Ειδικότερα, ανέρχεται στο 29,6% του εργατικού δυναμικού έναντι 22,6% που εκτίμησε η ΕΛΣΤΑΤ το γ' τρίμηνο του 2016. Από το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ επισημαίνεται επίσης πως το 51,6% λαμβάνει μισθό κάτω από 800 ευρώ/μήνα. Παράλληλα, ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%.
Άλλωστε, ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015.
«Η συνέχιση της δημοσιονομικής λιτότητας δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής» και η πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές είναι μικρή, δεδομένης της τρέχουσας δημοσιονομικής κατάστασης και της αδυναμίας περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Το Ινστιτούτο εκφράζει τον έντονο προβληματισμό του, καθώς σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις, το πραγματικό ποσοστό ανεργίας είναι στο 29,6%. Όπως εξηγεί, το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση. Η μακροχρόνια ανεργία την ίδια ώρα, συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%.
Στο πλαίσιο αυτό, τονίζεται ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%), αλλά και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες.
Πιο συγκεκριμένα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%.
Από τη μελέτη συμπεραίνεται πως «η συνέχιση της δημοσιονομικής λιτότητας δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής», ειδικά σε όρους επίτευξης βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων και ανάκτησης της φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα.
Την ίδια ώρα, υποστηρίζεται ότι η οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση εύθραυστης στασιμότητας και μη διατηρήσιμης δυναμικής, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας, της αδύναμης κατανάλωσης, της δραματικής αποεπένδυσης, αλλά και των αρνητικών επιπτώσεων αυτής στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Κατά το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές είναι μικρή, δεδομένης της τρέχουσας δημοσιονομικής κατάστασης και της αδυναμίας περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου.
Αυτό οφείλεται, όπως αναλύει, στο γεγονός ότι η υπερφορολόγηση δεν δημιουργεί βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ η εύθραυστη και αβέβαιη τάση μεγέθυνσης της οικονομίας δεν δημιουργεί διατηρήσιμες προσδοκίες δημοσιονομικής φερεγγυότητας.
«Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα διευκόλυνε την έξοδο της χώρας στις αγορές, δεν θα είχε όμως προσδιοριστικό ρόλο στην ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας» προσθέτει επίσης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr