Σύμφωνα, λοιπόν, με τις αποφάσεις του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016, η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους της Ελλάδας εδράζεται, πλέον, στο δείκτη των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών (που θα πρέπει μεσοπρόθεσμα να είναι κάτω του 15% του ΑΕΠ και μακροπρόθεσμα κάτω του 20% του ΑΕΠ) και όχι στον δείκτη του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ (που θα έπρεπε να είναι κάτω του 120% του ΑΕΠ), όπως είχε συμφωνηθεί στο Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου του 2012.
Πρόκειται για μία «τεχνική» αλλαγή, η οποία, όμως, αποτυπώνει την απομάκρυνση από το ενδεχόμενο μείωσης της ονομαστικής αξίας του δημοσίου χρέους και την επιλογή διευθέτησης του ζητήματος επί της καθαρής παρούσας αξίας του δημοσίου χρέους χωρίς κάποια ουσιαστική ονομαστική απομείωσή του (βλ. χρεολύσια), αλλά με τη βελτίωση του κόστους και του τρόπου εξυπηρέτησής του και με την καλύτερη κατανομή (ομαλοποίηση των ωριμάνσεων) του μεταξύ των ετών των επόμενων δεκαετιών.
Έτσι, σημειώνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016, επιβεβαιώνοντας τον αποκλεισμό του ενδεχόμενου μιας μείωσης της ονομαστικής αξίας του χρέους, συνέκλινε σε συγκεκριμένα μέτρα βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου ορίζοντα για την ενδυνάμωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, τα οποία αφορούν, σύμφωνα και με το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2017,
(α) την εξομάλυνση των λήξεων και τη μείωση του επιτοκιακού κινδύνου των δανείων του ΕΤΧΣ,
(β) την κατάργηση του επιτοκιακού περιθωρίου του δανείου για την επαναγορά χρέους του 2012,
(γ) την αξιοποίηση των πόρων από τα κέρδη των εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs), τα οποία, πλέον, δεν αποτελούν έσοδα του ελληνικού δημοσίου, αλλά διακρατούνται –για περίπτωση ανάγκης– σε διακριτό λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ),
(δ) τη μερική αποπληρωμή δανείων του ΕΤΧΣ μέσω του ΕΜΣ, και
(ε) την επιπλέον εξομάλυνση των λήξεων των δανείων του ΕΤΧΣ μέσω της επιμήκυνσης της μέσης σταθμικής τους διάρκειας, της σταθεροποίησης των επιτοκίων τους και της αναβολής καταβολής των τόκων τους.
«Είναι κρίσιμο, συνεπώς, για την επόμενη περίοδο να διευθετηθεί το συντομότερο δυνατόν και με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, πάντα στο πλαίσιο του μηχανισμού χρηματοδοτικής στήριξης της χώρας, το ζήτημα της ενδυνάμωσης της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους της χώρας», υπογραμμίζει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό, παράλληλα με τις όποιες (εξίσου σημαντικές) ενέργειες για τη βελτίωση του χαρτοφυλακίου και την εξομάλυνση (ομαλοποίηση) των ωριμάνσεων του χρέους σε όλο το εύρος των επόμενων δεκαετιών (βλ. σταθεροποίηση προβλέψεων για μελλοντικές δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους), να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε μία σειρά από κρίσιμα σημεία, τα οποία είναι:
(α) Η διασφάλιση του δημοσίου χρέους από τον επιτοκιακό κίνδυνο, καθώς κατά το ενδεχόμενο μεταβολής της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (βλ. άνοδος επίσημου επιτοκίου) η επιβάρυνση στο χρέος θα είναι σημαντική –μίας και το 69,1% του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης είναι κυμαινόμενου επιτοκίου -με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η ενίσχυση της σταθερότητας (παράλληλα με την περαιτέρω μείωση) των επιτοκίων για μία παρατεταμένη περίοδο.
(β) Η δυνατότητα επανένταξης των πόρων από τα κέρδη των εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs), ως έσοδα, στον Κρατικό Προϋπολογισμό, ώστε να είναι άμεσα αξιοποιήσιμα –παράλληλα με την υλοποίηση του προγράμματος– για την κάλυψη της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και όχι υπό την κρίση του ΕΜΣ ανάλογα με τις ανάγκες που δύναται (ή όχι) να διαπιστώσει.
(γ) Η ολοκλήρωση της δημιουργίας ενιαίου λογαριασμού διαχείρισης ταμειακών διαθεσίμων στο πλαίσιο του καθεστώτος αξιοποίησης των repos (με ανταγωνιστικές υψηλές αποδόσεις) με φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, ώστε πέρα από την επέκταση της αξιοποίησης των εν λόγω πόρων για την ενίσχυση της ρευστότητας και της χρηματοδότησης του κράτους, να ενδυναμωθεί και η αποδοτική διαχείριση των πόρων του δημοσίου.
(δ) Η σταδιακή επανένταξη στη θεσμική συζήτηση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους του ενδεχομένου μείωσης ενός (έστω μικρού) μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, χωρίς μαξιμαλιστική, αλλά ιδιαίτερα πραγματιστική διάθεση, συνεισφέροντας τόσο στη βελτίωση των δεικτών ανάλυσης της βιωσιμότητας (επαναφέροντας και το δείκτη του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ), όσο και στη διευκόλυνση της σταδιακής επιστροφής στις διεθνείς αγορές.
ε) Η διασύνδεση των μέτρων ελάφρυνσης και εξομάλυνσης του δημοσίου χρέους με το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς το ζητούμενο, μετά και τη σημαντική μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους (βλ. δαπάνες για τόκους), παραμένει το έτερο συστατικό του «αποτελέσματος χιονοστιβάδας», η επιβαρυντική επίπτωση της μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ στο χρέος (περίπου 50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2015).
«Σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση συνθηκών για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους συνιστά ένα πολυπαραγοντικό εγχείρημα με αρκετές παραδοχές (και κινδύνους) τόσο στη διάσταση των δημοσίων οικονομικών, όσο και στη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας, με αποτέλεσμα –ειδικά όταν συσχετιστεί και με την προσπάθεια εξόδου της χώρας στις διεθνείς αγορές– να είναι αρκετά ευάλωτο από τις εξελίξεις», υπογραμμίζει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr