Η εναρμόνιση ανόμοιων τραπεζικών κριτηρίων είναι εδώ και καιρό η βασική προτεραιότητα της επικεφαλής του εποπτικού βραχίονα της ΕΚΤ, Ντανιέλ Νουί, η οποία πιστεύει πως είναι κρίσιμο να ενθαρρύνει τον διασυνοριακό δανεισμό και μια πιο δίκαιη εποπτεία.
Αλλά η κεντρική τράπεζα έχει δεχθεί αντιδράσεις από ορισμένες εθνικές ρυθμιστικές αρχές που θέλουν να διατηρήσουν τους δικούς τους κανονισμούς, oι οποίοι συχνά επιτρέπουν πιο ευνοϊκή αντιμετώπιση των δικών τους τραπεζών.
Ο Ιγκνάσιο Αντζελόνι, μέλος του εποπτικού συμβουλίου στην ΕΚΤ που αποκάλυψε την πρόταση την Τετάρτη, ανέφερε πως η ελλιπής ενοποίηση «επηρεάζει την δυνατότητα των τραπεζών να ανταγωνιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο». «Δρούμε απολύτως μέσα στα όρια των εξουσιών μας» είπε ο ίδιος.
Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι ένα από τα πεδία στα οποία έχει εστιάσει η ΕΚΤ. Αυτήν την στιγμή υπάρχουν περίπου 150 διαφορετικοί ορισμοί στα κράτη μέλη για την πιο ασφαλή ποιότητα των κεφαλαίων. Περίπου το 80% των κεφαλαιακών κανονισμών καθορίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τα κράτη μέλη να διαχειρίζονται το υπόλοιπο.
Η τελευταία πρόταση της ΕΚΤ βασίζεται στην ιδέα ότι η αποσαφήνιση και η εναρμόνιση τέτοιων κανονισμών θα ενθαρρύνουν τις τράπεζες της ευρωζώνης να χορηγήσουν δάνεια έξω από τα εθνικά τους σύνορα. Περισσότερος διασυνοριακός δανεισμός, αντίθετα, θα βοηθούσε να αποφευχθούν οι μεγάλες αποκλίσεις στις πιστωτικές συνθήκες και ο χρηματοπιστωτικός κατακερματισμός, που παρατηρήθηκε κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης της ευρωζώνης.
Αν και η διασυνοριακή χορήγηση δανείων έχει ανακάμψει μετά την χρηματοπιστωτική κρίση σε πολλά μέρη του κόσμου, ο δανεισμός ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης ήταν στάσιμος μέχρι και στις αρχές του περασμένου έτους.
Οι ρυθμιστικές αρχές στην Φρανκφούρτη διαμαρτύρονται ακόμα ότι οι διαφορές στους κανονισμούς επηρεάζουν την ικανότητα τους να εποπτεύουν αποτελεσματικά το τραπεζικό σύστημα της χώρας.
«Οι νέοι κανονισμοί είναι σημαντικοί για την ΕΚΤ για να διασφαλίσει την συνοχή στο ρυθμιστικό πλαίσιο των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών και για να φαίνεται αμερόληπτη στην διαδικασία αυτή» ανέφερε στέλεχος της Allen & Overy. «Δεν αναμένω οι τράπεζες να καλωσορίσουν τις προτάσεις αυτές, καθώς θα χάσουν την ευνοϊκή αντιμετώπιση των εθνικών αρχών».
Η νέα πρόταση βάζει στο στόχαστρο ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα του τραπεζικού ρυθμιστικού πλαισίου στην Ευρώπη, την συμπερίληψη σε ορισμένα κράτη μέλη των αναβαλλόμενων φόρων ενεργητικού στο καλάθι των εργαλείων που αναγνωρίζονται ως κεφάλαιο.
Οι αναβαλλόμενοι φόροι ενεργητικού δημιουργούνται όταν οι τράπεζες καταγράφουν ζημίες που μπορούν να συμψηφίσουν με τους φόρους που πρέπει να καταβάλλουν.
Το ζήτημα είναι εξαιρετικά σημαντικό για την Ελλάδα, όπου εκτιμάται ότι νωρίτερα το 2015 το 30% με 40% των κεφαλαίων των τραπεζών ήταν σε μορφή αναβαλλόμενων φόρων ενεργητικού.
Με βάση τα νέα διεθνή κριτήρια της Βασιλείας ΙΙΙ, οι τράπεζες πρέπει να έχουν από το 2019 κεφάλαια με αξία 7% των πιο ριψοκίνδυνων στοιχείων ενεργητικού τους, για να προστατευτούν από μια κατάρρευση σε περίοδο οικονομικής αναταραχής. Το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου αυτού πρέπει να αποτελείται από κοινές μετοχές.
Ο κ. Αντζελόνι δήλωσε ότι η ΕΚΤ θέλει να εξαλείψει σταδιακά την χρήση των αναβαλλόμενων φόρων ενεργητικού και ανέφερε ότι η πρόταση ήταν μια προσπάθεια για τις τράπεζες στην ευρωζώνη «να έλθουν όσο γίνεται πιο κοντά στα κριτήρια της Βασιλείας».
Η πρόταση περιλαμβάνει επίσης αλλαγές στην αντιμετώπιση των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων των τραπεζών, καθώς και την ρευστότητα. Μια πιο βαθιά και ευρεία εναρμόνιση μπορεί να πλήξει και άλλους τομείς πέρα από τους αναβαλλόμενους φόρους, όπως το πώς οι τράπεζες υπολογίζουν το διαχειριστικό και πιστωτικό ρίσκο.
Οι διαβουλεύσεις θα κρατήσουν ως τις 16 Δεκεμβρίου, με την κεντρική τράπεζα να ελπίζει ότι θα έχει έτοιμους τους κανονισμούς ως τον Απρίλιο του 2016.
Ωστόσο, ορισμένες εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν ταχθεί κατά του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει τον εποπτικό της ρόλο η ΕΚΤ.
Ο Ράιμοντ Ρέσλερ, επικεφαλής της BaFin, έχει κατηγορήσει τον νέο εποπτικό βραχίονα της ΕΚΤ – τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό – ότι επιβαρύνει τις μικρότερες τράπεζες με απαιτήσεις για χορήγηση δεδομένων και άφησε να εννοηθεί ότι η επικοινωνία με τις τράπεζες είναι φτωχή.
«Οι καλοί επόπτες μιλούν στις τράπεζες και δεν μαθαίνουν όσα θέλουν από τα φύλλα του Exdel» δήλωσε νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα στην Handelsblatt ο κ. Ρέσλερ στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt.
Ο Τζιουζέπε Σιανί, αναπληρωτής γενικός διευθυντής στην ΕΚΤ, σημείωσε ότι η κεντρική τράπεζα έχει λάβει υπόψη τις απόψεις των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και των τραπεζών. «Η πρόταση επιτυγχάνει μια πολύ καλή ισορροπία μεταξύ διαφορετικών εθνικών περιορισμών» ανέφερε ο κ. Σιανί την Τετάρτη, προσθέτοντας ότι το έγγραφο «ήταν το αποτέλεσμα μακροσκελών συζητήσεων» με εθνικές ρυθμιστικές αρχές.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr