«Δεν είναι ρεαλιστικό και κοινωνικά εφικτό να απαιτείται από την Ελλάδα να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά», υπογραμμίζει ο διοικητής της ΤτΕ και προσθέτει: «Θα πρέπει να μειωθεί στο 2%, κάτι που θα επιτρέψει ένα πιο ισορροπημένο μίγμα πολιτικής, με έμφαση στη μείωση της φορολογίας και στην ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων, συμβάλλοντας σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης».
«Τα σενάρια που έχει εξετάσει η ΤτΕ δείχνουν ότι η βιωσιμότητα του χρέους μπορεί να επιτευχθεί με στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 2% και μια μάλλον μέτρια ελάφρυνση του χρέους η οποία δεν θα προκαλεί ζημιές στους πιστωτές. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την επέκταση της λήξης των δανείων κατά 20 χρόνια και την αποπληρωμή των κεφαλαιοποιημένων τόκων σε ίσες δόσεις σε μια περίοδο 20 ετών».
«Είναι πλέον ώρα να επιτευχθεί η κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην ελάφρυνση χρέους και τις μεταρρυθμίσεις. Από το 2010, η Ελλάδα έχει υποστεί μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή, που ανάλογη της δεν έχει βιώσει καμία χώρα μετά την μεγάλη ύφεση. Παρά τις καθυστερήσεις, το κόστος και τα παραπατήματα, υπήρξαν και ορισμένες αναμφισβήτητες επιτυχίες - η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων και εργασίας και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ως προς το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατά πάνω από 25% από το 2009.
Επιπρόσθετα η κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίσουν την περισσότερο σοβαρή απειλή για την χρηματοοικονομική σταθερότητα: τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs). Αυτά είναι κυρίως αποτέλεσμα της επταετούς ύφεσης που μείωσε το ΑΕΠ της χώρας κατά περισσότερο από 25%.
Οι ελληνικές τράπεζες μετά από μια διαδοχική (και επιτυχημένη) ανακεφαλαιοποίηση εν μέσω δύσκολων συνθηκών έχουν τώρα αρκετά κεφάλαια, προβλέψεις και collateral και έτσι είναι σε θέση να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουν τα NPLs. Οι πρόσφατες ευνοϊκές τροποποιήσεις στη νομοθεσία και οι πιο ευνοϊκές συνθήκες στην ελληνική οικονομία μετά το Eurogroup του Μαίου, καθιστούν ευκολότερη την ανάληψη αυτών των πρωτοβουλιών», σημειώνει ο επικεφαλής της ΤτΕ.
«Η Ελλάδα», όπως επισημαίνει ο κ.Στουρνάρας, «αντιμετώπισε την «τέλεια καταιγίδα», εγκλωβισμένη μεταξύ μιας οικονομικής και μιας κρίσης χρέους και μια αυξημένης ροής προσφύγων η οποία κατέβαλλε ένα ήδη υπερπιεσμένο κράτος. Σκληρές αποφάσεις ελήφθησαν. Μόνο πρόσφατα το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε ένα φιλόδοξο πακέτο ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων που επιβάλει περαιτέρω περικοπές στις ήδη μειωμένες συντάξεις και ένα δημοσιονομικό πακέτο που υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ ολοκληρώνοντας τη γιγαντιαία δημοσιονομική προσαρμογή που ξεκίνησε το 2010. Αυτή η προσαρμογή είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του δομικού πρωτογενούς πλεονάσματος γενικής κυβέρνησης κατά πάνω από 20% του ΑΕΠ. Ο τρεχούμενος λογαριασμός έχει επίσης βελτιωθεί ανάλογα».
«Η μείωση των τελικών δημοσιονομικών στόχων και η ελάφρυνση χρέους είναι τα κίνητρα που χρειάζονται για να συνεχίσει η ελληνική οικονομία και η κοινωνία. Μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και μείωση των NPLs είναι οι δράσεις που πρέπει να αναλάβουν οι Έλληνες πολιτικοί, με αποφασιστικότητα και σε πνεύμα εθνικής ενότητας προκειμένου να πετύχουμε υψηλή και βιώσιμη ανάπτυξη», καταλήγει.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr