Η κλονισμένη ψυχολογικά κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έχει εγκρίνει αγόγγυστα στη Βουλή και με διαδικασίες πολιτικού «αυτόφωρου» σειρά μνημονιακών υποχρεώσεων που επιδεινώνουν τη θέση των πολιτών, καθώς στη συντριπτική πλειοψηφία τους καθιέρωναν νέους έμμεσους φόρους που πλήττουν τα χαμηλά εισοδήματα και ελάχιστα προσανατολισμένοι ήταν στην μόνιμη περικοπή πρωτογενών δαπανών και περιστολή της σπατάλης στον πανάκριβο δημόσιο τομέα.
Οι εσωτερικές αντιφάσεις της κυβέρνησης αφετέρου, έχουν ακινητοποιήσει μεγάλες επενδύσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, σε ένα οικονομικό περιβάλλον χωρίς παραγωγικές προτεραιότητες, με έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων και την πολιτική ηγεσία να αποφεύγει να αναμετρηθεί με το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα απελευθέρωνε ενέργεια και θα επέτρεπε να ανασάνει το χαρτοφυλάκιο των Τραπεζών.
Στην αγορά, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική η οποία στηρίζεται στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών σε συνδυασμό με ένα καχεκτικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και τη συγκράτηση της κρατικής δαπάνης, παράγει νέα αδιέξοδα.
Σε αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά- και το αναγνωρίζουν αυτό στα κομματικά ρετιρέ- ότι η Ελλάδα έχει κάποιες πιθανότητες να επιτύχει υψηλά και διατηρήσιμα και μετά το 2018 πρωτογενή πλεονάσματα. Είναι πρόδηλο ότι (και) αυτό το Πρόγραμμα δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους του.
Το Οικονομικό Επιτελείο στηρίζει τις προβλέψεις του για αλλαγή των διαθέσεων και οικονομική ανάκαμψη μέσα στο 2017 στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, την έλευση επενδύσεων και την τόνωση των εξαγωγών, υποθέσεις ωστόσο, που και μέσα στην κυβέρνηση κάποιοι αναγνωρίζουν, ότι είναι δύσκολο να επαληθευτούν.
Προσκρούουν όλα αυτά, εκτός άλλων, στους σχετικούς Δείκτες του Οικονομικού κλίματος, το εχθρικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα (σ.σ: δεν θα μπορούσε άραγε, παράλληλα με την…σκληρή διαπραγμάτευση, που κατάντησε πλέον ευφημισμός, όπως αναρωτιέται η αγορά, να είχε αλλάξει τουλάχιστον το γραφειοκρατικό καθεστώς των αδειοδοτήσεων;), τους κεφαλαιακούς ελέγχους, την μόνιμη πρακτική του Δημοσίου να μην επιστρέφει στις επιχειρήσεις φόρους, την έλλειψη δίκαιων, απλών και σταθερών φορολογικών κανόνων.
Επιπλέον, μολονότι η Ελλάδα, χάρη στην ανελέητη εσωτερική υποτίμηση έχει καταστεί πλέον μια φθηνή χώρα, η απουσία στιβαρού σχεδίου και οι πολιτικές ακροβασίες που θέτουν την Οικονομία υπό την ομηρεία των εκλογικών κύκλων, προκαλούν αβεβαιότητα σε σοβαρούς επενδυτές.
Ο φόβος που εκφράζει ο Β. Σόϊμπλε ότι τυχόν ρύθμιση του ελληνικού χρέους, η οποία είναι όσο ποτέ αναγκαία, θα προκαλέσει μεταρρυθμιστική αρρυθμία, δεν είναι ρεαλιστικός από την στιγμή που στη χώρα, εκτός από διαρκή μέτρα λιτότητας, μεταρρυθμίσεις ουσίας δεν διαπιστώνονται.
Υπό την έννοια αυτή, πράγματι η κυβέρνηση, αλλά κυρίως η Ελλάδα, όπως υπογραμμίζουν εμφατικά στην αγορά, δεν έχει άφθονο χρόνο μπροστά της.
Πολύ πριν αποτολμήσει να ανοιχτεί στις αγορές- η νέα Μεγάλη Ιδέα του Γένους-έχει ακόμα κάμποσα φλέγοντα μέτωπα να κλείσει στο εσωτερικό και αυτά συνήθως, δεν αντιμετωπίζονται με ανασχηματισμό αλλά με σχέδιο και πολιτική βούληση για αλλαγές.
Γιώργος Χατζηδημητρίου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr