Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΕΒ και ο επιχειρηματικός κόσμος, ενόψει και της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου στις 21/6/2016, με την καθολική συμμετοχή της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας, καθώς και του υψηλού προσκελεκημένου κ. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καταθέτουν τέσσερεις προϋποθέσεις σε μια προσπάθεια να γίνει κατανοητή η δυναμική της οικονομίας, ώστε να εργασθούμε όλοι, κυβέρνηση, εργαζόμενοι και επιχειρήσεις, για να έρθει επιτέλους η πολυπόθητη ανάπτυξη.
Πρώτον, η ανάπτυξη είναι πρωτίστως θέμα επιχειρηματικού κλίματος και εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας. Συνεπώς, η εφαρμογή του Μνημονίου είναι αναγκαία συνθήκη για την επιστροφή στην ανάπτυξη, όχι μόνον όσον αφορά στην επίτευξη των στόχων δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Όλα αυτά φτιάχνουν το κλίμα και την εμπιστοσύνη και διαμορφώνουν το φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον για να γίνουν επενδύσεις με κέρδος για τον ιδιώτη επιχειρηματία.
Δεύτερον, οι αποφάσεις για ιδιωτικές επενδύσεις λαμβάνονται στη βάση της προσδοκώμενης κερδοφορίας που προσδιορίζεται από την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια αγορά, δηλαδή του πόσο παραγωγικές είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεδομένου του κόστους λειτουργίας, σε σχέση με τους ξένους ανταγωνιστές, με την παραγωγικότητα να εξαρτάται από την τεχνολογία που χρησιμοποιείται και που αντανακλάται στην καινοτομία και την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων. Η δε τεχνολογία εισάγεται στην παραγωγική διαδικασία, όχι τόσο με την άσκηση κυβερνητικών επιλογών στα θέματα της προώθησης της τεχνολογικής έρευνας και της εφαρμογής καινοτομιών, αλλά κυρίως μέσω κερδοφόρων ιδιωτικών επενδύσεων. Με άλλα λόγια, το δίλημμα εάν πρέπει η ανάπτυξη να στηριχθεί σε χαμηλούς μισθούς ή σε αύξηση της παραγωγικότητας είναι κενό περιεχομένου, καθώς όλη αυτή η σχέση μεταφράζεται στο επίπεδο του ιδιώτη επιχειρηματία σε προσδοκούμενη κερδοφορία της επένδυσης, με ενσωματωμένη την τεχνολογία. Εάν πραγματοποιηθεί η επένδυση, τότε θα αυξηθούν η παραγωγικότητα και οι μισθοί.
Τρίτον, οι κοινωνικοί εταίροι στις διαβουλεύσεις τους θα πρέπει να φροντίζουν να μην χειροτερεύει η ανταγωνιστικότητα και συνεπώς, να μην αυξάνεται το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δηλαδή να μην αυξάνονται οι μισθοί πάνω από την παραγωγικότητα της εργασίας περισσότερο απ’ ό,τι αυτό συμβαίνει στις διεθνείς αγορές. Διαφορετικά, οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν να χάνουν μερίδιο αγοράς και αργά ή γρήγορα, οι ίδιες θα βρεθούν εκτός αγορών και οι εργαζόμενοι τους στο δρόμο.
Τέταρτον, απαιτείται να βελτιωθεί η παραγωγικότητα στο δημόσιο τομέα και να παταχθεί η φοροδιαφυγή στην οικονομία, άνευ των οποίων η δημοσιονομική προσαρμογή είναι έωλη. Χωρίς την εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων παροχής δημοσίων υπηρεσιών στους πολίτες με όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος, η μέχρι σήμερα συντελεσθείσα μείωση των δαπανών θα τείνει να αντιστραφεί καθώς καταρρέει η ποιότητα παροχής υπηρεσιών στους πολίτες (υγεία, παιδεία). Κάτι τέτοιο θα σημαίνει, στο πλαίσιο της αναπόφευκτης δημοσιονομικής προσαρμογής, είτε μεγαλύτερες περικοπές στις δαπάνες (και μεγαλύτερη εξαθλίωση) είτε πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις. Συνεπώς, η πάταξη της φοροδιαφυγής είναι μονόδρομος καθώς η φοροδοτική δυνατότητα των συνεπών φορολογουμένων έχει προ πολλού εξαντληθεί. Παράλληλα, με την αύξηση της παραγωγικότητας στο δημόσιο τομέα και την πάταξη της φοροδιαφυγής, όχι μόνον διασφαλίζεται η δημοσιονομική προσαρμογή αλλά δημιουργείται και δημοσιονομικό περιθώριο πόρων ώστε να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές και να δοθούν φορολογικά κίνητρα στις επενδύσεις για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα και να μπει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης.
Οικοδομή, υπηρεσίες και λιανικό εμπόριο παραμενουν σε μια κατάσταση αδύναμης στασιμότητας.
Η πρακτική της τελευταίας 7ετίας να υιοθετούνται μαζικά οριζόντια δημοσιονομικά μέτρα συνοδεύτηκε από τη μειωμένη προσπάθεια θεραπείας δομικών αλλαγών στο σύνολο της οικονομίας και δημόσιας διοίκησης. Ειδικά στην περίπτωση της υγείας, όπου η επίπτωση των οριζόντιων μέτρων συναντά σημαντικές δομικές στρεβλώσεις που διατηρούνται στο ακέραιο, οι αρνητικές επιπτώσεις ειδικά για τους πλέον αδύνατους είναι αμείλικτες. Το κράτος, μέσω της πολιτικής δημόσιας υγείας αλλά και μέσω του τρόπου με τον οποίο ασκεί τον εποπτικό ρόλο στην ιδιωτική αγορά που συμπληρώνει τη δημόσια υγεία, έχει συνεισφέρει στην ανάπτυξη και εδραίωση αυτών των δομικών στρεβλώσεων.
Η σημερινή κατάσταση πλήττει την υγιή επιχειρηματικότητα, όπως την εγχώρια παραγωγή φαρμάκων, χωρίς όμως να εξασφαλίζει, ούτε στέρεα δημοσιονομικά οφέλη, ούτε, κυρίως, καλύτερες υπηρεσίες υγείας στους ασθενείς. Η αντιμετώπιση της υπερσυνταγογράφισης αντιβιοτικών, η συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης μέσω στροφής σε γενόσημα τα οποία θα τιμολογούνται εύλογα, η πιο προσεκτική επιλογή των καισαρικών στις γεννήσεις ή η εκλογίκευση της αναλογίας γιατρών προς νοσοκόμους αποτελούν ενδεικτικές μόνο παραμέτρους του συστήματος που θα βελτιωθούν εφόσον συνολικά αναβαθμιστεί η ποιότητα της λειτουργίας του κράτους, ως φορέα παροχής υπηρεσιών και ως επόπτου.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr