Πιο συγκεκριμένα αναφέρει:
«Αμέσως μόλις δημοσιεύθηκε το σχέδιο αλλαγής του συστήματος συνταξιοδότησης οι κάθε προέλευσης (και βαθμίδας στην κλίμακα της εγκυρότητας) σχολιαστές διέγνωσαν το μείζον ατόπημά του: την κατανομή του βάρους της χρηματοδοτικής προσαρμογής εις βάρος των νεώτερων και των επόμενων γενεών ασφαλισμένων και, επομένως, την επιδείνωση της διαγενεακής αδικίας. Δεν πρόκειται να κρίνω την πρόταση της κυβέρνησης, ούτε, κατά συνέπεια, να διατυπώσω γνώμη ως προς το κοινωνικώς δίκαιο των προτεινόμενων επιλογών – θα ήταν πρόχειρο, αστόχαστο, επιπόλαιο και, πιθανότατα, μεροληπτικό (με λίγα λόγια, θα ήταν ανάλογο των ανάλαφρων ισχυρισμών των σχολιαστών στα μέσα δημοσιότητας). Τρεις εισαγωγικές – ας πούμε θεωρητικής υφής – διευκρινίσεις, μόνο, θέλω να καταγράψω.
Πρώτον, η πραγμάτωση της διαγενεακής δικαιοσύνης εξαρτάται, ασφαλώς, από την βασική θεσμική συγκρότηση, τις χρηματοδοτικές διευθετήσεις, τους κανόνες που διέπουν τον υπολογισμό και την απόδοση των παροχών του συνταξιοδοτικού συστήματος. Εξαρτάται, κατ’ επέκταση, βεβαίως, από την (μακροπρόθεσμη) χρηματοοικονομική βιωσιμότητα και την κοινωνική (με έμφαση στο επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων) επάρκεια του συστήματος και, ως εκ τούτων, επηρεάζεται, επίσης, από τις μακροοικονομικές επιδράσεις του συστήματος – στην παραγωγικότητα, την απασχόληση και το προϊόν της οικονομίας. Έτσι, λοιπόν, πολύ συχνά οι πραγματικές διαγενεακές (ευθείες ή έμμεσες – ακόμη και υπόρρητες) μεταβιβάσεις εκφράζονται μεσο-μακροπρόθεσμα και, κάποιες φορές, είναι αδύνατο να εκτιμηθούν εκ των προτέρων. Για παράδειγμα, η διαγενεακή ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν είναι άμοιρη των ενδεχόμενων ευεργετικών συνεπειών του ως προς την αύξηση των εισοδημάτων, των αποταμιεύσεων και του πλούτου που (θα) απολαμβάνουν οι νεώτερες γενεές.
Δεύτερον, και εν μέρει επακόλουθο του προηγουμένου, η διαγενεακή δικαιοσύνη δεν εξυπηρετείται αποκλειστικώς μέσω της λειτουργίας του συστήματος συνταξιοδότησης, μολονότι το τελευταίο έχει, πράγματι, τον χαρακτήρα ειδικού συμβολαίου μεταξύ των γενεών, προβλέποντας συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα για κάθε γενεά. Άλλες «διατάξεις» του γενικού κοινωνικού συμβολαίου αφορούν, επίσης, στην διαγενεακή δικαιοσύνη – άλλοι θεσμοί του κοινωνικού κράτους, δηλαδή, συμβάλλουν στην εκπλήρωσή της. Το εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και το σύστημα υγείας (περιλαμβανομένης της χρηματοδότησης και της προσφοράς των υπηρεσιών τους) έχουν ευθείες και προφανείς διαγενεακές επιδράσεις – και δεν στερούνται εμμέσων. Οι εκτιμήσεις μας ως προς την διαγενεακή ισορροπία, επομένως, θα πρέπει να είναι συμψηφιστικές.
Τρίτον, συχνά λησμονημένο αν και, από μία άποψη, ίσως το πιο σημαντικό, τεκμήριο διαγενεακής δικαιοσύνης αποτελεί, εκτός των άλλων, η επιβράδυνση της διαγενεακής μεταβίβασης των οικονομικών ανισοτήτων ή, αλλιώς, η επιτάχυνση της διαγενεακής κοινωνικής κινητικότητας. Σήμερα γνωρίζουμε καλά – ή έρευνα το έχει καταδείξει – ότι οι μεγαλύτερες παρούσες οικονομικές ανισότητες προοιωνίζονται μικρότερη κοινωνική κινητικότητα. Κατά συνέπεια, η εξυπηρέτηση της διαγενεακής δικαιοσύνης δεν είναι άμοιρη της μείωσης της ενδογενεακής ανισότητας.
Τα σχέδια αλλαγής του συνταξιοδοτικού συστήματος, κατά συνέπεια, δεν κρίνονται μονομερώς και εκ πρώτης όψεως (συχνά και δημαγωγικώς, κατά τούτο). Οι άμεσες αναδιανεμητικές συνέπειες των συνταξιοδοτικών μεταβολών και, ιδίως, οι επιδράσεις των τελευταίων ως προς τον κίνδυνο της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων συγκαταλέγονται, χωρίς αμφιβολία, μεταξύ των κριτηρίων αποτίμησής τους (των μεταβολών)».
Γ.Α.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr