Στο εβδομαδιαίο του δελτίο ο ΣΕΒ στέλνει μήνυμα τόσο στην ελληνική κυβέρνηση, όσο και στους θεσμούς, πως θα πρέπει να φτιάξουν ένα μακροπρόθεσμο πλάνο για την οικονομία, καθώς υποστηρίζει πως η μείωση ανεργίας που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα θα είναι προσωρινή, αν δεν υπάρξει σωστή φιλοεπενδυτική πολιτική.
Αναλυτικά ο ΣΕΒ επισημαίνει:
Το ποσοστό ανεργίας, οι άνεργοι δηλαδή ως ποσοστό του ενεργού πληθυσμού, μειώνεται τα τελευταία χρόνια, συνεπικουρούμενο από τον σταθερό αριθμό του ενεργού πληθυσμού, δηλαδή του εργατικού δυναμικού. Η ανεργία αποκλιμακώνεται πολύ ταχύτερα απ΄ ό,τι σε μια οικονομία με αυξανόμενο εργατικό δυναμικό, που περιλαμβάνει όσους δουλεύουν (απασχολούμενοι) και όσους δεν δουλεύουν αλλά ψάχνουν για δουλειά (άνεργοι). Αυτό συμβαίνει, κυρίως διότι, πέραν των δημογραφικών παραγόντων, μειώνεται ο πληθυσμός λόγω μετανάστευσης στο εξωτερικό, που σε διαφορετική περίπτωση θα αύξανε ή δεν θα μείωνε το εργατικό δυναμικό, δηλαδή τον παρονομαστή του κλάσματος.
Όσοι μπαίνουν στην αγορά εργασίας, είτε επειδή ενηλικιώνονται και επιθυμούν να δουλέψουν, είτε επειδή επιστρέφουν από τους μη ενεργούς (κυρίως συνταξιούχοι που δεν τα βγάζουν πέρα, γυναίκες που πρέπει πλέον να εργαστούν για να στηρίξουν την οικογένεια, νέοι που περατώνουν την εκπαίδευσή τους κλπ), είναι περίπου οι ίδιοι με όσους βγαίνουν από την αγορά εργασίας, είτε λόγω συνταξιοδότησης είτε λόγω αποθάρρυνσης από την υψηλή και παρατεταμένη ανεργία. Ήδη, τρεις στους τέσσερις ανέργους είναι άνεργοι για πάνω από ένα χρόνο και 360 χιλιάδες άτομα είναι άνεργοι για πάνω από τέσσερα χρόνια, με μικρή πιθανότητα εξεύρεσης εργασίας. Οι νέοι 25-29 ετών που δεν εργάζονται, δεν εκπαιδεύονται και δεν καταρτίζονται ανέρχονται πλέον σε 36% των νέων στην ηλικιακή αυτή κατηγορία, έναντι 19% στις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ.
Το 75% των νέων 20-29 ετών που εργάζονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης το κάνουν διότι δεν μπορούν να βρουν πλήρη απασχόληση. Όλα αυτά είναι απότοκα μιας οικονομίας που της λείπει ο δυναμισμός και η εξωστρέφεια και που, ως εκ τούτου, ανακάμπτει με πιο αργούς ρυθμούς από την υπόλοιπη Ευρώπη. Τρεις παράγοντες ευθύνονται για την υψηλή διαρθρωτική ανεργία: το στρεβλό αναπτυξιακό πρότυπο μίας μη εξωστρεφούς οικονομίας που προϋπήρχε της κρίσης, η βαθιά ύφεση των προηγούμενων χρόνων και το επιχειρηματικό περιβάλλον των διάχυτων αντικινήτρων (υψηλής και μη ανταποδοτικής φορολογίας, ασφάλισης, αδειοδοτήσεων, κόστους χρήματος και ενέργειας κοκ), που διώχνει νέες και υφιστάμενες επενδύσεις προς άλλους προορισμούς και δυστυχώς δεν δείχνει σημάδια βελτίωσης παρά τις εφαρμοζόμενες μεταρρυθμίσεις.
Η αύξηση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα για να μειωθεί η ανεργία και οι ενεργές πολιτικές απασχόλησης παρά την χρησιμότητά τους, δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο των ιδιωτικών επενδύσεων, ούτε μπορεί να συμπληρώσει τα εισοδήματα και τις θέσεις εργασίας που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν. Χωρίς καλπάζουσα ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας, είναι αδύνατον να πληρωθούν οι συντάξεις και να εξυπηρετηθεί το δημόσιο χρέος. Η κυβέρνηση και οι θεσμοί οφείλουν κατά την τρέχουσα αξιολόγηση να συνεκτιμήσουν όλες αυτές τις παραμέτρους και να διαπραγματευθούν ένα νέο μείγμα φιλοεπενδυτικής πολιτικής που θα μειώσει την ανεργία με τρόπο βιώσιμο και όχι προσωρινά.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr