Σημειώνεται οτι ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει σήμερα πως «αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία». Αυτή η διάταξη προκαλούσε μέχρι σήμερα προβλήματα στους ελέγχους των Οικονομικών Εισαγγελέων και του Εισαγγελέα Διαφθοράς και κρίθηκε πως πρέπει να τροποποιηθεί.
Έτσι, με την τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η εν λόγω διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (177 παρ. 2 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης.
Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη, γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι α) η βλάβη που προκαλείται με τη κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη, και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλει την ανθρώπινη αξία.
Σύμφωνα με την έκθεση συνεπειών του υπουργείου Δικαιοσύνης που συνοδεύει τη διάταξη «η ρύθμιση θα διαμορφώσει ένα δικονομικό καθεστώς εξισορρόπησης αντίθετων συμφερόντων της Δικαιοσύνης κατά την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς, αφού αφενός θα αξιοποιείται το αποδεικτικό υλικό, κατά τα προεκτεθέντα , και αφετέρου αυτό θα γίνεται μονο μετά από πολλές σταθμίσεις μέσω των οποίων προσδοκάται να εμποδιστεί η εμφάνιση περιπτώσεων κατάχρησης από την κρατική εξουσία».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr