Ειδικότερα, η Alpha Bank σημειώνει ότι κυρίαρχο στοιχείο της δεύτερης αξιολογήσεως του ελληνικού προγράμματος είναι η διαμόρφωση ενός μεταρρυθμιστικού πλαισίου της αγοράς εργασίας.
Όπως αναφέρει, τα βασικά στοιχεία της πολιτικής στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ελληνικών προγραμμάτων ήσαν, πρώτον, η πολιτική της "εσωτερικής υποτιμήσεως", και δεύτερον, η προώθηση των ευέλικτων μορφών απασχολήσεως. Οι πολιτικές αυτές αποσκοπούσαν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το τρίτο Μνημόνιο Συνεννόησης (MoU) της 19/8/2015 συνιστά μία μετατόπιση του ανωτέρω παραδείγματος προς την κατεύθυνση της εφαρμογής πολιτικών που είναι πρώτον, εναρμονισμένες με τις βέλτιστες πρακτικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεύτερον, δεν συνιστούν επιστροφή σε ρυθμιστικούς κανόνες του παρελθόντος που είναι ασύμβατοι με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Σύμφωνα με το τρίτο Πρόγραμμα καθώς και το πόρισμα της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, το πλαίσιο αυτό αφορά κυρίως στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις ομαδικές απολύσεις, τον επαναπροσδιορισμό των κατωτάτων αποδοχών, ιδιαίτερα για τους νέους, και την ευελιξία του ωραρίου σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες.
Η συλλογιστική που ακολουθήθηκε στο πλαίσιο των δύο πρώτων προγραμμάτων προσαρμογής ήταν η ακόλουθη: Η αντιμετώπιση του προβλήματος της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα οδηγούσε προσέλκυση νέων επενδύσεων και την συνεπαγόμενη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Σε βραχύ ή μεσοχρόνιο ορίζοντα τούτο συνεπάγεται σημαντικό κοινωνικό κόστος που αντικατοπτρίζεται στη μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση του ποσοστού κινδύνου φτώχειας. Σύμφωνα με την ανωτέρω συλλογιστική, η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα οδηγούσε με κάποια εύλογη χρονική υστέρηση σε υψηλότερη απασχόληση και εισοδήματα ως μέρισμα προερχόμενο από την διατηρήσιμη πλέον αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
Η άνοδος του ποσοστού των ατόμων που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κατάσταση ένδειας και κοινωνικού αποκλεισμού (στοιχεία Eurostat) συνδέεται χρονικά με την αύξηση του ποσοστού ανεργίας και τις μισθολογικές απώλειες στο πλαίσιο της πολιτικής της εσωτερικής υποτιμήσεως της περιόδου 2009-2015. Παράλληλα, οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν και αποσκοπούσαν στην ευελιξία της αγοράς εργασίας οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση της μερικής απασχολήσεως ως ποσοστό της συνολικής απασχολήσεως. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στο Γράφημα 1, το ποσοστό της μερικής απασχολήσεως αυξήθηκε στο 9,8% στο δεύτερο τρίμηνο του 2016, έναντι 6,1% στο δεύτερο τρίμηνο του 2009. Ενδεικτικά τον Σεπτέμβριο 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία ΕΡΓΑΝΗ που αφορούν τις ροές απασχολήσεως στον ιδιωτικό τομέα, το μερίδιο των νέων προσλήψεων με σύμβαση μερικής απασχολήσεως (46,8%) υπερβαίνει εκείνο των συμβάσεων της πλήρους απασχολήσεως (38,9%).
Η αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχολήσεως υποστήριξε τη μείωση της ανεργίας, με αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση του δείκτη κινδύνου φτώχειας, παρά την περαιτέρω συρρίκνωση του διαθεσίμου εισοδήματος λόγω της αυξήσεως των φορολογικών βαρών. Η πολιτική εσωτερικής υποτιμήσεως σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των ευέλικτων μορφών απασχολήσεως μείωσε σημαντικά το μοναδιαίο κόστος εργασίας (Γράφημα 2). Ειδικότερα, ο δείκτης πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας (REER-ULC based) μειώθηκε κατά 18% την περίοδο: β’ τρίμηνο 2009- β’ τρίμηνο 2016.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί η πολιτική αυτή δεν οδήγησε σε αύξηση των επενδύσεων και σε ταχύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Η ερμηνεία αυτού του φαινομένου βρίσκεται εν πολλοίς στην πορεία του δείκτη πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας με βάση τις σχετικές τιμές καταναλωτή (REER- CPI based), ο οποίος μειώθηκε μόλις κατά 5%.
Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η μείωση του κόστους εργασίας δεν συνοδεύθηκε από αντίστοιχη μείωση των σχετικών τιμών καταναλωτή, ώστε να επηρεασθεί θετικά η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αγορές και να ανακάμψει το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών, έχουν ως ακολούθως:
α) Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών είχε αρνητική επίπτωση στον καθορισμό των μετά φόρων ταμειακών ροών των επιχειρήσεων. Όσο υψηλότερος είναι ο φόρος που καλείται να πληρώσει η επιχείρηση, τόσο μικρότερη η παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών και τόσο μικρότερη η δυνατότητα που έχει για αντίστοιχη μείωση των τιμών των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών.
β) Η διατήρηση της αβεβαιότητας σε υψηλό επίπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα αύξησε το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, μέσω της αυξήσεως των ασφαλίστρων κινδύνου (risk premiums) που αποδυνάμωσε την πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων έναντι των πιστωτών και προμηθευτών της.
γ) η διατήρηση των στρεβλώσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών που δυσχέραναν τη μείωση των τελικών τιμών κατά αναλογία με τη μείωση του κόστους εργασίας. Η άρση των εμποδίων εισόδου νέων ανταγωνιστών μέσω των μεταρρυθμίσεων των αγορών προϊόντων θα έχει θετικό αποτέλεσμα στη μείωση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών.
Συμπερασματικά, η ταχεία ολοκληρώσεως της δεύτερης αξιολογήσεως είναι ιδιαίτερης σημασίας αφού μπορεί να βοηθήσει στην υποχώρηση της δράσεως των ανωτέρω παραγόντων (β) και (γ). Τέλος, η επιστροφή της εμπιστοσύνης μετά και τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλαρώσεως μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη για την προσέλκυση των επενδύσεων, την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr