Οπως αναφέρει, το περιθώριο των αποδόσεων μεταξύ των 10ετών ελληνικών κρατικών ομολόγων και των αντίστοιχων τίτλων άλλων χωρών της Ζώνης του Ευρώ παρουσιάζει τάση συρρικνώσεως και συνιστά ισχυρή ένδειξη υποχωρήσεως της αβεβαιότητος.
Η υποχώρηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων διευκολύνει τη σταδιακή προσπάθεια επιστροφής στις αγορές για άντληση ρευστότητος. Η περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού κλίματος και η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητος κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2017 και το πρώτο εξάμηνο του 2018, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της κατατάξεως του ελληνικού αξιόχρεου από τους διεθνείς οίκους αξιολογήσεως (η οποία παραμένει σε χαμηλό επίπεδο παρά την αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα τον Ιούνιο του 2017), αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων, έτσι ώστε η προσφυγή στις αγορές να μην οδηγήσει εκ νέου σε αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.
Σημαντική συμβολή στον περαιτέρω περιορισμό της αβεβαιότητος και τη μεγαλύτερη μείωση των αποδόσεων των ομολόγων θα έχει η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελαφρύνσεως του δημοσίου χρέους, στην κατεύθυνση της δηλώσεως του Eurogroup του Μαΐου του 2016, που επιβεβαιώθηκε τον Ιούνιο του 2017.
Η ελάφρυνση του δημoσίου χρέους, ως απόρροια της εφαρμογής των μεσοπρόθεσμων μέτρων, θα επιφέρει μείωση στις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας κατά την επόμενη δεκαετία. Τούτο θα επιτρέψει την αναπροσαρμογή και εκλογίκευση των τεθέντων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα,σε συμφωνία με τους εταίρους, ώστε να διευκολυνθεί η παραμονή της χώρας σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.
Οι επιδόσεις της χώρας στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδα υψηλότερα των στόχων, τόσο το 2016 όσο και το 2017, έχουν συμβάλει σημαντικά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
Ωστόσο, συνιστούν μία ιδιαίτερα επώδυνη προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής. Τα τελευταία τριάντα έτη η Ελλάδα επέτυχε θετικά πρωτογενή πλεονάσματα μόνο κατά τη χρονική περίοδο προετοιμασίας της, 1994-2001, για την υιοθέτηση του Ευρώ.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που κατέστησαν την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, και τη συνεπαγόμενη συμπίεση της ενεργού ζητήσεως στην περίοδο εκείνη, λιγότερο επώδυνη. Οι παράγοντες αυτοί είναι:
- Ο ρυθμός μεγεθύνσεως της οικονομίας ήταν, σε όλα τα έτη της περιόδου 1994-2001, πολύ υψηλότερος σε σχέση με την τελευταία διετία.
- Η άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή που έλαβε χώρα στα πρώτα χρόνια της οικονομικής υφέσεως, έχει ήδη προκαλέσει σημαντική κόπωση των οικονομικών μονάδων, και τέλος,
- Οι ανάγκες για δαπάνες κοινωνικής προστασίας ήσαν ολιγότερες στη περίοδο 1994-2001, καθώς το ποσοστό ανεργίας ήταν περί της 10-12 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερο, ενώ η γήρανση του πληθυσμού σημαντικά μικρότερη.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης ηλικιακής εξάρτησης (65+)2 ήταν 16,4% κατά μέσο όρο την περίοδο 1994-2001, δηλαδή σημαντικά μικρότερος σε σχέση με το 2016, ήτοι 21,3%.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr