Η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την οικονομία εξετάζει:
(α) τους παράγοντες που προσδιόρισαν τη διαφαινόμενη για δεύτερη συνεχή χρονιά υπέρβαση του τεθέντος στόχου
(β) την επίδραση που έχει η υπέρβαση και το μίγμα της προσαρμογής επί της δυναμικής της ανακάμψεως και του δημοσίου χρέους καθώς και
(γ) το κατά πόσο η πλεονασματική θέση της δημοσιονομικής διαχειρίσεως αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά που διασφαλίζουν την επίτευξη του ιδιαίτερα φιλόδοξου στόχου για το 2018 χωρίς την ανάγκη λήψεως πρόσθετων μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Υπέρβαση δημοσιονομικού στόχου 2017, μίγμα προσαρμογής και χρέος
Με βάση το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2018, στο σκέλος των εσόδων όλες οι κατηγορίες εμφανίζονται μειωμένες το 2017 σε σχέση με το 2016, αλλά και σε σχέση με τον στόχο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 (ΜΠΔΣ), με εξαίρεση τους έμμεσους φόρους (κυρίως το ΦΠΑ).
Η τάση αυτή είναι ήδη ορατή με βάση τα στοιχεία εκτελέσεως του Προϋπολογισμού για το οκτάμηνο του 2017, από τα οποία προκύπτει ότι τα έσοδα από ΦΠΑ έχουν αυξηθεί κατά €612 εκατ. σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016, και κατά € 226 εκατ. σε σχέση με τον στόχο που είχε τεθεί για το οκτάμηνο με βάση το ΜΠΔΣ. Ωστόσο, τα έσοδα από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως στον καπνό είναι μειωμένα κατά € 319 εκατ. στο οκτάμηνο του 2017 σε ετήσια βάση (και € 133 εκατ. μειωμένα σε σχέση με τον στόχο του οκταμήνου), παρά την αύξηση των συντελεστών και σε αυτήν την κατηγορία.
Αντίθετα, οι άμεσοι φόροι εμφανίζουν υστέρηση στο οκτάμηνο του 2017, η οποία εκτιμάται ότι θα συνεχισθεί όλο το 2017 με βάση το Προσχέδιο. Η απόκλιση το 2017 σε σχέση με τον στόχο που είχε εκτιμηθεί στο ΜΠΔΣ αποδίδεται ι) στη μετακύλιση της τελευταίας δόσης του ΕΝΦΙΑ του 2017 στον Ιανουάριο του 2018, ιι) στις αυξημένες επιστροφές φόρων και ιιι) στη μείωση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Η μείωση των εσόδων από φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων αντανακλά δύο παράγοντες:
Πρώτον, το γεγονός ότι τα φυσικά πρόσωπα φαίνεται ότι αδυνατούν να αποπληρώσουν τις αυξημένες φορολογικές τους υποχρεώσεις καθώς η φοροδοτική ικανότητά τους έχει περιορισθεί σημαντικά. Τούτο αντικατοπτρίζεται στην εξέλιξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών, οι οποίες αυξάνονται συνεχώς, είτε πρόκειται για χρέη προς το Δημόσιο (κυρίως οφειλές προς την εφορία) είτε για χρέη προς επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Ειδικότερα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) προς το Δημόσιο ανήλθαν στα € 95,3 δισ. το 2016, έναντι € 87,5 δισ. το 2015 ενώ το πρώτο επτάμηνο του 2017 αυξήθηκαν περαιτέρω και διαμορφώθηκαν σωρευτικά τον Ιούλιο σε €97,4 δισ.
Όπως αναφέρει η τράπεζα, από τη μία πλευρά, παρατηρείται μείωση του παλαιού ληξιπρόθεσμου κεφαλαίου από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2017 κατά €1,9 δισ., εξέλιξη που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την εντατικοποίηση των ελέγχων που είχε ως αποτέλεσμα την εξόφληση φορολογικών υποχρεώσεων παρελθόντων ετών.
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως η αδυναμία στη φοροδοτική ικανότητα οδηγεί σε αύξηση των νέων οφειλών εντός του έτους, από €1,6 δισ. τον Ιανουάριο σε €7,5 δισ. τον Ιούλιο, διαμορφώνοντας εν τέλει τις υποχρεώσεις των ιδιωτών προς το Δημόσιο, στο σύνολό τους, σε νέο υψηλότερο επίπεδο.
Επίσης, το ποσοστό των ατόμων στο σύνολο του πληθυσμού που αδυνατούν να πληρώσουν εγκαίρως τις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας αυξήθηκε σημαντικά, την περίοδο της οικονομικής κρίσεως, από 15,7% το 2007 σε 42,2% το 2016. Το αντίστοιχο ποσοστό που αφορά τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης παραμένει σχετικά σταθερό και το 2015 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία ) ανήλθε σε 8,4%.
Δεύτερον, τη μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων των ελευθέρων επαγγελματιών το 2016 έναντι του 2015, που μπορεί να είναι είτε συγκυριακή (μειωμένα εισοδήματα δικηγόρων λόγω της πολύμηνης αποχής τους), είτε τεχνητής φύσεως (μεταφορά δραστηριοτήτων σε νομικά πρόσωπα ή μετατροπή της σχέσεως από ελεύθερο επάγγελμα σε μισθωτή εργασία εξαιτίας της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών) είτε συνδεόμενη με μετακινήσεις σε παραοικονομική δραστηριότητα.
Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία διότι τα κέρδη στη μάχη εναντίον της φοροδιαφυγής μέσω της διευρύνσεως των ηλεκτρονικών συναλλαγών ενδέχεται να απολεσθούν εξαιτίας των αυξημένων κινήτρων για εμπλοκή σε παραοικονομική δραστηριότητα που προσφέρουν οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές και ασφαλιστικές εισφορές.
Στο σκέλος των δαπανών, οι πρωτογενείς δαπάνες εκτιμάται ότι θα είναι σημαντικά μειωμένες το 2017 σε σχέση με το 2016, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την μείωσή τους στο πρώτο οκτάμηνο του 2017 κατά €1,45 δισ., σε ετήσια βάση. Τέλος, όσον αφορά στις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων(Π.Δ.Ε.), το ύψος τους εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε € 6,75 δισ. το 2017, έναντι € 6,23 δισ. το 2016. Οι δαπάνες ΠΔΕ, με βάση το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2018, θα διαμορφωθούν στο ύψος που προέβλεπε και το ΜΠΔΣ 2018-2021. Ωστόσο, από την πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού προκύπτει ότι οι δαπάνες του ΠΔΕ στο οκτάμηνο του 2017 είναι μειωμένες κατά € 519 εκατ. σε σχέση με τον στόχο που είχε τεθεί για το διάστημα αυτό.
Η υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων τα δύο τελευταία χρόνια και ο υψηλός στόχος που θέτει ο Προϋπολογισμός για το 2018 δεν φαίνεται να κάμπτουν την πορεία του δημοσίου χρέους σε ονομαστικούς όρους, παρά το γεγονός ότι το συνολικό ισοζύγιο της γενικής κυβερνήσεως μετά τη συμπερίληψη των πληρωμών τόκων το 2016 ήταν πλεονασματικό, ενώ και το 2018 προβλέπεται να είναι επίσης πλεονασματικό.
Η αύξηση του Δημοσίου Χρέους το 2018, σύμφωνα με το Προσχέδιο, αντανακλά τη δημιουργία ταμειακών διαθέσιμων ασφαλείας που θα γίνει στο πλαίσιο του τρίτου Προγράμματος (ESM) και πιθανώς μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων.
Στον βαθμό που η υπέρβαση των στόχων της δημοσιονομικής πολιτικής σε συνδυασμό με το μίγμα της ανωτέρω προσαρμογής (η οποία στηρίζεται σε υψηλούς φορολογικούς συντελεστές), κάμψουν τη δυναμική της ανακάμψεως της οικονομίας, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ενδέχεται να έχει ασθενέστερη βελτίωση.
Προοπτική και Δημοσιονομικοί Κίνδυνοι για το 2018
Η υπέρβαση του στόχου για το 2017 είναι σχεδόν βέβαιη. Η επίτευξη, ωστόσο, του στόχου για το 2018 δεν θα είναι εύκολη. Ο κυριότερος λόγος σχετίζεται με την ίδια τη φύση της πλεονασματικής θέσεως του 2016 και 2017. Η τελευταία στηρίχθηκε σε κάποιο βαθμό στην επίδραση ορισμένων συγκυριακών και όχι μόνιμων στοιχείων.
Πρώτον, στο πλεόνασμα του 2017 συνέβαλαν ορισμένα έκτακτα εφάπαξ μέτρα που ακολούθησαν τις παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό και το φορολογικό σύστημα (όπως τα αυξημένα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές που οφείλονται περισσότερο στη διπλή καταβολή εισφορών από ασφαλισμένους ορισμένων ταμείων παρά στην αύξηση της απασχολήσεως καθώς και τα έσοδα από τον αυξημένο συντελεστή προκαταβολής για ομόρρυθμες εταιρίες και αυτοαπασχολούμενους).
Δεύτερον, το 2017 ενισχύθηκε έτι περαιτέρω το φαινόμενο της καθυστερήσεως της απονομής συντάξεων, εξέλιξη που ενδέχεται να επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς των επόμενων ετών.
Τί πρέπει συνεπώς να συμβεί για να αποφευχθεί η λήψη εκτάκτων μέτρων συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής ή εφαρμογής ενωρίτερα όσων ήδη έχουν νομοθετηθεί και σχεδιαστεί για το 2019 και το 2020;
Το σημαντικότερο είναι η λήψη μέτρων περαιτέρω ενισχύσεως της φορολογικής συμμορφώσεως και επιταχύνσεως του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεως.
Επίσης, θα πρέπει να αποφευχθεί ο περιορισμός του προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων με σκοπό την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων υπονομεύοντας τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.
Αντίθετα, σημαντική εξοικονόμηση πόρων μπορεί να προκύψει μέσω της περικοπής δαπανών χωρίς πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία και ουσιώδη κοινωνική προστασία.
Τέλος, σημαντικό αποτέλεσμα τόσο για την εξοικονόμηση πόρων όσο και για την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοικήσεως θα προκύψει από την άμεση εφαρμογή του κανόνα προσλήψεων-αποχωρήσεων 1:3 που προβλέπει το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr