαίσιο 3526/2007 αναφορικά με την παραγωγή και διάθεση προϊόντων αρτοποιίας τροποποιήθηκε σημαντικά κατά την περίοδο 2014-2015, σε εφαρμογή όλων των σχετικών συστάσεων της Έκθεσης του ΟΟΣΑ.
Συγκεκριμένα, με βάση τις θεσμικές παρεμβάσεις που υιοθετήθηκαν, επιτράπηκε η χρήση των όρων/διακριτικών τίτλων «αρτοποιός», «αρτοποιείο» και «φούρνος» και στις επιχειρήσεις bake-off και καταργήθηκαν μία σειρά από διατάξεις που αφορούσαν στις εξαιρέσεις για την πώληση προϊόντων αρτοποιίας από τα καταστήματα τροφίμων και ποτών, στις συγκεκριμένες κατηγορίες βάρους για τον άρτο και τα αρτοπαρασκευάσματα, στις ρυθμίσεις αναφορικά με τα αποθέματα των αρτοποιείων, στις ελάχιστες διαστάσεις για τα bake-off και τα πρατήρια άρτου, στις μεταβατικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες εξαιρούνταν από τις διατάξεις του Ν. 3526/2007 οι επιχειρήσεις που λειτουργούσαν νόμιμα κατά τη δημοσίευσή του, στην υποχρεωτική εισφορά υπέρ του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Αρτοποιών, καθώς και στην προβλεπόμενη κατώτατη ελάχιστη δυναμικότητα για την ίδρυση αρτοποιείου στις μεγάλες πόλεις.
Από την ανάλυση του νομοθετικού πλαισίου με βάση τον Οδηγό αξιολόγησης συνθηκών ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ, η πλειονότητα των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων φαίνεται να παρουσιάζει δυνητικά οφέλη για τον ανταγωνισμό.
Ωστόσο εντοπίζονται δύο περιπτώσεις στις οποίες οι ρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν συνεπάγονταν κάποια προβλήματα: η πρώτη περίπτωση αφορά στη χρήση των όρων/διακριτικών τίτλων «αρτοποιός», «αρτοποιείο» και «φούρνος» από τις επιχειρήσεις bake off, και η δεύτερη περίπτωση αφορά στην προσαρμογή παλαιότερων αρτοποιείων στις ρυθμίσεις του Ν. 3526/2007.
Αναφορικά με τις πιθανές επιπτώσεις των νομοθετικών ρυθμίσεων στον αριθμό των επιχειρήσεων, τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία από τις Στατιστικές Διάρθρωσης Επιχειρήσεων και την ΓΓΠΣ δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα.
Σε σχέση με τις πιθανές επιδράσεις των ρυθμίσεων στην απασχόληση, τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού για τον κλάδο της παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας και αλευρωδών προϊόντων καταδεικνύουν ταχεία άνοδο της απασχόλησης κατά την περίοδο μετά την εφαρμογή των νομοθετικών ρυθμίσεων, και, επομένως, παραπέμπουν σε μία πιθανή θετική επίδραση των νομοθετικών ρυθμίσεων στην απασχόληση.
Ωστόσο, βέβαιο συμπέρασμα για μία τέτοια επίδραση δεν μπορεί να προκύψει με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία, διότι η θετική μεταστροφή της απασχόλησης στον κλάδο φαίνεται να ξεκίνησε περίπου ένα έτος πριν την εφαρμογή των νομοθετικών ρυθμίσεων.
Αναφορικά με τις τιμές, οι επιδράσεις των αυξήσεων του ΦΠΑ και των εξελίξεων στις τιμές του σίτου στις τιμές του άρτου και των άλλων προϊόντων αρτοποιίας, σε συνδυασμό με τις γενικότερες αρνητικές πιέσεις που άσκησε η κρίση στον ΔΤΚ, δυσχεραίνουν σημαντικά τον διαχωρισμό των επιπτώσεων εκείνων που θα μπορούσαν να αποδοθούν στις νομοθετικές ρυθμίσεις.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, στην εργασία έγινε χρήση μίας παραλλαγής της μεθοδολογίας μετατόπισης κατανομής (shiftshare), με βάση την οποία συγκρίθηκε η πραγματική εξέλιξη (actual evolution) της τιμής του άρτου μετά τις νομοθετικές ρυθμίσεις, με ένα αντιπαράδειγμα (counterfactual evolution), το οποίο αντικατοπτρίζει την εξέλιξη που θα προέκυπτε αν η τιμή του άρτου ακολουθούσε τον ρυθμό μεταβολής της τιμής ενός συναφούς προϊόντος (ζυμαρικά).
Η ανάλυση αυτή παρείχε ενδείξεις μίας θετικής επίδρασης των νομοθετικών ρυθμίσεων, υπό την έννοια της συγκράτησης της τιμής του ψωμιού.
Εμπορία βρεφικού γάλακτος
Η αγορά του βρεφικού γάλακτος ρυθμίζεται από ένα πλαίσιο κανόνων εθνικού και ενωσιακού δικαίου, οι οποίοι έχουν ως στόχο την εξασφάλιση της μέγιστης προστασίας της υγείας των βρεφών καθώς και την προστασία και προαγωγή της αξίας του μητρικού θηλασμού.
Το εθνικό δίκαιο εναρμονίζεται με το ενωσιακό, το οποίο εστιάζει στη θέσπιση αυστηρών προϋποθέσεων αναφορικά με τη σύνθεση των προϊόντων μέσω κριτηρίων, τον έλεγχο της καταλληλότητας του παρασκευάσματος, της κυκλοφορίας, της επισήμανσης, της διαφήμισης, καθώς και της πληροφόρησης των καταναλωτών.
Αρμόδια αρχή για τη διαδικασία γνωστοποίησης και τον έλεγχο είναι ο ΕΟΦ.
Μέχρι το 2012 το εθνικό δίκαιο καθόριζε την αποκλειστική διάθεση των παρασκευασμάτων για βρέφη από τα φαρμακεία, στοχεύοντας στην καθοδήγηση του καταναλωτή από τον φαρμακοποιό για την ορθή επιλογή των προϊόντων, αλλά και την προστασία της υγείας των βρεφών.
Με την υπουργική απόφαση Υ1/ΓΠ.οικ. 236/2012, η διάθεση των παρασκευασμάτων για βρέφη απελευθερώθηκε.
Τα σχετικά προϊόντα διατίθενται από τα φαρμακεία, τα ηλεκτρονικά φαρμακεία και από τα καταστήματα τροφίμων λιανικής πώλησης.
Η απελευθέρωση του δικτύου διάθεσης θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση του ανταγωνισμού, κυρίως σε επίπεδο τιμών, με αντίστοιχη ωφέλεια των καταναλωτών.
Για την εκτίμηση των επιπτώσεων από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης στη λιανική τιμή του γάλακτος πρώτης βρεφικής ηλικίας διεξήχθη έρευνα αγοράς για ένα δείγμα 98 προϊόντων πρώτης και δεύτερης βρεφικής ηλικίας και ειδικού εξειδικευμένου βρεφικού γάλακτος, ενώ συμπληρωματικά αξιοποιήθηκαν μηνιαία στοιχεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, του Παρατηρητηρίου Τιμών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και ετήσια στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών.
Μετά την εφαρμογή της νομοθετικής ρύθμισης, οι καταναλωτές μπορούν να προμηθεύονται γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας από τα καταστήματα τροφίμων λιανικής πώλησης, σε ελαφρά χαμηλότερες τιμές συγκριτικά με τα φαρμακεία και τα ηλεκτρονικά φαρμακεία.
Οι επιλογές, όμως, των καταναλωτών περιορίζονται σε μικρό αριθμό προϊόντων συγκριτικά με την πληθώρα των σκευασμάτων που κυκλοφορούν στην αγορά του βρεφικού γάλακτος.
Αυτό μπορεί να οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων εκτός της απελευθέρωσης του δικτύου διάθεσης.
Πρώτον, η μείωση των γεννήσεων είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση στην αξία και τον όγκο των πωλήσεων του βρεφικού γάλακτος.
Δεύτερον, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για βρεφικό γάλα αυξήθηκε, σε αντίθεση με τις παιδικές τροφές, υποδηλώνοντας ότι η ζήτηση του βρεφικού γάλακτος παραμένει ανελαστική κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Τρίτον, τα φαρμακεία συνεχίζουν να αποτελούν το κύριο δίκτυο διάθεσης των παρασκευασμάτων μετά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης συγκριτικά με τα καταστήματα τροφίμων.
Αυτό οφείλεται στην επιλογή ορισμένων εταιρειών να διατηρήσουν τα φαρμακεία ως αποκλειστικό δίκτυο διάθεσης των προϊόντων τους, θεωρώντας ότι ο φαρμακοποιός αποτελεί τον καταλληλότερο επαγγελματία για την προώθηση ενός προϊόντος σημαντικού για την υγεία των βρεφών.
Μόνο τέσσερις από τις δεκαπέντε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά διαθέτουν προϊόντα βρεφικού γάλακτος στα καταστήματα τροφίμων.
Οι εταιρείες αυτές συνεργάζονταν ήδη με τα καταστήματα τροφίμων μέσω της διάθεσης άλλων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων και των παιδικών τροφών.
Τέταρτον, οι τιμές του βρεφικού γάλακτος που διατίθενται από τα φαρμακεία παρουσιάζουν αύξηση συγκριτικά με το 2010, η οποία μπορεί να οφείλεται εν μέρει στις αυξήσεις του ΦΠΑ.
Εμπορία συμπληρωμάτων διατροφής και βιταμινών
Η εμπορία των συμπληρωμάτων διατροφής διέπεται από μία σειρά εθνικών και διεθνών νόμων ή/και κανόνων, που αποσκοπούν στην προστασία της υγείας του καταναλωτή και στη διασφάλιση της ποιότητας των συγκεκριμένων παρασκευασμάτων.
Το εθνικό δίκαιο εναρμονίζεται με το ενωσιακό ως προς τη σύνθεση, την ονομασία του προϊόντος, την επισήμανση, την παρουσίαση, τη διαφήμιση και τους προειδοποιητικούς ισχυρισμούς διατροφής και υγείας.
Με τη θέσπιση της υπουργικής απόφασης Υ.Α. ΓΠ οικ.103499/2013 και τον Ν. 4254/2014, το δίκτυο διάθεσης των συμπληρωμάτων διατροφής βιταμινών και διαιτητικών προϊόντων απελευθερώθηκε.
Τα προϊόντα μπορούν να πωλούνται από τα φαρμακεία, τα καταστήματα που πωλούν τυποποιημένα τρόφιμα καθώς και εξ αποστάσεως, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Η άρση της αποκλειστικής διάθεσης των παρασκευασμάτων από τα φαρμακεία θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών με ανάλογα οφέλη για τον καταναλωτή ως προς τις δυνατότητες επιλογής με ανταγωνιστικότερες τιμές.
Η εκτίμηση των επιπτώσεων από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης στη λιανική τιμή των συμπληρωμάτων διατροφής-βιταμινών βασίζεται σε έρευνα αγοράς σε καταστήματα τροφίμων, φαρμακεία και ηλεκτρονικά φαρμακεία για ένα δείγμα 38 συμπληρωμάτων διατροφής-διαιτητικών προϊόντων και 17 βιταμινών.
Η έρευνα αγοράς κατέδειξε ότι, μετά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, τα περισσότερα καταστήματα τροφίμων λιανικής πώλησης δεν έχουν εντάξει στον κατάλογο των προϊόντων τους τα συμπληρώματα διατροφής-βιταμίνες και τα διαιτητικά προϊόντα.
Σε μικρό αριθμό καταστημάτων τροφίμων η επιλογή των καταναλωτών περιορίζεται σε μία μόνο επώνυμη εταιρεία εισαγωγής σχετικών παρασκευασμάτων, η οποία καλύπτει όμως όλο το εύρος των σκευασμάτων.
Σε καταστήματα συναφούς εμπορικής δραστηριότητας, όπως εμπορίας ειδών ομορφιάς ή καλλυντικών, οι καταναλωτές μπορούν να επιλέξουν μεταξύ 2-3 επώνυμων προϊόντων.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα φαρμακεία να συνεχίζουν να αποτελούν το κύριο δίκτυο διάθεσης των συμπληρωμάτων διατροφής και μετά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, εφόσον οι εταιρείες διανομής των σχετικών παρασκευασμάτων θεωρούν ότι οι φαρμακοποιοί είναι οι καταλληλότεροι για να συμβουλέψουν τους καταναλωτές σχετικάμε την καταλληλότητα των προϊόντων.
Σε ό,τι αφορά στα οφέλη των καταναλωτών, αυτοί μπορούν να προμηθεύονται τα συμπληρώματα διατροφής από τα καταστήματα τροφίμων σε χαμηλότερες τιμές συγκριτικά με τα φαρμακεία και τα ηλεκτρονικά φαρμακεία, όμως η επιλογή τους είναι περιορισμένη και συνήθως οι ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται από το κατάστημα τροφίμων της γειτονιάς τους.
Σε ό,τι αφορά στις βιταμίνες, οι καταναλωτές μπορούν να τις προμηθεύονται σε χαμηλότερες τιμές μέσω των ηλεκτρονικών φαρμακείων.
Οι τιμές των συμπληρωμάτων διατροφής και των διαιτητικών προϊόντων μειώθηκαν συγκριτικά με το 2010, ενώ των βιταμινών αυξήθηκαν.
Το μέγεθος των τιμών των σχετικών παρασκευασμάτων επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, εκτός από την απελευθέρωση του δικτύου διάθεσης, που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Πρώτον, η ένταξη των σχετικών σκευασμάτων στο καθημερινό διαιτολόγιο των καταναλωτών είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση στον όγκο των πωλήσεων τα τελευταία χρόνια.
Δεύτερον, η έντονη διαφήμιση, η συνεχής εξειδίκευση των σκευασμάτων και ο εμπλουτισμός της σύνθεσής τους συμβάλλει θετικά στην προσέλκυση νέων καταναλωτών.
Τρίτον, οι αυξήσεις στον συντελεστή του ΦΠΑ μπορεί να επηρέασαν το ύψος της λιανικής τιμής πώλησης των προϊόντων.
Προσφορές και εκπτώσεις
Στην προσπάθεια αύξησης της αποτελεσματικότητας της ελληνικής οικονομίας ο κλάδος του λιανικού εμπορίου, που απασχολεί πάνω από 13% του συνόλου των απασχολουμένων το δεύτερο τρίμηνο του 2015 και είχε προστιθέμενη αξία περίπου 3% του ΑΕΠ το 2014, δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός του σχεδιασμού παρεμβάσεων.
Στην έκθεση του ΟΟΣΑ το 2014 διατυπώθηκαν συνολικά εννέα συστάσεις, οι οποίες αφορούν στο πεδίο των εκπτώσεων και προσφορών και στοχεύουν στην αύξηση του ανταγωνισμού και τη μείωση των τιμών προς όφελος των καταναλωτών και της οικονομίας γενικά.
Στόχος της παρούσας έκθεσης είναι να αξιολογήσει τον βαθμό συμμόρφωσης των θεσμικών παρεμβάσεων με τις συστάσεις του ΟΟΣΑ χρησιμοποιώντας τη σχετική εργαλειοθήκη και να αξιολογήσει τις επιπτώσεις τους σε μια σειρά από μεταβλητές κλειδιά στον χώρο του λιανικού εμπορίου, όπως είναι η απασχόληση, οι τιμές, ο κύκλος εργασιών, και ο όγκος του λιανικού εμπορίου.
Προκειμένου να το πετύχει αυτό, αξιοποιεί τις διαθέσιμες, για επιλεγμένους κλάδους του λιανικού εμπορίου, πηγές στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ (Έρευνα Διάρθρωσης των Επιχειρήσεων, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Δείκτη Τιμών Καταναλωτή,
Δείκτη Κύκλου Εργασιών και Δείκτη Όγκου) ή άλλες πηγές (ΙΚΑ, ΕΣΕΕ) και χρησιμοποιεί οικονομετρικές μεθόδους με στόχο την απομόνωση των επιδράσεων των επιμέρους μεταβλητών ενδιαφέροντος, όπως είναι ψευδομεταβλητές για τα έτη, τον μήνα ή το τρίμηνο (ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των στοιχείων).
Το θεσμικό πλαίσιο, μετά τις νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών, αξιολογείται ως επαρκώς απελευθερωμένο.
Από το σύνολο των εννέα συστάσεων του ΟΟΣΑ οι έξι υιοθετήθηκαν πλήρως, οι δύο τροποποιήθηκαν στο πνεύμα των συστάσεων και μόνο μία σύσταση δεν υιοθετήθηκε.
Οι εναπομείναντες περιορισμοί πιθανόν να επιφέρουν κόστος για τις επιχειρήσεις (π.χ. πώληση και μεμονωμένου προϊόντος, όταν πωλείται σε πολυσυσκευασία), αλλά συνολικά η έκταση και ένταση των περιορισμών μειώθηκε αισθητά τα τελευταία δύο έτη και, συγκεκριμένα, από την ψήφιση του Ν. 4254/2014 και τη θεσμοθέτηση του Κώδικα Δεοντολογίας (Υ.Α. 56885/2014).
Επιπρόσθετα, θα ήταν σκόπιμο περαιτέρω παρεμβάσεις, όπως π.χ. η πλήρης απελευθέρωση των εκπτώσεων, να στηριχτούν σε προσεκτική εκτίμηση των επιπτώσεων, ώστε να είναι απολύτως σαφής η χρησιμότητα και η σκοπιμότητά τους.
Αναφορικά με τις επιπτώσεις των θεσμικών αλλαγών σε επιλεγμένα μεγέθη της αγοράς, διαπιστώθηκαν τα εξής.
Οι επιπτώσεις στην απασχόληση στο λιανικό εμπόριο είναι σχεδόν ανύπαρκτες, ενώ στους υποκλάδους που καταγράφεται κάποια επίδραση, αυτή είναι αρνητική.
Επιπλέον, οι θεσμικές αλλαγές φαίνεται πως άσκησαν καθοδικές πιέσεις στις τιμές των προϊόντων που εξετάστηκαν (επιλέχθηκαν με γνώμονα την υψηλότερη διακύμανση των τιμών στη διάρκεια του έτους) και, μάλιστα, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και όχι μόνο τους μήνες των εκπτώσεων.
Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές μάλλον επωφελήθηκαν.
Από την άλλη πλευρά, οι ενδιάμεσες εκπτώσεις είχαν παρόμοια, αλλά ασθενέστερη επίδραση στις τιμές.
Περαιτέρω, οι θεσμικές αλλαγές φαίνεται να έχουν θετική επίπτωση στον κύκλο εργασιών στο λιανικό εμπόριο, όμως δεν ισχύει το ίδιο για τους μήνες των τακτικών εκπτώσεων.
Εξαίρεση αποτελεί ο Αύγουστος, ο οποίος συνοδεύεται από μειωμένο κύκλο εργασιών, ειδικά όταν λαμβάνονται υπόψη οι θεσμικές αλλαγές, και ο Ιανουάριος, ο οποίος έχει στατιστικά σημαντική και θετική επίπτωση στον κύκλο εργασιών, μόνο όμως την περίοδο μετά τις θεσμικές αλλαγές.
Τέλος, οι τελευταίες φαίνεται να ενίσχυσαν τον όγκο πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι λειτούργησαν προς όφελος των εμπόρων απαραίτητα.
Από την άλλη πλευρά, μόνο οι χειμερινοί μήνες εκπτώσεων συμβάλλουν στην αύξηση του όγκου πωλήσεων, ενώ οι θεσμικές αλλαγές δεν μετέβαλαν την επίδρασή τους.
Tο μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε η έκθεση σχετίζεται με την έλλειψη επαρκών στοιχείων.
Ειδικά στο πεδίο του αριθμού των επιχειρήσεων, τα τελευταία στοιχεία από την Έρευνα Διάρθρωσης Επιχειρήσεων της ΕΛΣΤΑΤ είναι διαθέσιμα ως το 2013.
Επομένως, υπάρχει ανάγκη τουλάχιστον ταχύτερης επεξεργασίας των σχετικών δεδομένων.
Τέλος, συστήνεται τα αποτελέσματα της έκθεσης να αντιμετωπιστούν με επιφυλακτικότητα, δεδομένης της έλλειψης ικανοποιητικών δεδομένων για τη διενέργεια επαρκούς ανάλυσης και του μικρού χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την υλοποίηση των παρεμβάσεων.
Διακίνηση τσιμέντου
Το θεσμικό πλαίσιο που ρύθμιζε τη διακίνηση τσιμέντoυ, χύδην και σφραγισμένου σε μεγασάκους (big bags), τροποποιήθηκε σημαντικά με την υιοθέτηση όλων των σχετικών συστάσεων της Έκθεσης του ΟΟΣΑ που αφορούν στην άρση των εμποδίων στον ανταγωνισμό στον τομέα της διακίνησης τσιμέντου.
Συγκεκριμένα με τον Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α΄ 85) καταργήθηκε η απαίτηση για κέντρο διανομής στις περιπτώσεις που: (α) η διακίνηση χύδην τσιμέντου γίνεται μέσω σφραγισμένων μεταφορικών μέσων, προέρχονται από κράτος-μέλος της Ε.Ε. ανεξάρτητα από τον διακινητή και προορίζονται για ίδια χρήση, και (β) η διακίνηση γίνεται με μεγασάκους (big bags), στις περιπτώσεις που οι μεγάσακοι είναι σφραγισμένοι, είναι για ίδια χρήση ή για εμπορικούς σκοπούς, χωρίς να αποσυσκευάζονται και επανασυσκευάζονται.
Επιπλέον, δεν έγινε καμία αλλαγή στη χωρητικότητα των κέντρων διανομής, ενώ καταργήθηκε η επιβολή του τέλους 2% επί της τιμής πώλησης του τσιμέντου υπέρ του επικουρικού ταμείου ασφάλισης του προσωπικού εταιρειών τσιμέντου
Η κατάργηση της απαίτησης για διακίνηση μέσω κέντρων διανομής στις προαναφερθείσες περιπτώσεις δυνητικά καθιστά τον ανταγωνισμό αποδοτικότερο, τόσο σε επίπεδο εισόδου επιχειρήσεων στην αγορά όσο και σε επίπεδο τιμών, με αντίστοιχη ωφέλεια των τελικών χρηστών.
Επίσης, η κατάργηση του τέλους αναμένεται να μειώσει τόσο την τιμή διάθεσης του τσιμέντου, όσο και το κόστος των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν το τσιμέντο ως πρώτη ύλη.
Επιπλέον, παύουν οι τελικοί χρήστες να επιδοτούν το επικουρικό ασφαλιστικό ταμείο του προσωπικού των εταιρειών τσιμέντου.
Δεδομένου ότι η χώρα διέρχεται μια σημαντική οικονομική κρίση από το 2010, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα (25% μείωση του ΑΕΠ) και πολύ μεγάλη μείωση της κατασκευαστικής δραστηριότητας (περισσότερο από 75%) και, αντίστοιχα, της παραγωγής τσιμέντου (κατά 70% περίπου), είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στη διακίνηση του τσιμέντου και να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Από τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία από την ΓΓΠΣ για την έναρξη δραστηριότητας και το πλήθος των δραστηριοποιούμενων στους σχετικούς Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (Κ.Α.Δ.) διαφαίνεται ότι η μεταρρύθμιση δεν έδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, που ήταν η αναθέρμανση του κλάδου και η είσοδος νέων δραστηριοποιούμενων, αλλά επικράτησε η γενική τάση μείωσης του αριθμού των δραστηριοποιούμενων και επιχειρήσεων, λόγω της σημαντικής κρίσης της κατασκευαστικής αγοράς.
Όσον αφορά στην απασχόληση στον κλάδο του τσιμέντου, τα στοιχεία από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού δείχνουν ότι η μείωση των απασχολουμένων δεν μπορεί να αποδοθεί στη μεταρρύθμιση, καθώς φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής κρίσης.
Αναφορικά με την επίπτωση της νομοθετικής ρύθμισης στις τιμές, τόσο ο δείκτης εισροών όσο και ο δείκτης εκροών των κατασκευών δείχνουν ότι οι τιμές συνεχίζουν την πτωτική τάση των ετών της κρίσης, με μειούμενο όμως ρυθμό.
Αυτό δίνει μια ένδειξη ότι η εν λόγω μεταρρύθμιση δεν έχει επιδράσει στη διαμόρφωση των τιμών, όπως αναμενόταν.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr